Επιλέξτε τη γλώσσα σας

ὑπ' ἀριθμ. 2793


Πρός
Τούς Σεβασμιωτάτους Μητροπολίτας
τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος.

Θέμα : «Εκφωνητική σημειογραφία ἐν τῇ πράξει τῆς ᾿Ορθοδόξου Λατρείας».

Σεβασμιώτατοι ἐν Χριστῷ ἀδελφοί,

Συνοδικῇ Ἀποφάσει, ληφθείσῃ ἐν τῇ Συνεδρίᾳ τῆς Διαρκοῦς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς 28ης λήγοντος μηνός Ἰουνίου ἐ.ἔ., γνωρίζομεν ὑμῖν ὅτι ἡ Ἱερά Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ἐν τῇ μερίμνῃ Αὐτῆς διά τήν εὔτακτον τέλεσιν τῆς Θείας Λατρείας, ἥτις καί ἀποτελεῖ τήν κοινήν προσευχήν τοῦ ἑνός σώματος τῆς ᾿Εκκλησίας, ἐπιθυμεῖ διά τῆς παρούσης νά γνωρίσῃ ῾Υμῖν καί δι᾿ ῾Υμῶν τοῖς εὐλαβεστάτοις ἐφημερίοις καί ῾Ιεροψάλταις τῆς ῾Ιερᾶς Μητροπόλεως ῾Υμῶν τά κατωτέρω διαλαμβανόμενα καί ἀναφερόμενα εἰς τήν ἀπόδοσιν τῶν Βιβλικῶν Ἀναγνωσμάτων, τῶν Εὐχῶν καί τῶν Δεήσεων κατά τήν τέλεσιν τῶν Ἱερῶν Ἀκολουθιῶν.

῾Η ᾿Ορθόδοξος Λατρεία, οὖσα λατρεία λογική, τελεσιουργεῖται κυρίως διά τοῦ λόγου, διά τοῦ ὁποίου ὁ ἄνθρωπος προσομιλεῖ εὐθέως μετά τοῦ Θεοῦ, τῆς Θεοτόκου καί τῶν Ἁγίων. Ἔνδυμα τοῦ λόγου καί σύμφυτον ἐκπόρευμα αὐτοῦ εἶναι τό μέλος, ἡ ὕπαρξις τοῦ ὁποίου ἀποσκοπεῖ, κατά τόν ἅγιον Γρηγόριον Νύσσης, νά μορφοποιήσῃ καί ἀποκαλύψῃ «τόν ἐγκείμενον τοῖς ῥήμασιν νοῦν» (P.G. 44, 444D).

῾Ο λόγος τῆς Λατρείας διακρίνεται εἰς βιβλικόν, εὐχητικόν καί ὑμνητικόν. Αἱ ἀνωτέρω διακρίσεις τοῦ λειτουργικοῦ λόγου, συναρτώμεναι καί ἀλληλοσυμπληρούμεναι συγκροτοῦν τόν λατρευτικόν διάλογον τῶν πιστῶν μετά τοῦ Θεοῦ.

Τά βιβλικά ἀναγνώσματα ἐξαγγέλλουν τόν λόγον τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος κατά τήν λατρείαν ἐκφωνεῖται, ὄχι διά μελέτην καί ἑρμηνείαν τῆς Θείας Γραφῆς, ἀλλά διά νά τόν ἐνωτισθοῦν οἱ πιστοί, νά τόν ἐντυπώσουν εἰς τάς καρδίας των, νά ἀποκριθοῦν εἰς τά ἐξαγγελλόμενα καί νά διαλεχθοῦν μετά τοῦ Θεοῦ.

Ἡ ἐκφώνησις τῶν ἀναγνωσμάτων ἀποτελεῖ κορυφαίαν στιγμήν τοῦ διαλόγου καί προσλαμβάνει ὑψίστην ἐπισημότητα. Διά τοῦτο ἡ ἐκφορά των δέν εἶναι ὑπόθεσις ὑποκειμενική τοῦ καθενός, ἀλλά ὑπαγορεύεται ἀπό τήν ψαλτικήν τέχνην, τήν ὁποίαν ὁριοθέτησεν ἡ φύλαξ παράδοσις τῆς ᾿Εκκλησίας μας.

