Πρωτ. 967
Διεκπ. 534
Ἀθήνησι 12ῃ Μαρτίου 2021
Συνοδικῇ Ἀποφάσει, ληφθείσῃ ἐν τῇ Συνεδρίᾳ τῆς Διαρκοῦς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς 3ης Μαρτίου 2021, κοινοποιοῦμεν ὑμῖν ὅτι διά τῆς ἀποφάσεως τῆς 11ης.2.2021 τοῦ Δικαστηρίου τῆς Εὐρωπαϊκῆς Ἑνώσεως (Δ.Ε.Ε.) ἐπί προδικαστικοῦ ἐρωτήματος (ὑπόθεσις C760/18), τό ὁποῖον ἀπέστειλε τό Μονομελές Πρωτοδικεῖον Λασιθίου, ἤτοι ἐάν κωλύῃ ἡ ἀπαγόρευσις τοῦ ἑλληνικοῦ Συντάγματος (ἄρθρον 103 παρ. 8) τήν ἀναγνώρισιν τῶν καθ' ὑπέρβασιν τῶν ὁρίων τῆς Ὁδηγίας 1999/70/ΕΚ ἀνανεουμένων συμβάσεων ἰδιωτικοῦ δικαίου ὡρισμένου χρόνου (Ι.Δ.Ο.Χ.) ὡς ἑνιαίων συμβάσεων ἀορίστου χρόνου, τό Δ.Ε.Ε. ἔκρινεν ὅτι ἐν ὄψει τῆς ὑπερνομοθετικῆς ἰσχύος τοῦ ἑνωσιακοῦ δικαίου καί εἰδικῶς τῆς Ὁδηγίας 1999/70/ΕΚ δέν πρέπει νά λαμβάνηται ὑπ' ὄψιν ὡς κώλυμα διά τόν Ἕλληνα δικαστήν ἡ ἀντίθετος ρύθμισις τοῦ ἑλληνικοῦ Συντάγματος (ἄρθρον 103 παρ. 8), ἡ ὁποία ἀφορᾷ εἰς τό Δημόσιον καί τόν εὐρύτερον δημόσιον τομέα.
Ἡ παράγραφος 8 τοῦ ἄρθρου 103 τοῦ Συντάγματος (ἀναθεώρησις 2001) εἰσήγαγεν ἀπαγόρευσιν μονιμοποιήσεως τῶν «συμβασιούχων» καί ἀναγνωρίσεως τῶν συμβάσεων ὡρισμένου χρόνου ὡς συμβάσεων ἀορίστου χρόνου εἰς τό Δημόσιον καί τά νομικά πρόσωπα τοῦ εὐρυτέρου δημοσίου τομέως. Τά ἑλληνικά δικαστήρια ἐδέχθησαν ὅτι κατά συνταγματικήν ἀνοχήν (ΣτΕ 1257/2006) μετατροπαί συμβάσεων ὡρισμένου χρόνου εἰς ἀορίστου χρόνου ἠδύναντο νά γίνουν δι’ ὅσους ὑπαλλήλους ἰδιωτικοῦ δικαίου ὡρισμένου χρόνου (Ι.Δ.Ο.Χ.) εἶχαν συμπληρώσει, μέσῳ διαδοχικῶν συμβάσεων, 24 μῆνας ἐργασίας εἰς τόν αὐτόν φορέα ἄχρι ἐνάρξεως ἰσχύος τοῦ π.δ. 164/2004 (ἤτοι τήν 19ην Ἰουλίου 2004).
Τό π.δ. 164/2004 ἐνεσωμάτωσε τήν εὐρωπαϊκήν Ὁδηγίαν 1999/70/ΕΚ εἰδικῶς διά τόν δημόσιον τομέα καί ἐπέτρεψε τήν μετατροπήν τῶν ἀνωτέρω (ἄχρι τῆς 19ης.7.2004) συμβάσεων εἰς ἀορίστου χρόνου, ἀπηγόρευσεν ὅμως διά τό μέλλον τήν σύναψιν διαδοχικῶν συμβάσεων: α) ἐάν δέν μεσολαβῇ μεταξύ των διάστημα μικρότερον τῶν 3 μηνῶν, β) ἐάν ὑπερβαίνουν τάς 3 κατά σειράν διαδοχικάς συμβάσεις, γ) ἐάν ἔχουν συνολικήν διάρκειαν ἀνωτέραν τῶν 24 μηνῶν.
