ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΔΙ’ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΟΥ ΤΑΧΥΔΡΟΜΕΙΟΥ
(Για να διαβάσετε το κείμενο σε μορφή PDF, επιλέξτε εδώ)
Πρωτ. 3659
Ἀριθ. Ἀθήνησι, τῇ 19ῃ Αὐγούστου 2024
Διεκπ. 1705
ΕΓΚΥΚΛΙΟΝ ΣΗΜΕΙΩΜΑ
Πρός
τήν Ἱεράν Ἀρχιεπισκοπήν Ἀθηνῶν καί
τάς Ἱεράς Μητροπόλεις τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος
Θέμα: «Κυριότητα ἐπί ἀκινήτων τῶν Ἱερῶν Ναῶν καί Ἐπισκοπείων κατά τόν ν. 2508/1920»
Μέ τό παρόν σᾶς γνωρίζουμε ὅτι μέ βάση τό ἄρθρο 67 (Ἱεροί Ναοί καί Ἐπισκοπεῖα τέως Ὀρθόδοξων Χριστιανικῶν Κοινοτήτων) τοῦ νόμου 5128/2024 (ΦΕΚ Α΄ 118/30.7.2024) προστέθηκε τό ἄρθρο 11Α στόν νόμο 2508/1920 (ΦΕΚ Α΄ 221), πού προβλέπει ὅτι:
«Άρθρο 11Α
Εκκλησιαστικά ακίνητα
τέως Ορθόδοξων Χριστιανικών Κοινοτήτων
«Από την κατάργηση των τέως Ορθόδοξων Χριστιανικών Κοινοτήτων της παρ. 1 του άρθρου 3, τα εκκλησιαστικά ακίνητα, όπου στεγάζονται Ιεροί Ναοί ή Επισκοπεία Ιερών Μητροπόλεων της Εκκλησίας της Ελλάδος και εμπίπτουν στις περ. β΄ και γ΄ της παρ. 1 του άρθρου 3, θεωρείται ότι περιήλθαν κατά πλήρη κυριότητα, νομή και κατοχή στις κατά τόπον οικείες Ιερές Μητροπόλεις ή Ενορίες ως οιονεί καθολικούς διαδόχους, ανάλογα με τον κατά περίπτωση προορισμό τους. Τα αναφερόμενα στο πρώτο εδάφιο ισχύουν, ανεξάρτητα από εάν τηρήθηκε η προδικασία του παρόντος, και από το αν στη συνέχεια περιλήφθηκαν σε κατάλογο με αναλυτική έκθεση πόρων και περιουσιακών στοιχείων, καθώς και σε απόφαση της επιτροπής του άρθρου 11 περί διαπίστωσης του χαρακτήρα τους ή σε απόφαση εξακρίβωσης και διανομής της επιτροπής των άρθρων 1 και 2 του από 25.2.1926 νομοθετικού διατάγματος (Α΄ 79). Ο νόμιμος εκπρόσωπος των ανωτέρω εκκλησιαστικών νομικών προσώπων υποχρεούται να προβεί σε σύνταξη έκθεσης απογραφής των ακινήτων, στην οποία περιγράφονται τα ακίνητα, καθώς και τα εμπράγματα δικαιώματα επ’ αυτών, η οποία περιβάλλεται τον συμβολαιογραφικό τύπο και μαζί με την περίληψη, σύμφωνα με το άρθρο 9 του β.δ. 533/1963 (Α΄ 147), καταχωρίζεται στα οικεία βιβλία μεταγραφών του αρμόδιου υποθηκοφυλακείου ή κτηματολογικού γραφείου. Ομοίως πραγματοποιούνται και οι απαιτούμενες κτηματολογικές εγγραφές. Οι ανωτέρω εκθέσεις απογραφής: α) έχουν αποδεικτικό και διαπιστωτικό χαρακτήρα και δεν αποτελούν συστατικές ή μεταβιβαστικές εμπραγμάτων δικαιωμάτων πράξεις, β) συντάσσονται και καταχωρίζονται σε υποθηκοφυλακεία και κτηματολογικά γραφεία χωρίς φόρους, εισφορές, αμοιβές, δικαιώματα και τέλη, όπως και οι δηλώσεις κτηματογραφούμενων δικαιωμάτων βάσει των εκθέσεων αυτών, και γ) δεν θίγουν τυχόν εμπράγματα δικαιώματα τρίτων».