῾Η μακροχρόνιος αὐτή παράδοσις, ἀπό τάς ἀπαρχάς τοῦ χριστιανισμοῦ μέχρι καί τοῦ 15ου αἰῶνος, μαρτυρεῖ μίαν σταθεράν ἐκφωνητικήν πρακτικήν καί «κανοναρχεῖ» τό χρέος τῆς σοβαρότητος, μετά τῆς ὁποίας πρέπει νά προσεγγίζωμεν τό θέμα τῆς ἐκφωνητικῆς ἀπαγγελίας τῶν βιβλικῶν ἀναγνωσμάτων τῆς Λατρείας.

Συμφώνως πρός τήν παράδοσιν αὐτήν τά ἁγιογραφικά ἀναγνώσματα - Προφητεῖαι, Εὐαγγέλιον καί Πραξαπόστολος - ἀπαιτοῦν ἕνα ἰδιαίτερον τρόπον ἀποδόσεως, ὁ ὁποῖος δέν εἶναι οὔτε ἡ κοσμική ἀνάγνωσις, ἀλλά οὔτε τό πλῆρες ψάλσιμον. Εἶναι ἡ ἐμμελής ἀπαγγελία, ὁ λογαοιδικός τρόπος, ὁ ὁποῖος σημαίνει διάβασμα τῶν ἀναγνωσμάτων μέ ἁπλῆν καί λιτήν μελωδικότητα.

Τό εἶδος αὐτό τῆς ἐκφωνητικῆς ἀπαγγελίας ἀνέπτυξε καί ἰδίαν σημειογραφίαν, εἰς τούς προχριστιανικούς μέν χρόνους, ἀπό τοῦ 3ου π.Χ. αἰῶνος, τά λεγόμενα προσῳδιακά σημεῖα (τόνους, χρόνους, πνεύματα, πάθη, συνολικῶς 12), διά τήν ἀπόδοσιν, ἀκριβῶς, τοῦ «πάθους» τῆς ῾Ελληνικῆς γλώσσης καί διά «τάς ἀναγνώσεις τῶν ποιημάτων», εἰς τήν χριστιανικήν δέ λατρείαν, ἀπό τοῦ 4ου καί 5ου αἰῶνος, τήν ἐκφωνητικήν σημειογραφίαν (14 σημάδια). Ἡ σημειογραφία αὐτή καί ἡ παράλληλος ἐκφωνητική πρᾶξις ἔφθασαν εἰς πλήρη ἀνάπτυξιν τόν 8ον καί 9ον αἰῶνα καί εἰς τήν μεγίστην των ἀκμήν τόν 11ον καί 12ον ἕως καί τόν 15ον αἰῶνα. Διά τήν ὁμοιογένειαν καί τήν σταθερότητα τῆς ἐκφωνητικῆς πράξεως ὅλαι αἱ βιβλικαί περικοπαί παρεσημάνθησαν καί παρεδόθησαν εἰς ἑκατοντάδας λαμπρῶν βυζαντινῶν χειρογράφων, τά ὁποῖα κοσμοῦν τάς βιβλιοθήκας πρωτίστως τῶν μοναστηρίων, ἀλλά καί τοῦ κόσμου ὅλου. Πρόκειται διά μίαν παρημελημένην πτυχήν τοῦ Ἑλληνικοῦ Μουσικοῦ Πολιτισμοῦ μιᾶς χιλιετίας!

῾Ο ἐκφωνητικός τρόπος ἀπαγγελίας σήμερον ἐφαρμόζεται εἰς τά Ἀποστολικά καί Εὐαγγελικά ἀναγνώσματα, δέν τηρεῖται ὅμως εἰς τάς προφητείας, αἱ ὁποῖαι ἀναγινώσκονται συνήθως εἰς τόν ῾Εσπερινόν. Καί αὐτό εἶναι ἕν σημεῖον, τό ὁποῖον πρέπει νά προσεχθῇ, ὥστε νά ἐπανέλθῃ καί ἐκεῖ ἡ παλαιά μέθοδος ἀποδόσεώς των.

Ἀναγνώσματα ἐκ τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης δέν εἶναι μόνον αἱ προφητεῖαι, ἀλλά καί ἄλλαι περικοπαί ἀπό μή προφητικά βιβλία, καί κατ᾿ ἐξοχήν ἀπό τό βιβλίον τῶν Ψαλμῶν. Οἱ Ψαλμοί κατά μέν τό ᾿Ενοριακόν Τυπικόν ἦσαν πάντοτε ψαλτοί, κατά δέ τό ἰσχῦον Μοναστηριακόν Τυπικόν εἶναι κυρίως ἀπαγγελτοί «χῦμα» καί μόνον ἕνας μικρός ἀριθμός, περί τούς εἴκοσιν, εἶναι ψαλτοί.

