Επιλέξτε τη γλώσσα σας

(Για να διαβάσετε το κείμενο σε μορφή PDF, επιλέξτε εδώ)

 

ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΜΕ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΟ ΤΑΧΥΔΡΟΜΕΙΟ

 

Ἀριθ. Πρωτ. 3563
Ἀριθ. Διεκπ. 2327

Ἀθήνησι, τῇ 16ῃ Ὀκτωβρίου 2025

 

 

Πρός:   τήν Ἱεράν Ἀρχιεπισκοπήν Ἀθηνῶν

            καί τάς Ἱεράς Μητροπόλεις

            τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος   

            Εἰς τάς ἕδρας αὐτῶν

 

ΕΓΚΥΚΛΙΟΝ ΣΗΜΕΙΩΜΑ

 

Θέμα: Περί τῆς ὑπηρεσιακῆς καταστάσεως τῶν Ἱεροκηρύκων

 

            Κατόπιν Συνοδικῆς Ἀποφάσεως, ἡ ὁποία ἐλήφθη κατά τήν Συνεδρίαση τῆς Διαρκοῦς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς 10.10.2025, σᾶς γνωρίζουμε ὅτι ἡ Ἱερά Σύνοδος, κατά τήν ἀνωτέρω Συνεδρίαση Αὐτῆς, ἀφοῦ ἔλαβε ὑπ’ ὄψιν τό ὑπ’ ἀριθ. 38/ 16.7.2025 ὑπηρεσιακό σημείωμα τῆς Διευθύνσεως Προσωπικοῦ καθώς καί τήν ὑπ’ ἀριθ. 92/16.9.2025 σχετική γνωμοδότηση τοῦ Εἰδικοῦ Νομικοῦ Συμβούλου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ἀποφάσισε νά ὑπενθυμίσει τά κάτωθι, περί τῆς ὑπηρεσιακῆς καταστάσεως τῶν Ἱεροκηρύκων.