Κατά τήν περίοδο τῆς ὀθωμανικῆς κυριαρχίας, οἱ Ὀρθόδοξες Χριστιανικές Κοινότητες κάθε περιοχῆς θεωροῦντο ὡς κάτοχοι τῶν ἀκινήτων πού ἦταν ἀφιερωμένα σέ σκοπούς γενικότερα ἐκκλησιαστικούς (π.χ. Ἐπισκοπεῖα) ἤ τοπικούς - ἐνοριακούς (π.χ. κάθε εἴδους Ναούς, κοιμητήρια, ἱερατικές σχολές), ἐκπαιδευτικούς (π.χ. σχολεῖα), εὐαγεῖς (π.χ. νοσοκομεῖα), ἐπειδή κατά τό ὀθωμανικό δίκαιο δέν ὑφίσταντο τά οἰκεῖα νομικά πρόσωπα ὡς ὑποκείμενα δικαιωμάτων καί ὑποχρεώσεων (π.χ. Ἐπισκοπές ἤ Ἐνορίες).
Μετά ἀπό τήν ἐνσωμάτωση τῶν Νέων Χωρῶν, ὁ νόμος 2508/ 1920 ἀντιμετώπισε τό ζήτημα τῆς κυριότητας ἐπί τῶν «ἐκκλησιαστικῶν», «ἐνοριακῶν», «σχολικῶν» περιουσιῶν καί τῶν περιουσιῶν «εὐαγῶν ἱδρυμάτων» πού κατεῖχαν οἱ Ὀρθόδοξες Χριστιανικές Κοινότητες κάθε περιοχῆς. Ὁ νόμος ἀνεγνώρισε ἀναδρομικῶς τήν κυριότητα τῶν ἐν λόγῳ Κοινοτήτων ἐπί τῶν ἀνωτέρω περιουσιῶν καί τίς κήρυξε καταργημένες ἀπό 1.4.1921 (πλήν Κρήτης καί Σάμου). Τό ἄρθρο 3 παρ. 1 περ. β΄ καί γ΄ τοῦ ν. 2508/1920 θέσπισε ὁρισμούς γιά τίς προαναφερθεῖσες κατηγορίες περιουσιῶν καί εἰδικότερα ὡς πρός ἐνοριακές καί ἐκκλησιαστικές, ὡς ἑξῆς:
«β΄) περιουσίαι ενοριακαί· τοιαύται χαρακτηρίζονται αι περιουσίαι των εν ενεργεία ιερών ναών, εφ’ όσον αι πρόσοδοι αυτών διετίθεντο τέως διά τας δαπάνας αυτών, ως και τα διά τας ανάγκας των ιερών ναών χρησιμοποιούμενα ακίνητα αυτών (κατοικίαι ιερέων κλπ.)»,
«γ΄) περιουσίαι εκκλησιαστικαί· τοιαύται χαρακτηρίζονται αι εκκλησιαστικαί περιουσίαι, ων αι πρόσοδοι διετίθεντο προς εξυπηρέτησιν γενικωτέρων εκκλησιαστικών σκοπών, ως και τα διά τοιούτους σκοπούς χρησιμοποιούμενα κοινοτικά και εκκλησιαστικά ακίνητα (οίον Μητροπολιτικά μέγαρα, ιερατικαί σχολαί κλπ.»).