Ἀλληλένδετος μετά τοῦ βιβλικοῦ εἶναι καί ὁ εὐχητικός λόγος τῆς Λατρείας. Εἶναι ὁ κατ᾿ ἐξοχήν λόγος τῆς ἀναφορᾶς μας εἰς τόν Λόγον τοῦ Θεοῦ. Εἶναι τό ἕν μέρος τοῦ διαλόγου μας μετ᾿ Αὐτοῦ. Τό ἄλλον, ὡς προεδηλώθη εἰς τόν βιβλικόν λόγον, εἶναι ἡ ἀπόκρισις τοῦ Θεοῦ μέσῳ τῶν βιβλικῶν ἀναγνωσμάτων.

Ὁ εὐχητικός λόγος (εὐχαί καί δεήσεις) ἀναγινώσκεται καί αὐτός πάντοτε ἱεροπρεπῶς, εἰς ἐπήκοον καί «μέσῃ φωνῇ», δηλαδή δι᾿ ἐμμελοῦς προφορᾶς τῆς φωνῆς περί μίαν ἠχητικήν βάσιν, εἰς κάποιαν ἁρμονικήν περιοχήν τοῦ ἤχου τῶν ψαλλομένων ὕμνων, μακράν βεβαίως πάσης μουσικῆς ἐπιτηδεύσεως. Τό ἀκροτελεύτιον ὅμως μέρος τῶν εὐχῶν ἐκφωνεῖται, ὅπως καί αἱ Δεήσεις δι' ἐντονωτέρας μουσικῆς ἐμφάσεως. Τά Εἰρηνικά, τά Πληρωτικά, αἱ ᾿Εκτενεῖς καί αἱ ἄλλαι δεήσεις ἀνήκουν ἐπίσης εἰς τά ἐκφώνως ἀποδιδόμενα ἀναγνώσματα. Κατά τήν ἐκφοράν τούτων μερικοί ἀναγνῶσται ἤ ἱερεῖς παρασύρονται ἀπό τήν μουσικήν δεξιοτεχνίαν των καί μετατρέπουν τήν ἐμμελῆ ἀνάγνωσιν εἰς σύνθετον, στρυφνήν καί ἐξεζητημένην μελωδικήν γραμμήν, συναγωνιζομένην «κατ᾿ ἦχον» τά ψαλλόμενα μέλη. Μία τοιαύτη εἰκών εἶναι ἀπαράδεκτος εἰς τό πλαίσιον τῆς Θείας Λατρείας καί ἄσχετος πρός τόν ἐσχατολογικόν χαρακτῆρα τῶν ῾Ιερῶν Ἀκολουθιῶν.

Τέλος ὁ ὑμνητικός λόγος ἐπισφραγίζει καί «καλλύνει» τόν λατρευτικόν διάλογον. Εἶναι ὁ κατ᾿ ἐξοχήν ποιητικός λόγος τῆς Λατρείας μας. Οὗτος συνεπορεύθη πάντοτε μετά τοῦ ψαλμικοῦ ἑβραϊκοῦ ὑμνητικοῦ λόγου, χρησιμοποιήσας στίχους αὐτοῦ προψαλλομένους εἰς παντοῖα χριστιανικά τροπάρια. ῾Ο ὑμνητικός λόγος τῆς χριστιανικῆς λατρευτικῆς ποιήσεως ἀπετέλεσε τήν βάσιν, ἐπί τῆς ὁποίας διεμορφώθη ἡ Βυζαντινή Μουσική, ἡ ῾Ελληνική Ψαλτική Τέχνη.

Εἰς τάς δημοσίας λατρευτικάς συνάξεις οἱ πιστοί δέν συνεκφωνοῦν καί σήμερον δέν συμψάλλουν, ἀλλά ἐμπιστεύονται τάς δεήσεις καί τάς ἀναφοράς των πρός τόν Θεόν εἰς τήν «παπαδικήν χορείαν», δηλαδή εἰς τούς κληρικούς, οἱ ὁποῖοι ἀναγινώσκουν καί ἐκφωνοῦν, καί εἰς τούς ψάλτας, οἱ ὁποῖοι ψάλλουν, ἐπειδή τά ψαλλόμενα μέλη προϋποθέτουν ἀρτίαν μουσικολογικήν κατάρτισιν. Ὅπου ὅμως πρόκειται διά λιτά καί ἁπλᾶ μέλη, ἐκεῖ συνιστᾶται ἡ συμψαλμωδία.