  1. Ἱεροκήρυκες διορίζονται ἄγαμοι κληρικοί, πτυχιοῦχοι Θεολογικῆς ἤ ἄλλης συναφοῦς ἀναγνωρισμένης σχολῆς, σέ κενές ὀργανικές θέσεις Ἱεροκηρύκων εἴτε τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος (ν. 1811/1988) εἴτε τῶν Ἱερῶν Μητροπόλεων (ν. 817/1978), ὅπως αὐτές ἀποτυπώνονται στό Π.Δ. 14/2023, τό ὁποῖο τροποποιήθηκε ἀπό τό Π.Δ. 61/2025 (ΦΕΚ Α΄ 115).
  2. Οἱ Ἱεροκήρυκες δέν ὑπάγονται στίς διατάξεις τοῦ Κανονισμοῦ 305/2018 «Περί ἐφημερίων καί διακόνων» (ΦΕΚ Α΄ 153). Τά προσόντα διορισμοῦ τῶν Ἱεροκηρύκων, τά καθήκοντα, ὁ τρόπος ἐργασίας καί ἡ σχέση αὐτῶν μετά τοῦ οἰκείου Μητροπολίτου καθορίζονται ἀπό τόν Κανονισμό 13/1970 «Περί τῶν Ἱεροκηρύκων τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος», τά δέ θέματα τῆς ὑπηρεσιακῆς αὐτῶν καταστάσεως ρυθμίζονται ἀπό τόν Κανονισμό 5/1978 «Περί Κώδικος ἐκκλησιαστικῶν ὑπαλλήλων» (ΦΕΚ Α΄ 48), ὅπως ἑκάστοτε ἰσχύει.
  3. Ἐκ τῶν ἀνωτέρω συνάγεται ὅτι γιά ὅσα θέματα ἀπαιτεῖται γνώμη ὑπηρεσιακοῦ συμβουλίου (ὅπως ἀναγνώριση προϋπηρεσίας ἤ μεταπτυχιακῶν τίτλων σπουδῶν, ἔγκριση ἀδειῶν κ.λπ.), ἁρμόδιο γιά τούς Ἱεροκήρυκες εἶναι τό Πρωτοβάθμιο Ὑπηρεσιακό Συμβούλιο ἐκκλησιαστικῶν ὑπαλλήλων, τό ὁποῖο ἑδρεύει στά γραφεῖα τῆς Ἱερᾶς Συνόδου, καί ὄχι τό Μητροπολιτικό Συμβού-λιο, τό ὁποῖο λειτουργεῖ ὡς ὑπηρεσιακό μόνο γιά ἐφημερίους καί διακόνους.
  4. Κυρίως δέ, σέ ὅ,τι ἀφορᾶ στήν ἀφυπηρέτηση τῶν Ἱεροκηρύκων, δέν ἰσχύει τό ἄρθρο 37 παρ. 5 τοῦ ν. 590/1977 οὔτε τό ἀντίστοιχο ἄρθρο 14 τοῦ Κανονισμοῦ 305/2018 (τά ὁποῖα ὁρίζουν ὅτι οἱ ἐφημέριοι, μετά τήν συμπλήρωση τοῦ 70οῦ ἔτους τῆς ἡλικίας τους, ἔχουν δικαίωμα νά ὑποβάλουν παραίτηση), ἀλλά ἐφαρμόζεται τό ἄρθρο 138 τοῦ Κανονισμοῦ 5/1978, τό ὁποῖο ὁρίζει ὅτι οἱ ἐκκλησιαστικοί ὑπάλληλοι, συμπεριλαμβανομένων τῶν Ἱεροκηρύκων, ἀπολύονται αὐτοδικαίως τήν 31η Δεκεμβρίου τοῦ ἔτους κατά τό ὁποῖο συμπληρώνουν τό 67ο ἔτος τῆς ἡλικίας τους.
  5. Ἡ ἀπόλυση εἶναι ὑποχρεωτική, ἐκτός καί ἐάν ἕξη μῆνες νωρίτερα ὁ ἐνδιαφερόμενος ἱεροκήρυκας ὑποβάλη αἴτηση παραμονῆς στήν ὑπηρεσία γιά ὁρισμένο χρόνο, ἡ ὁποία κρίνεται ἀναλόγως τῶν ἑκάστοτε συνθηκῶν, ἔπειτα ἀπό γνώμη τοῦ Πρωτοβαθμίου Ὑπηρεσιακοῦ Συμβουλίου.
  6. Γιά τήν αὐτοδίκαιη ἀπόλυση ἐκδίδεται διαπιστωτική πράξη τῆς προϊσταμένης ἀρχῆς (δηλαδή τοῦ Προέδρου τῆς Ἱερᾶς Συνόδου γιά τούς ἱεροκήρυκες τοῦ ν. 1811/1988 ἤ τοῦ οἰκείου Μητροπολίτου γιά τούς ἱεροκήρυκες τοῦ ν. 817/1978), περίληψη τῆς ὁποίας δημοσιεύεται στήν Ἐφημερίδα τῆς Κυβερνήσεως.
  7. Τυχόν παράλειψη τῆς ἀνωτέρω ὑποχρεώσεως τῆς προϊσταμένης ἀρχῆς καί συνέχιση τῆς ὑποβολῆς μισθολογικῶν καταστάσεων πέραν τοῦ νομίμου ὁρίου, σέ περίπτωση ἐλέγχου ἀπό τίς κρατικές ὑπηρεσίες δύναται νά ἐπιφέρει καταλογισμό τῶν ἀχρεωστήτως καταβληθέντων, σύμφωνα μέ τίς κείμενες διατάξεις (ν.4820/2021), εἴτε ἐν μέρει, εἰς βάρος τῶν Ἱεροκηρύκων πού συνεχίζουν νά ἐργάζονται, εἴτε πλήρως, εἰς βάρος τῶν ἐκκαθαριστῶν τῶν μισθολογικῶν καταστάσεων καί ὅσων ἐμπλέκονται στήν σύνταξη καί στήν ὑποβολή αὐτῶν στήν Ἑνιαία Ἀρχή Πληρωμῆς.
  8. Τέλος, οἱ ἐφημέριοι – ἱεροκήρυκες τοῦ ἄρθρου 19 τοῦ Κανονισμοῦ 305/2018 «Περί ἐφημερίων καί διακόνων» (ΦΕΚ Α΄ 153) δέν ὑπάγονται στό παραπάνω καθεστώς διότι ἀποτελοῦν εἰδική κατηγορία ἐφημερίων, κατέχουν ὀργανική θέση ἐφημερίου καί ἑπομένως γι’ αὐτούς ἰσχύουν ὅσα ὁ Κανονισμός 305/2018 ὁρίζει.

 

Ἐντολῇ τῆς Ἱερᾶς Συνόδου

Ὁ Ἀρχιγραμματεύς

☩ Ὁ Σκιάθου Ἰωάννης

 

Κοινοποίηση:

Διεύθυνση Προσωπικοῦ Ἱερᾶς Συνόδου

ΕΠΙΜΕΤΡΟΝ

 

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ 5/1978

«Περί Κώδικος Εκκλησιαστικών Υπαλλήλων» (ΦΕΚ Α΄ 48/3.4.1978),

ως ετροποποιήθη διά του Κανονισμού 327/2021 (Α΄ 57/12.4.2021)

 