Ὁ ν. 2508/1920 προέβλεψε στό ἄρθρο 5 ὅτι οἱ «ἐνοριακές» περιουσίες τοῦ ἄρθρου 3 παρ. 1 περ. β΄ περιέρχονται στίς Ἐνορίες καί οἱ «ἐκκλησιαστικές» περιουσίες τοῦ ἄρθρου 3 παρ. 1 περ. γ΄ περιέρχονταν στό ἤδη καταργηθέν Γενικό Ἐκκλησιαστικό Ταμεῖο (εἶχε συσταθεῖ μέ τόν ν. ΓΥΙΔ/1909, καταργήθηκε μέ τόν ν. 4684/1930, ἀντικαταστάθηκε ἀπό τόν ΟΔΕΠ πού καταργήθηκε καί αὐτός μέ τόν νόμο 1811/ 1988), πλήν τῶν περιοχῶν μέ μεικτό πληθυσμό (π.χ. Θεσσαλονίκη), στίς ὁποῖες θά συστήνονταν οἱ «Ἀνώτερες Ἐνοριακές Ἀντιπροσωπεῖες» τοῦ ἄρθρου 2 παρ. 1 τοῦ νόμου, οἱ ὁποῖες ἀποκτοῦσαν «ὑπό τήν δικαιοδοσίαν» τους ὅλους τούς Ναούς, κοιμητήρια καί ἐξωκκλήσια καί τά εὐαγῆ ἱδρύματα.
Κρίθηκε κατά πάγια νομολογία τοῦ Ἀρείου Πάγου (π.χ. ΑΠ 1291/2007) ὅτι γιά τήν κτήση κυριότητας σέ «ἐνοριακές» καί «ἐκκλησιαστικές» περιουσίες δέν ἀρκοῦσε κατά τόν ν. 2508/1920 ὅτι πρόκειται γιά ἀκίνητα ἐκκλησιαστικοῦ ἤ ἐνοριακοῦ προορισμοῦ καί χρήσεως κατά τήν ἔναρξη ἰσχύος τοῦ ν. 2508/1920 (Α΄ 221), διότι «η κτήση, όμως, αυτή της κυριότητας από τα πιο πάνω ιδρύματα και νομικά πρόσωπα δεν επερχόταν αμέσως από το νόμο, αλλά, όπως προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 3 παρ. 1 εδ. β΄ και 6, 11 παρ. 1, 14 παρ. 1, 15 παρ. 1, 16, 19 παρ. 1 και 2 και 21 παρ. 1 του νόμου αυτού, μετά την τήρηση των διατυπώσεων που αναφέρονται στο νόμο αυτό και την, μετά από τη νόμιμη συλλογή και εξακρίβωση των αναγκαίων στοιχείων, αναγνώρισή της με απόφαση των αρμοδίων κατά τη διάταξη του άρθρου 11 επιτροπών (ΟλΑΠ 1741/1980)».
Πράγματι ὁ νόμος 2508/1920 εἶχε προβλέψει στά ἄρθρα 11-16 ὁρισμένη διοικητική διαδικασία γιά τή διαπίστωση τῶν περιουσιῶν καί τήν σύσταση Ἐπιτροπῶν, πού θά ἐξέδιδαν πρακτικά διαπιστώσεως - ἐκκαθαρίσεως καί διανομῆς τῶν περιουσιῶν τοῦ ἄρθρου 3 παρ. 1. Ἐπειδή οἱ Ἐπιτροπές αὐτές δέν λειτούργησαν σέ πολλές περιοχές, τροποποιήθηκε ὁ ν. 2508/1920 (Α΄ 221) μέ τό ἄρθρο 1-2 τοῦ νομοθετικοῦ διατάγματος τῆς 25.2.1926 (Α΄ 79, πού κυρώθηκε μέ τόν ν. 4446/1929, Α΄ 350) καί προβλέφθηκε ἡ σύσταση νέων Ἐπιτροπῶν μέ καθῆκον νά ἐξακριβώσουν καί νά διανείμουν τίς περιουσίες τῶν τέως Ὀρθοδόξων Χριστιανικῶν Κοινοτήτων» (ΑΠ 1741/1980).