Ἐξ ἄλλου ὁ Κανονισμός τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ὑπ' ἀριθ. 169/2006 (ΦΕΚ Α΄ 12/3.2.2006) ἐπεξέτεινε καί ἐπί τῶν ἐργαζομένων Ι.Δ.Ο.Χ. τῶν ἐκκλησιαστικῶν Ν.Π.Δ.Δ. τάς διατάξεις τοῦ π.δ. 164/2004, ὁπότε ἐπέτρεψε νά ἀναγνωρισθοῦν ὡς συμβάσεις ἀορίστου χρόνου αἱ (ἕως τῆς 19ης.7.2004) διαδοχικαί συμβάσεις (συνολικῆς διαρκείας 24 μηνῶν) προσωπικοῦ εἰς τό αὐτό ἐκκλησιαστικόν νομικόν πρόσωπον δημοσίου δικαίου.
Ἐν σχέσει πρός τήν ἑρμηνείαν τῆς ὡς ἄνω Ὁδηγίας καί τήν ὑπεροχήν ἤ ὄχι τοῦ ἑλληνικοῦ Συντάγματος, τό Δ.Ε.Ε. ἐξέδωσε (τήν 11ην.2.2021) τήν κρίσιμον ἀπόφασίν του καί ἔκρινε (σημεῖον 2 τοῦ διατακτικοῦ της) ὅτι «όταν έχει σημειωθεί καταχρηστική χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου..., η υποχρέωση του αιτούντος δικαστηρίου να ερμηνεύσει και να εφαρμόσει, κατά το μέτρο του δυνατού, όλες τις κρίσιμες διατάξεις του εσωτερικού δικαίου ... περιλαμβάνει την εκτίμηση του ζητήματος αν οι διατάξεις προγενέστερης και εισέτι ισχύουσας εθνικής ρύθμισης που επιτρέπει τη μετατροπή διαδοχικών συμβάσεων ορισμένου χρόνου σε σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου μπορούν, ενδεχομένως, να εφαρμοστούν στο πλαίσιο της σύμφωνης αυτής ερμηνείας, μολονότι εθνικές διατάξεις συνταγματικής φύσης απαγορεύουν απολύτως τέτοια μετατροπή όσον αφορά τον δημόσιο τομέα».
Ἐπισημαίνεται ὅτι τό π.δ. 164/2004 θεωρεῖ ὡς καταχρηστικήν τήν σύναψιν διαδοχικῶν συμβάσεων ἐάν δέν δικαιολογῆται ἐκ τῆς φύσεως τῶν καθηκόντων τοῦ προσωπικοῦ κατ' ἐξαίρεσιν καί «από αντικειμενικούς λόγους» (π.χ. πρός ἐξυπηρέτησιν ὁμοειδῶν ἀναγκῶν, ἄρθρον 5 παρ. 2) καί ἐπιτρέπει τάς διαδοχικάς συμβάσεις εἰς περιπτώσεις εἰδικῶν κατηγοριῶν ἐργαζομένων (λ.χ. διευθυντικά στελέχη, ἐργαζόμενοι εἰς πλαίσιον συγκεκριμένου ἐρευνητικοῦ ἤ οἱουδήποτε ἐπιδοτουμένου ἤ χρηματοδοτουμένου προγράμματος, ἐργαζόμενοι διά τήν πραγματοποίησιν ἔργου σχετικοῦ πρός τήν ἐκπλήρωσιν ὑποχρεώσεων, αἱ ὁποῖαι ἀπορρέουν ἐκ συμβάσεων μέ διεθνεῖς ὀργανισμούς, ἄρθρον 6 παρ. 2), αἱ δέ διαδοχικαί συμβάσεις ἄνευ τῶν ἀνωτέρω προϋποθέσεων θεωροῦνται ὡς ἄκυροι. Κατά τήν περίπτωσιν ἀποχωρήσεως τοῦ ἐργαζομένου λόγῳ λήξεώς τους, ὁ ἐργαζόμενος δικαιοῦται τῆς ἀποζημιώσεως, ἡ ὁποία εἶναι καταβλητέα εἰς περίπτωσιν καταγγελίας συμβάσεως ἐργασίας ἰδιωτικοῦ δικαίου ἀορίστου χρόνου (ἄρθρον 7 παρ. 2).
