Επιλέξτε τη γλώσσα σας

(Για να διαβάσετε το κείμενο σε μορφή PDF, επιλέξτε εδώ)


Ἀριθμ. Πρωτ. 3173
Διεκπ. 1857
Ἀθήνῃσι 4ῃ Σεπτεμβρίου 2015

Πρός
Τήν Ἱεράν Ἀρχιεπισκοπήν Ἀθηνῶν καί
Τάς Ἱεράς Μητροπόλεις τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος


Ἐκ Συνοδικῆς Ἀποφάσεως, ληφθείσης ἐν τῇ Συνεδρίᾳ τῆς Διαρκοῦς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς 26ης μηνός Αὐγούστου ἐ.ἔ., καί ἐξ ἀφορμῆς τῆς ἀποστολῆς ἐρωτηματολογίων εἰς τάς Ἱερᾶς Μητροπόλεις ὑπό τῶν κατά τόπους Ἐφορειῶν Ἀρχαιοτήτων, κατ’ ἐντολήν τῆς Γενικῆς Διευθύνσεως Ἀρχαιοτήτων καί Πολιτιστικῆς Κληρονομιᾶς τοῦ Ὑπουργείου Πολιτισμοῦ, Παιδείας καί Θρησκευμάτων, πρός τόν σκοπόν καταγραφῆς τῶν μή δημοσίων ἐκκλησιαστικῶν μουσείων, τά ὁποῖα ἱδρύονται κατά τόν ν. 590/1977 διά Κανονισμοῦ τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἱεραρχίας καί δέν εἶναι ἀναγνωρισμένα κατά τόν Ν. 3082/2002, γνωρίζομεν ὑμῖν, τά κάτωθι:
Ἡ ἵδρυσις ἐκκλησιαστικῶν μουσείων ἐξακολουθεῖ καί κατόπιν τῆς ἐνάρξεως ἰσχύος τοῦ («ἀρχαιολογικοῦ») Νόμου 3028/2002 νά γίνεται βάσει παλαιοτέρας καί εἰδικοτέρας διατάξεως τοῦ ἄρθρου 45 παρ. 5 τοῦ ν. 590/ 1977 διά Κανονισμοῦ τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἱεραρχίας καί μάλιστα κατά τόν Νόμον 4235/2014 (ἄρθρον 68 παρ. 1 ὑποπαρ. 4) ἀνεγνωρίσθησαν ὡς νομικά πρόσωπα ἰδιωτικοῦ δικαίου. Κατά τόν Νόμον 3028/2002 (ἄρθρον 45 παρ. 5), προβλέπεται ὅτι τά μή δημόσια μουσεῖα (ἄλλων νομικῶν προσώπων, πλήν τῶν μουσείων τοῦ Δημοσίου) ἱδρύονται δι’ Ὑπουργικῆς Ἀποφάσεως (Ὑπουργοῦ Πολιτισμοῦ), ἔχουν τήν ὑποχρέωσιν καταχωρίσεως τῶν ἀντικειμένων αὐτῶν εἰς τό Ἐθνικόν Ἀρχεῖον Μνημείων, ὑποχρεοῦνται κατ' ἔτος νά ἐνημερώνουν τήν κατά τόπον ἁρμοδίαν Ἐφορείαν διά πᾶσαν μεταβολήν τῆς καταστάσεως τῶν ἀντικειμένων αὐτῶν καί ἡ λειτουργία των τελεῖ κατά τήν παράγραφον 13 τοῦ ἄρθρου 45 τοῦ Ν. 3028/2002 ὑπό τήν διοικητικήν ἐποπτείαν τοῦ Ὑπουργοῦ Πολιτισμοῦ.

Εἰς τήν περίπτωσιν τῶν ἐκκλησιαστικῶν μουσείων, τά ὁποῖα ὑπόκεινται εἰς διαφορετικόν καθεστώς ἱδρύσεως καί λειτουργίας κατά τόν Ν. 590/1977 δέν προβλέπεται ἄσκησις οἱασδήποτε διοικητικῆς ἐποπτείας ὑπό τοῦ Ὑπουργοῦ Πολιτισμοῦ. Ὡς γνωστόν, ἡ διοικητική ἐποπτεία δέον ὅπως προβλέπεται ὑπό εἰδικῆς διατάξεως νόμου καί δέν τεκμαίρεται. Οὐδεμία διάταξις τοῦ Ν. 590/1977 ἤ τοῦ Ν. 3028/2002 ἤ ἄλλου νομοθετήματος ἔχει θεσπίσει διοικητικήν ἐποπτείαν τοῦ Ὑπουργοῦ Πολιτισμοῦ, Παιδείας καί Θρησκευμάτων ἐπί τῶν κατά τό ἄρθρον 45 παρ. 5 τοῦ Ν. 590/1977 ἱδρυόμενων ἐκκλησιαστικῶν μουσείων.