Καί πάλι ὅμως σέ διάφορες περιοχές τῶν Νέων Χωρῶν οὐδέποτε συντάχθηκαν κατά τήν δεκαετία τοῦ 1920 ἤ δέν σώζονται τά πρακτικά τέτοιων Ἐπιτροπῶν εἴτε παραλείφθηκαν τά ἐκκλησιαστικά καί ἐνοριακά ἀκίνητα τῶν Μητροπόλεων καί τῶν Ἐνοριῶν κατά τήν σύνταξη τῶν πρακτικῶν αὐτῶν.
Τό πρόβλημα τῆς μή ἐφαρμογῆς τῆς ἀνωτέρω διαδικασίας ἐξακολούθησε καί δέν ἐπιλύθηκε παρά τίς παρατάσεις (οὐσιαστικά ἀναβιώσεις) προθεσμιῶν καταγραφῆς καί διανομῆς περιουσιῶν στίς Νέες Χώρες δυνάμει τοῦ ἄρθρου δευτέρου του ν. 4446/1929 (Α΄ 350) καί τῶν ἄρθρων 1-7 τοῦ ἀ.ν. 951/1937 (Α΄ 469).
Ἀποτέλεσμα τῆς παραπάνω ἐλλείψεως πρακτικῶν τῶν ἀνωτέρω Ἐπιτροπῶν εἶναι ὅτι ἀκόμα καί ἐάν πρόκειται γιά ἀκίνητα, γιά τά ὁποῖα ἀποδεικνύεται πώς κατά τήν ἡμερομηνία ἐνάρξες ἰσχύος τοῦ ν. 2508/1920, πληροῦσαν τίς ἀναφερόμενες προϋποθέσεις τοῦ ἄρθρου 3 παρ. 1 περ. β΄ καί γ΄ τοῦ νόμου αὐτοῦ (ἐκκλησιαστική καί ἐνοριακή χρήση), ἡ οἰκεία Μητρόπολη ἤ Ἐνορία, ὄχι μόνον δέν ἀναγνωριζόταν ὡς κυρία, ἀλλά ἀδυνατοῦσε νά διεκδικήσει δικαστικῶς τήν κυριότητά της, ἐάν δέν παρουσίαζε στό δικαστήριο πρακτικό Ἐπιτροπῆς πού περιελάμβανε τό ἐκκλησιαστικό ἀκίνητο (εἴτε Ἐπιτροπῆς τοῦ ἄρθρου 11 τοῦ ν. 2508/1920 εἴτε Ἐπιτροπῆς τοῦ ἄρθρου 1 παρ. 1-2 τοῦ ν.δ. τῆς 25.2.1926). Ὡς ἐκ τούτου, ἡ παντελής ἔλλειψη πρακτικοῦ Ἐπιτροπῆς ἤ ἡ ἔλλειψη ἀναφορᾶς σέ ὑπάρχον πρακτικό Ἐπιτροπῆς δημιουργοῦσε ἀπόλυτο κώλυμα ἀποδείξεως κυριότητας ἤ/καί παροχῆς δικαστικῆς προστασίας.