Παρατηρεῖται ὅτι ἀπό τῆς ἐνάρξεως ἰσχύος τοῦ ἄρθρου 68 παρ. 1 ὑποπαρ. 3 τοῦ ν. 4235/2014 (ΦΕΚ Α΄ 32/11.2.2014) τά ἐκκλησιαστικά Ν.Π.Δ.Δ. καί Ν.Π.Ι.Δ. ὡς πρός τό προσωπικόν των ἔχουν ἐξαιρεθῆ ὑπό τοῦ δημοσίου τομέως.
Ὡστόσο, εἰς ἐκτέλεσιν τῆς αὐτῆς ὡς ἄνω εὐρωπαϊκῆς Ὁδηγίας ὁ νομοθέτης ἐξέδωσε τό π.δ. 81/2003 (ΦΕΚ Α΄ 77/2.4.2003) διά τόν ἰδιωτικόν τομέα, τό ὁποῖον εἰσήγαγε παρομοίους διατάξεις. Εἰδικώτερον ἀπαγορεύει τήν σύναψιν διαδοχικῶν συμβάσεων (ἀντί τῆς συνάψεως συμβάσεως ἀορίστου χρόνου ἐξ ἀρχῆς) ἄν δέν δικαιολογῶνται αἱ ἀνανεώσεις ἐξ ἀντικειμενικοῦ λόγου (ἄρθρον 5 παρ. 1 π.χ. «προσωρινή αναπλήρωση μισθωτού», «εκτέλεση εργασιών παροδικού χαρακτήρα, η προσωρινή σώρευση εργασίας», «βρίσκεται σε συνάρτηση με εκπαίδευση ή κατάρτιση, ή γίνεται με σκοπό τη διευκόλυνση μετάβασης του εργαζομένου σε συναφή απασχόληση», «γίνεται για την πραγματοποίηση συγκεκριμένου έργου ή προγράμματος ή συνδέεται με συγκεκριμένο γεγονός»).
Κατά τό π.δ. 81/2003 εἰς τόν ἰδιωτικόν τομέα ὡς ὅριον συνολικῆς διαρκείας τῶν διαδοχικῶν συμβάσεων (ὅσων δηλαδή συνάπτονται διαδοχικῶς καί δέν μεσολαβεῖ μεταξύ των χρονικόν διάστημα μεῖζον τῶν 45 ἡμερῶν) προβλέπεται ἡ τριετία, μετά τήν πάροδον τῆς ὁποίας τεκμαίρεται ὅτι ὁ ἐργαζόμενος καλύπτει παγίας καί διαρκεῖς ἀνάγκας καί ὅτι ὑποκρύπτεται ἑνιαία σύμβασις ἀορίστου χρόνου, ἐφ' ὅσον αἱ ἀνανεώσεις ὑπερβαίνουν τάς 3 (ἄρθρον 5 παρ. 3: «Σε περίπτωση μη συνδρομής αντικειμενικού λόγου, όπως αυτός ορίζεται στην παράγραφο 1 του παρόντος και εφόσον η χρονική διάρκεια των διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου υπερβαίνει συνολικά τα τρία (3) έτη, τεκμαίρεται ότι με αυτές επιδιώκεται η κάλυψη πάγιων και διαρκών αναγκών της επιχείρησης ή εκμετάλλευσης με συνέπεια τη μετατροπή αυτών σε συμβάσεις ή σχέσεις εργασίας αορίστου χρόνου. Αν στο χρονικό διάστημα των τριών (3) ετών ο αριθμός των ανανεώσεων, σύμφωνα με την παράγραφο 4 του παρόντος άρθρου, διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας υπερβαίνει τις τρεις (3), τεκμαίρεται ότι με αυτές επιδιώκεται η κάλυψη πάγιων και διαρκών αναγκών της επιχείρησης ή εκμετάλλευσης με συνέπεια τη μετατροπή των συμβάσεων αυτών σε συμβάσεις ή σχέσεις εργασίας αορίστου χρόνου»).