Συνεπῶς, τό αἴτημα καταγραφῆς δύναται νά δικαιολογηθῇ μόνον ὑπό τό πρίσμα τῆς διατάξεως τοῦ εἰσέτι ἰσχύοντος Ὀργανισμοῦ τοῦ (πρώην) Ὑπουργείου Πολιτισμοῦ καί Ἀθλητισμοῦ (Π.Δ. 104/2014, ΦΕΚ Α΄ 171/ 28.8.2014), εἰς τό ἄρθρον 13 παρ. 3 περ. ββ τοῦ ὁποίου προβλέπεται, ὅτι τό Τμῆμα Ἀρχαιολογικῶν Μουσείων καί Συλλογῶν τῆς Διευθύνσεως Μουσείων εἶναι ἁρμόδιον διά: «ββ) Την επιστημονική εποπτεία των Εκκλησιαστικών Μουσείων, σε συνεργασία με τις συναρμόδιες Υπηρεσίες της Γενικής Διεύθυνσης Αρχαιοτήτων και Πολιτιστικής Κληρονομιάς».
Ἑπομένως, δέν εἶναι παράνομος ἡ συμπλήρωσις τοῦ ἐντύπου καταγραφῆς διά τά ἐκκλησιαστικά μουσεῖα, δέον ὅμως νά εἶναι ἀπολύτως σαφές ὅτι τό Τμῆμα Ἀρχαιολογικῶν Μουσείων καί Συλλογῶν τῆς Διευθύνσεως Μουσείων εἶναι ἁρμόδιον μόνον διά τήν «ἐπιστημονικήν ἐποπτείαν» ἐπί τῶν ἐκκλησιαστικῶν μουσείων, χωρίς νά εἶναι ἁρμόδιον καί διά νά παρέχῃ οἱασδήποτε ὑποδείξεις διά τήν διοίκησιν, ὀργάνωσιν, λειτουργίαν τῶν ἐκκλησιαστικῶν μουσείων, πολλῷ δέ μᾶλλον, διά τήν ἀφαίρεσιν ἀντικειμένων ἐκ τῶν ἐκθέσεων τῶν ἐκκλησιαστικῶν μουσείων δι’ οἱονδήποτε σκοπόν.
Εἰς τό πλαίσιον τῆς ἀνωτέρω παρατηρήσεως, ὑπενθυμίζεται ὅτι κατ' ἐξαίρεσιν τοῦ γενικοῦ κανόνος τοῦ ἄρθρου 21 παρ. 1 τοῦ ν. 3028/2002 κατά τόν ὁποῖον : «Τα αρχαία κινητά μνημεία που χρονολογούνται έως και το 1453 ανήκουν στο Δημόσιο κατά κυριότητα και νομή …», ἰσχύει ἡ διάταξις τοῦ ἄρθρου 73 παρ. 1 τοῦ ν. 3028/2002, κατά τήν ὁποίαν: «1. Τα υπάρχοντα κατά την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού δικαιώματα κυριότητας των εκκλησιαστικών νομικών προσώπων της Εκκλησίας της Ελλάδας, της Εκκλησίας της Κρήτης, των Μητροπόλεων της Δωδεκανήσου, του Οικουμενικού Πατριαρχείου της Κωνσταντινουπόλεως, των Πατριαρχείων Αλεξανδρείας, Αντιοχείας και Ιεροσολύμων, της Ιερής Μονής του Σινά, των Ιερών Μονών του Αγίου Όρους, των Ιερών Μονών της Αγίας Αναστασίας της Φαρμακολύτριας στη Χαλκιδική, των Βλατάδων στη Θεσσαλονίκη και του Ευαγγελι-στή Ιωάννη του Θεολόγου στην Πάτμο, άλλων νομικών προσώπων η άλλων ενώσεων προσώπων που εκπροσωπούν θρησκείες ή δόγματα, σε αρχαία μνημεία θρησκευτικού χαρακτήρα, ακόμη και αν χρονολογούνται μέχρι και το 1453, διατηρούνται».

Συνεπῶς, τό αἴτημα συμπληρώσεως τοῦ ἐντύπου καταγραφῆς διά τά ἐκκλησιαστικά μουσεῖα, τό ὁποῖον ἐκφέρεται ὑπό τοῦ Τμήματος Ἀρχαιολογικῶν Μουσείων καί Συλλογῶν τῆς Διευθύνσεως Μουσείων, δικαιολογεῖται εἰς τό πλαίσιον τῆς ἐπιστημονικῆς ἐποπτείας τοῦ Τμήματος αὐτοῦ ἐπί τῶν ἐκκλησιαστικῶν μουσείων, εἰς οὐδεμίαν περίπτωσιν ὅμως δύναται νά ὁδηγήσῃ εἰς οἱουδήποτε περιεχομένου διοικητικήν ἐποπτείαν τοῦ Δημοσίου ἐπί διοικητικῶν ἤ διαχειριστικῶν ἤ ἐν γένει λειτουργικῶν ζητημάτων τῶν ἐκκλησιαστικῶν μουσείων, οὔτε εἰς ἀφαίρεσιν τῆς κατοχῆς τῶν ἀντικειμένων τῶν ἐν λόγῳ ἐκκλησιαστικῶν μουσείων.


Ἐντολῇ τῆς Ἱερᾶς Συνόδου

 

Ὁ Ἀρχιγραμματεύς




† Ὁ Μεθώνης Κλήμης