Μολονότι οἱ παραπάνω διοικητικές προϋποθέσεις τῶν διατάξεων τοῦ ν. 2508/1920 ξεπεράσθηκαν ἀπό τίς νεώτερες διατάξεις τῶν ἄρθρων 88 τοῦ ἀ.ν. 2200/1940 (Α΄ 42), 7 τοῦ ν. 3800/1957 (Α΄ 256), 2 παρ. 2 περίπτωση ΙΓ΄ τοῦ ν. 4030/2011 (Α΄ 249), πού ἤδη ἀντικαταστάθηκε ἀπό τό παραπάνω ἄρθρο 32 παρ. 15 τοῦ ν. 4495/2017), 88 τοῦ ἀ.ν. 2200/1940 (Α΄42), 47 παρ. 3.β τοῦ ν. 590/1977 (Α΄ 146), 25 παρ. 1 ν. 4301/2014 (Α΄ 223), πού δέν τίς ἐπανέλαβαν ὡς ἰσχύουσες, ἐκδόθηκαν νεώτερες δικαστικές ἀποφάσεις πού, παρά τίς ὡς ἄνω νεώτερες νομοθετικές διατάξεις, ἐπικαλέσθηκαν γιά τίς Νέες Χώρες τήν προϋφιστάμενη νομολογία σχετικά μέ τήν ἑρμηνεία τοῦ ν. 2508/1920 καί τοῦ ν.δ. τῆς 25.2.1926, κρίνοντας ὅτι ἔπρεπε νά προσκομίζονται πρακτικά ἀναγνωρίσεως καί διανομῆς περιουσίας τῶν Ἐπιτροπῶν τῶν νομοθετημάτων αὐτῶν.
Μέ τίς νέες διατάξεις τοῦ ἄρθρου 67 τοῦ ν. 5128/2024:
Ἀναγνωρίζονται ἀναδρομικῶς οἱ Μητροπόλεις καί Ἐνορίες τῶν Νέων Χωρῶν ὡς ἰδιοκτῆτες (οἱονεί καθολικοί διάδοχοι) τῶν τέως Ὀρθόδοξων Χριστιανικῶν Κοινοτήτων ἀπό τήν ἡμερομηνία καταργήσεως τῶν τελευταίων (1.4.1921) γιά τά ἀκίνητα Ναῶν καί Ἐπισκοπείων.
Ἡ διάταξη τοῦ πρώτου ἐδαφίου δέν εἶναι πλήρως νέα, ἀλλά ἐπαναλαμβάνει μερικῶς τίς γενικότερες διατάξεις τοῦ ἄρθρου 47 παρ. 3.β τοῦ ν. 590/1977, ὅπως τροποποιήθηκε μέ τά ἄρθρα 68 παρ. 1 ὑποπαρ. 7.α τοῦ ν. 4235/2014 καί 51 παρ. 3 τοῦ ν. 4301/2014, πού προέβλεψαν τήν αὐτοδίκαιη διαδοχή στήν κυριότητα ὅλων τῶν ἐκκλησιαστικῶν ἀκινήτων τῶν Μητροπόλεων, Ἐνοριῶν, παλαιῶν Ἐπισκοπῶν ἤ τέως Ὀρθοδόξων Χριστιανικῶν Κοινοτήτων ἀπό τίς ὁποτεδήποτε συσταθεῖσες νέες Ἐνορίες ἤ Μητροπόλεις, οἱ ὁποῖες θεωρεῖται ὅτι διαδέχθηκαν μέ οἱονεί καθολική διαδοχή χωρίς ἄλλη πράξη ἤ συμβόλαιο ἤ ἀντάλλαγμα.
Καταργεῖται μέ τό δεύτερο ἐδάφιο ἡ ἀπαίτηση τῶν ἄρθρων 11-16 τοῦ ν. 2508/1920 καί τῶν ἄρθρων 1-2 τοῦ ν.δ. τῆς 25.2.1926 καί δέν χρειάζεται πρακτικό Ἐπιτροπῆς τῶν παραπάνω διατάξεων γιά νά δηλωθεῖ στό Ἑλληνικό Κτηματολόγιο ἤ νά διεκδικηθεῖ δικαστικῶς ἡ κυριότητα σέ ἀκίνητα, ἐπί τῶν ὁποίων ὑπάρχουν μή ἰδιωτικοί Ναοί καί Ἐπισκοπεῖα.