Ἡ «καλλιφωνία» βεβαίως τῶν κληρικῶν εἶναι ἀπαραίτητος διά τήν ἐπίτευξιν ἁρμονίας εἰς τήν Θείαν Λατρείαν καί συναρμογῆς εἰς τήν ἐμμελῆ ἀπαγγελίαν τοῦ λειτουργικοῦ λόγου, στοιχεῖα ἀπαραίτητα διά τήν μετά τέρψεως καί μουσικῆς τερπνότητος ἐνστάλαξιν τῶν Θείων λόγων εἰς τάς καρδίας τῶν πιστῶν. Διά τούς λόγους αὐτούς ἐπιβάλλεται ἡ ἐναρμόνισις τῶν ἐκφωνήσεων τῶν κληρικῶν πρός τόν ἦχον τῶν ψαλλομένων.

᾿Εκ τῶν μέχρι τοῦδε ἀναπτυχθέντων καθίσταται φανερόν ὅτι ἡ ἐκφορά τῶν βιβλικῶν ἀναγνωσμάτων πρέπει νά γίνεται δι᾿ ἐμμελοῦς ἀπαγγελίας, ἡ ὁποία προβάλλει τήν ἀξίαν τοῦ Θείου λόγου, διασώζει τήν ἱεροπρέπειαν καί σοβαρότητα τῆς λατρείας καί ὑπηρετεῖ τόν πιστόν καί ψυχοπαιδαγωγικόν τρόπον.

Διά νά ἐπιτύχῃ ὅμως αὕτη τά προσδοκώμενα ἀποτελέσματα, πρέπει νά προηγῆται φιλολογική καί θεολογική μελέτη τῶν ἀναγνωσμάτων ἀπό τόν «μέλλοντα ἀπαγγέλλειν» ταῦτα. ῾Η διά τῆς ἀνωτέρω μελέτης ἐπιτυγχανομένη κατανόησις τῶν κειμένων ἀποτρέπει τήν παρανόησιν καί τόν παράταιρον τονισμόν τῶν νοημάτων κατά τήν ἔκφωνον ἀπαγγελίαν, ἡ δέ θεολογική των προσέγγισις ἐπισημαίνει τάς λέξεις, αἱ ὁποῖαι πρέπει νά χρωματισθοῦν καταλλήλως κατά τήν ἐκφοράν των, ὥστε νά ἀποδοθοῦν κατά τρόπον ὀρθόν τά θεῖα διδάγματα. Τήν ἀνάγκην μιᾶς τοιαύτης προετοιμασίας ἐπιβάλλει καί ἡ παρατηρουμένη γλωσσική καί γραμματολογική πενία τῶν νεωτέρων γενεῶν. Ἐπιβάλλεται δηλαδή οἱ Ἀναγνῶσται νά προαναγινώσκουν τά Ἱερά Κείμενα.

Βασικαί ἀρεταί κάθε ὀρθῆς ἀναγνώσεως εἶναι ἡ εὐκρίνεια, ἡ ὀρθή προφορά τῶν φωνητικῶν ἰδιοτυπιῶν τῆς γλώσσης μας καί ἡ ἐπιμελημένη ἐκφορά τῶν τονισμῶν καί τῶν ἐγκλιτικῶν τόνων. Εὐτυχῶς ἡ παράδοσις διαφυλάττει, ἀλλά καί διδάσκει τά πρέποντα, τά ὁποῖα οἱ νεώτεροι πρέπει νά διδαχθοῦν θητεύοντες παρά τούς «ἐνευδοκιμήσαντας ἐκ τῶν γηραιοτέρων» εἰς τήν ἐκφωνητικήν ἀπαγγελίαν.