Κοινός τόπος εἶναι ὅτι τόσον εἰς τόν δημόσιον, ὅσον καί εἰς τόν ἰδιωτικόν τομέα ὑφίστανται ὅρια ἀνανεώσεων (24 μῆνες καί ἕως 3 ἀνανεώσεις ἤ 3 ἔτη καί ἕως 3 ἀνανεώσεις ἀντιστοίχως), ἡ ὑπέρβασις τῶν ὁποίων (ἐάν δέν συντρέχουν ἐξαιρετικοί λόγοι) συνέπεται ὅτι καλύπτονται πάγιαι καί διαρκεῖς ἀνάγκαι τοῦ ἐργοδότου. Τό Σύνταγμα (ἄρθρον 103 παρ. 8) εἰδικῶς διά τό Δημόσιον καί τόν εὐρύτερον δημόσιον τομέα ἀπαγορεύει τήν μετατροπήν ἤ ἀναγνώρισιν τῶν παρανόμων ἀνανεώσεων ὡς συμβάσεως ἀορίστου χρόνου. Ὡστόσο, καί ὡς πρός τόν στενόν καί εὐρύτερον δημόσιον τομέα ἡ ἀπό 11ης.2.2021 ἀπόφασις τοῦ Δ.Ε.Ε. (ἐν ὄψει τῆς ἀρχῆς τῆς ὑπεροχῆς τοῦ ἑνωσιακοῦ δικαίου ἔναντι τῶν ἐθνικῶν νομοθεσιῶν) ἐλαττώνει τήν ἰσχύν τῆς συνταγματικῆς ἀπαγορεύσεως τοῦ ἄρθρου 103 παρ. 8 ὡς ἀμυντικοῦ ἐπιχειρήματος τοῦ ἐργοδότου, εἰς περίπτωσιν ἀγωγῆς διά τήν ἀναγνώρισιν διαδοχικῶν συμβάσεων Ι.Δ.Ο.Χ. ὡς συμβάσεως ἰδιωτικοῦ δικαίου ἀορίστου χρόνου.
Ἐν κατακλεῖδι, ἐφιστᾶται ἡ προσοχή τῶν ἐκκλησιαστικῶν νομικῶν προσώπων δημοσίου καί ἰδιωτικοῦ δικαίου περί τήν συνδρομήν τῶν ἀνωτέρω νομοθετικῶν περιορισμῶν. Σημειοῦται ὅτι εἶναι δυνατόν, ἐάν συντρέχουν αἱ σχετικαί προϋποθέσεις, νά ὑποβληθῇ ἐκ μέρους τῶν ἐκκλησιαστικῶν νομικῶν προσώπων σχετική εἰσήγησις πρός τήν Δ.Ι.Σ. περί συστάσεως συγκεκριμένων θέσεων εἰς τόν ὀργανισμόν λειτουργίας των, εἴτε προσωποπαγῶν θέσεων ἰδιωτικοῦ δικαίου ἀορίστου χρόνου εἴτε μετακλητῶν ὑπαλλήλων (ὑπάλληλοι ἀορίστου χρόνου, οἱ ὁποῖοι παύονται ὁποτεδήποτε), ὥστε νά δύνωνται ὅσοι ἐκ τῶν ὑπαλλήλων ἐργάζονται ἐπί συμβάσει ὡρισμένου χρόνου νά ἀναγνωρισθοῦν ὡς ὑπάλληλοι ἀορίστου χρόνου καί νά τοποθετηθοῦν εἰς αὐτάς, ἐφ’ ὅσον καλύπτουν παγίας καί διαρκεῖς ἀνάγκας, εἴτε νά διορισθοῦν εἰς θέσεις μετακλητῶν ὑπαλλήλων.
Ἐντολῇ τῆς Ἱερᾶς Συνόδου
Ὁ Ἀρχιγραμματεύς
† Ὁ Ὠρεῶν Φιλόθεος