Οἱ νόμιμοι ἐκπρόσωποι τῶν ἰδιοκτητῶν νομικῶν προσώπων ὑποχρεοῦνται κατά τό τρίτο ἐδάφιο νά ἀπογράφουν τά παραπάνω ἀκίνητα μέ σύνταξη συμβολαιογραφικῆς ἐκθέσεως ἀπογραφῆς, πού συντάσσεται καί μεταγράφεται/καταχωρίζεται ἀτελῶς. Καί στό σημεῖο αὐτό ἡ διάταξη ἐπαναλαμβάνει τό ἄρθρο 47 παρ. 3.β τοῦ ν. 590/1977, ὅπως ἰσχύει.
Κατά τό τέταρτο ἐδάφιο, οἱ σχετικές δηλώσεις ἐμπραγμάτων δικαιωμάτων τῶν ἰδιοκτητῶν νομικῶν προσώπων ἐπί τῶν ἀνωτέρω ἀκινήτων κατά τήν φάση κτηματογραφήσεως στό Ἑλληνικό Κτηματολόγιο ὑποβάλλονται χωρίς καταβολή δικαιωμάτων γιά κάθε δήλωση. Στό σημεῖο αὐτό, ἡ διάταξη διαφοροποιεῖται ἀπό τό ἄρθρο 47 παρ. 3.β τοῦ ν. 590/1977 (Α΄ 146), ὅπως ἰσχύει, πού δέν ἀπάλλασσε ἀπό τό προβλεπόμενο τέλος τήν ὑποβαλλόμενη δήλωση ἐμπράγματου δικαιώματος στό Ἑλληνικό Κτηματολόγιο.
Μετά καί τήν ἀνωτέρω τροποποίηση τοῦ ἄρθρου 67 τοῦ ν. 5128/2024 ἐπιβεβαιώνεται ὅτι οἱ παραπάνω διατάξεις τοῦ ν. 2508/1920 δέν καταργοῦν νεώτερες καί γενικές διατάξεις ὅπως:
α) Τό ἄρθρο 88 τοῦ ἀ.ν. 2200/1940 (Α΄ 42), πού ὁρίζει ὅτι ἀστικά καί ἀγροτικά ἀκίνητα, πού διαχειρίζονταν ἐπί τουρκοκρατίας ἤ ἐνετοκρατίας οἱ Μητροπόλεις ἤ Μητροπολιτικοί Ναοί, ἀνήκουν στίς Μητροπόλεις καί ἐπιτρέπει τήν σύνταξη καί μεταγραφή (μή συμβολαιογραφικῆς) δηλώσεως Μητροπολίτη στό ἁρμόδιο ὑποθηκοφυλακεῖο ἐπ’ ὀνόματι τῆς Μητροπόλεως ὡς ἰδιοκτήτριας γιά τά ἀνωτέρω ἀκίνητα πού δέν ἔχουν νόμιμο τίτλο.
β) Τό ἄρθρο 7 τοῦ ν. 3800/1957 (Α΄ 256), πού ἀναγνωρίζει ἀναδρομικῶς τίς Ἐνορίες ὡς κυρίες τῶν κτημάτων τῶν Ἱερῶν Ναῶν τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, πού νέμονταν πρίν ἀπό τήν ἀπελευθέρωση κάθε περιοχῆς καί γιά τά ὁποῖα δέν φέρουν νόμιμο τίτλο, ἐπειδή κατά τό ὀθωμανικό δίκαιο δέν ὑφίσταντο ὡς νομικά πρόσωπα καί συντάσσεται σχετικῶς συμβολαιογραφική δήλωση. Κατά τίς νεώτερες διατάξεις τῶν ἄρθρων 32 παρ. 15 τοῦ ν. 4495/2017 (Α΄ 167) καί 25 παρ. 1 τοῦ ν. 4301/2014 (Α΄ 223), οἱ συμβολαιογραφικές δηλώσεις τοῦ ἄρθρου 7 τοῦ ν. 3800/1957 ὑπογράφονται ἀπό τόν νόμιμο ἐκπρόσωπο τῆς Ἐνορίας καί ἐπίσης ἐπιτρέπονται καί γιά ἀκίνητα Μονῶν.