Τέλος, ἐπειδή ὁ λόγος τῆς Λατρείας εἶναι λόγος ἔντεχνος, εὔρυθμος καί εὐάρμοστος, δηλαδή ἀληθής λογοτεχνία καί μάλιστα εἰς τήν κορύφωσίν της, μέλημα τοῦ κάθε ἀναγνώστου εἶναι νά ἀποκαλύπτῃ τάς ἀρετάς αὐτάς τῶν λειτουργικῶν κειμένων, ὥστε νά ἀναγινώσκῃ αὐτά «μέσῃ φωνῇ», νά προσέχῃ ἰδιαιτέρως τούς συμμέτρους λεκτικούς τονισμούς χρωματίζων τόν «ἐμπεριέχοντα νοῦν», διά τῶν παραδεδομένων ἐκφωνητικῶν μορφωμάτων. ᾿Ελαφραί ἀλλαγαί ἀπό τήν ἀρχικήν ἁπλῆν μουσικήν γραμμήν θά ἠδύναντο νά γίνωνται ἀνεκταί εἴς τινα σημεῖα τῆς περικοπῆς πρός ποικιλίαν τῆς φωνητικῆς μονοτονίας, χωρίς ὅμως νά μετατρέπουν τήν ἐμμελῆ ἀνάγνωσιν εἰς ψάλσιμον. Τοιαῦται παραλλαγαί θά ἠδύναντο νά θεωρηθοῦν ὡς εὔλογοι πρός ἀπόδοσιν ἐρωτηματικοῦ ἤ διά τόν τονισμόν ἀξιοχρέως μιᾶς λέξεως ἤ φράσεως τοῦ κειμένου πρός πληρεστέραν κατανόησίν της. Εἰς ὅλας τάς ἄλλας περιπτώσεις πρέπει νά ἀποκλεισθοῦν.

Ἐν κατακλεῖδι, ὀφείλομεν νά τονίσωμεν ὅτι ὁ βιβλικός, εὐχητικός καί ὑμνητικός λατρευτικός λόγος εἶναι ἡ συστατική τριάς τῆς Ἑλληνικῆς Ὀρθοδόξου Λατρείας. Αὐτός καί τό συνεκπορευόμενον μετ᾿ αὐτοῦ μέλος ἐπιβάλλουν ἦθος καί ὕφος τελετουργικόν· δηλαδή ὅ,τι ἀναγινώσκεται, πρέπει νά ἀναγινώσκεται καί ὅ,τι ψάλλεται, πρέπει νά ψάλλεται, ὅπως ἡ παράδοσις καί ἡ Ἐκφωνητική Σημειογραφία τά ἐκληροδότησαν καί ἡ πρᾶξις καί ἡ Ψαλτική Τέχνη τά ὁριοθέτησαν.

Πιστεύομεν, ὅτι ἡ τήρησις τῶν ἀνωτέρω, θά συντελέσῃ εἰς τήν ἑδραίωσιν τῆς λειτουργικῆς εὐταξίας καί ἑνότητος, ἀλλά καί εἰς τήν γενικωτέραν καλλιέργειαν τῆς λειτουργικῆς ἀγωγῆς τῆς "παπαδικῆς χορείας" καί τοῦ λαοῦ, ἥτις ἀποτελεῖ τόν κύριον στόχον τῆς ἐπιδιωκομένης λειτουργικῆς ἀνανεώσεως.


† Ὁ Ἀθηνῶν Χ Ρ Ι Σ Τ Ο Δ Ο Υ Λ Ο Σ, Πρόεδρος.
† Ὁ Διδυμοτείχου καί Ὀρεστιάδος Νικηφόρος.
† Ὁ Μυτιλήνης, Ἐρεσσοῦ καί Πλωμαρίου Ἰάκωβος.
† Ὁ Λήμνου καί Ἁγίου Εὐστρατίου Ἱερόθεος.
† Ὁ Γουμενίσσης, Ἀξιουπόλεως καί Πολυκάστρου Δημήτριος.
† Ὁ Βεροίας καί Ναούσης Παντελεήμων.
† Ὁ Δρυϊνουπόλεως, Πωγωνιανῆς καί Κονίτσης Ἀνδρέας.
† Ὁ Γυθείου καί Οἰτύλου Χρυσόστομος.
† Ὁ Δημητριάδος καί Ἁλμυροῦ Ἰγνάτιος.
† Ὁ Κυθήρων Κύριλλος.
† Ὁ Θεσσαλιώτιδος καί Φαναριοφερσάλων Θεόκλητος.
† Ὁ Καισαριανῆς, Βύρωνος καί Ὑμηττοῦ Δανιήλ.
† Ὁ Ὕδρας, Σπετσῶν καί Αἰγίνης Ἐφραίμ.



Ὁ Ἀρχιγραμματεύς

 

† Ἀρχιμ. Χρυσόστομος Σκλήφας