γ) Τό ἄρθρο 62 παρ. 1 τοῦ ν. 590/1977 (Α΄ 146), πού προβλέπει τήν μεταβίβαση σέ Μητρόπολη ἤ Ἐνορία μέ συμβολαιογραφική δήλωση τῶν ἐκκλησιαστικῶν κτιρίων, πού προορίζονται γιά τήν ἐγκατάσταση γραφείων Μητροπόλεων ἤ Ἐνοριῶν ἤ γιά κατοικία Ἀρχιερέων ἤ Ἐφημερίων καί ἀνεγέρθηκαν ἤ ἀποκτήθηκαν μέσῳ εἰσφορῶν Μονῶν καί Ναῶν ἤ ἐράνων ἤ εἰδικῶν φορολογιῶν, φερόμενων ἐπ’ ὀνόματι φυσικῶν ἤ νομικῶν προσώπων διάφορων τοῦ Δημοσίου.
δ) Τό ἄρθρο 47 παρ. 3.β τοῦ ν. 590/1977 (Α΄ 146), ὅπως ἰσχύει, κατά τό ὁποῖο οἱ ὁποτεδήποτε συσταθεῖσες νέες Ἱερές Μητροπόλεις ἤ Ἐνορίες εἶναι καθολικοί διάδοχοι τῶν Μητροπόλεων, Ἐνοριῶν, παλαιῶν Ἐπισκοπῶν ἤ τέως ὀρθοδόξων χριστιανικῶν κοινοτήτων, ὡς πρός τά ἐκκλησιαστικά ἀκίνητα πού ὑπάγονται στήν ἐδαφική περιφέρεια τῶν νέων Μητροπόλεων ἤ Ἐνοριῶν. Ὁ Μητροπολίτης τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως ἤ ἡ Ἐνορία προβαίνουν σέ σύνταξη συμβολαιογραφικῆς ἐκθέσεως ἀπογραφῆς τῶν παραπάνω ἀκινήτων πού μεταγράφονται/καταχωρίζονται ἀτελῶς. Οἱ ἀνωτέρω ἐκθέσεις ἀπογραφῆς δέν ἀποτελοῦν μεταβιβαστικές ἐμπραγμάτων δικαιωμάτων πράξεις, συντάσσονται καί καταχωρίζονται χωρίς φόρους, εἰσφορές, ἀμοιβές, δικαιώματα καί τέλη. Καθολική διαδοχή συμβαίνει καί συντάσσεται ἔκθεση ἀπογραφῆς καί γιά ἐκκλησιατικά ἀκίνητα σέ περίπτωση διαλύσεως, συγχωνεύσεως ἤ ἀνασυστάσεως Ἱερῶν Μονῶν ἤ συστάσεως μετοχίου ἀπό διαλελυμένες ἤ ἐρημωθεῖσες Ἱερές Μονές ἤ προσαρτήσεως Ἱερῶν Ναῶν σέ ἐκκλησιαστικά νομικά πρόσωπα δημοσίου ἤ ἰδιωτικοῦ δικαίου τοῦ ἄρθρου 1 παρ. 4 τοῦ ν. 590/1977 ἤ μετατροπῆς Ἱεροῦ Ναοῦ σέ Ἱερά Μονή, ὁπότε καί συντάσσεται ἀπό τόν ἐπιχώριο Μητροπολίτη ἔκθεση ἀπογραφῆς τῆς ἀκίνητης περιουσίας καί μεταγράφεται κατά τά ἀνωτέρω.
ε) Τό ἄρθρο 25 παρ. 1 τοῦ ν. 4301/2014 (Α΄ 223), πού θέσπισε τή διαπιστωτική πράξη τῆς Διαρκοῦς Ἱερᾶς Συνόδου ὡς ἀποδεικτικό μέσο τοῦ χρόνου ἱδρύσεως Ἐνοριῶν καί Μονῶν, οἱ ὁποῖες ἱδρύθηκαν πρίν ἀπό τήν ἔναρξη ἰσχύος τοῦ ν. 590/1977 χωρίς νά ἔχει δημοσιευθεῖ διάταγμα ἱδρυτικό ἤ ἐγκριτικό τῆς ἱδρυτικῆς πράξεως στήν Ἐφημερίδα τῆς Κυβερνήσεως. Καί στά ἀκίνητα αὐτά ἀδιακρίτως, ἐφ’ ὅσον ἀνήκουν σέ Μονές καί Ἐνορίες ἱδρυθεῖσες πρό τῆς 31.5.1977, ἐφαρμόζονται τά ἄρθρα 88 τοῦ ἀ.ν. 2200/1940 (Α΄42), 47 παρ. 3.β τοῦ ν. 590/1977 (Α΄ 146), 7 τοῦ ν. 3800/1957 (Α΄256), 2 παρ. 2 περ. ΙΓ΄ τοῦ ν. 4030/2011 (Α΄ 249) (= ἤδη ἀντικαταστάθηκε ἀπό τό ἄρθρο 32 παρ. 15 τοῦ ν. 4495/2017, Α΄ 167).
Συνεπῶς, ὡς πρός τίς Ἱερές Μητροπόλεις καί Ἐνορίες Μητροπόλεων τῶν Νέων Χωρῶν, ἡ νέα ρύθμιση ἐπιβεβαιώνει ὅτι καταργεῖται ἡ ἄχρι τοῦδε νομολογία περί τήν ἀπόδειξη τῆς κυριότητας (ὅτι πρέπει νά παρουσιάσουν πρακτικά Ἐπιτροπῶν τοῦ ν. 2508/1920 ἤ τοῦ ν.δ. τῆς 25.2.1926 πρός ἀπόδειξη τῆς κυριότητάς τους), συνεχίζουν νά ἰσχύουν οἱ νεώτερες τοῦ ν. 2508/1920 διατάξεις (ἄρθρα 88 τοῦ ἀ.ν. 2200/ 1940 (Α΄ 42), 47 παρ. 3.β τοῦ ν. 590/1977 (Α΄ 146), 7 τοῦ ν. 3800/1957 (Α΄ 256), 2 παρ. 2 περ. ΙΓ΄ τοῦ ν. 4030/2011 (Α΄ 249), πού ἤδη ἀντικαταστάθηκε ἀπό τό ἄρθρο 32 παρ. 15 τοῦ ν. 4495/2017, Α΄ 167), ἐνῶ οἱ νόμιμοι ἐκπρόσωποι τῶν Ἱερῶν Μητροπόλεων καί Ἐνοριῶν, πού νέμονταν κατά τήν ἔναρξη ἰσχύος τοῦ ν. 2508/1920 ὑφιστάμενα τότε Ἐπισκοπεῖα καί Ἱερούς Ναούς, ὑποχρεοῦνται κατά τήν ρητή διάταξη τοῦ τρίτου ἐδαφίου τοῦ ἄρθρου 11Α τοῦ ν. 2508/1920 νά συντάξουν συμβολαιογραφική ἔκθεση ἀπογραφῆς τῶν ἀκινήτων τῶν Ναῶν τους καί νά ὑποβάλουν δηλώσεις κυριότητας τῶν Ἱερῶν Μητροπόλεων καί Ἐνοριῶν στό Ἑλληνικό Κτηματολόγιο.
Ἐντολῇ καί Ἐξουσιοδοτήσει τῆς Ἱερᾶς Συνόδου
Ὁ Ἀρχιγραμματεύς
Ἀρχιμ. Ἰωάννης Καραμούζης