Άρθρο 1

Πεδίο εφαρμογής     

  1. Σκοπός του παρόντος Κανονισμού είναι η καθιέρωση κανόνων διεπόντων την υπηρεσιακή κατάσταση των υπαλλήλων των εκκλησιαστικών νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου επί βάσεων ισότητας και δικαιοσύνης, η εξασφάλιση της ορθής επιλογής αυτών, η κατοχύρωση της κατά το συμφέρον των νομικών τούτων προσώπων σταδιοδρομίας τους και η επίτευξη της μεγίστης δυνατής αποδόσεώς τους στην εργασία τους.
  2. Στις διατάξεις του παρόντος υπάγονται πάντες οι επί σχέσει δημοσίου δικαίου μόνιμοι (τακτικοί), επί θητεία ή μετακλητοί και οι επί σχέσει εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου και ορισμένου χρόνου υπάλληλοι όλων των εκκλησιαστικών νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου ανεξαρτήτως της ιδιότητάς τους ως κληρικών, μοναχών ή λαϊκών, καθώς και οι ιεροκήρυκες, πάσης κατηγορίας. Δεν υπάγονται οι πρεσβύτεροι (προϊστάμενοι ή μη,) ως και οι διάκονοι των Ιερών Ναών (ενοριακών ή μη), οι ιεροψάλτες, οι χορωδοί, οι γραφείς, το βοηθητικό και εργατοτεχνικό προσωπικό (νεωκόροι, καθαρίστριες), που υπηρετούν στους κάθε είδους Ιερούς Ναούς.
  3. Επί πάσης αμφισβητουμένης ιδιότητας ή προϋπηρεσίας ως εκκλησιαστικού υπαλλήλου αποφαίνεται η Διαρκής Ιερά Σύνοδος (Δ.Ι.Σ.) μετά από σύμφωνη γνώμη του Ανωτάτου Υπηρεσιακού Συμβουλίου της Εκκλησίας της Ελλάδος του άρθρου 3 του παρόντος Κανονισμού.
  4. Οι αναφορές των διατάξεων του παρόντος Κανονισμού σε «εκκλησιαστικό υπάλληλο», «υπάλληλο», «υπαλληλική σχέση» ή «θέση», «εργασιακή σχέση» περιλαμβάνουν όλες τις κατηγορίες των εργαζομένων του πρώτου εδαφίου της παρ. 2 με κάθε έννομη σχέση (δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου) στα εκκλησιαστικά νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, εκτός εάν πραγματοποιείται ρητώς διάκριση ή εξαίρεση ορισμένης κατηγορίας υπαλλήλων στις διατάξεις του. Στον παρόντα Κανονισμό ο όρος «διορισμός» αναφέρεται σε υπαλλήλους επί σχέσει δημοσίου δικαίου (μονίμους, μετακλητούς, επί θητεία) και ο όρος «πρόσληψη» αναφέρεται σε υπαλλήλους επί σχέσει ιδιωτικού δικαίου (αορίστου ή ορισμένου χρόνου).

 

* * *

 

Άρθρο 135

Λόγοι απολύσεως

            Ο υπάλληλος απολύεται μόνο για τους επόμενους λόγους:

            α) επιβολή της πειθαρχικής ποινής της οριστικής παύσεως,

            β) σωματική ή πνευματική ανικανότητα,

            γ) κατάργηση της θέσεως στην οποία υπηρετεί,

            δ) συμπλήρωση ορίου ηλικίας,

            ε) μη προαγωγή λόγω ακαταλληλότητας για δύο (2) συνεχόμενες φορές.

 

* * *

 

Άρθρο 138

Αυτοδίκαιη απόλυση λόγω ορίου ηλικίας

  1. Ο υπάλληλος απολύεται αυτοδικαίως από την υπηρεσία με την συμπλήρωση του εξηκοστού εβδόμου (67ου) έτους της ηλικίας του.
  2. Ο υπάλληλος με αίτησή του, που υποβάλλεται έξι (6) μήνες πριν την συμπλήρωση του ορίου της παραγράφου 1, δύναται να ζητήσει να παραμείνει στην υπηρεσία για ορισμένο χρόνο, και η αίτηση κρίνεται κατά την διακριτική ευχέρεια και τις υπηρεσιακές ανάγκες του φορέως και δύναται να γίνει δεκτή, εν όλω ή εν μέρει, μετά από γνώμη του Υπηρεσιακού Συμβουλίου.
  3. Ως ημέρα γεννήσεως, για την εφαρμογή των προηγουμένων παραγράφων, θεωρείται η 31η Δεκεμβρίου του έτους γεννήσεως.
  4. Ως πραγματική υπηρεσία θεωρείται κάθε υπηρεσία που έχει παρασχεθεί στο Δημόσιο, εκκλησιαστικό ή κρατικό νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου ή Ο.Τ.Α. με σχέση εργασίας δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου ή που αναγνωρίζεται ως πραγματική υπηρεσία με βάση ειδικές διατάξεις. Ο χρόνος στρατεύσεως πριν από την έναρξη της υπαλληλικής ή εργασιακής σχέσεως δεν θεωρείται χρόνος πραγματικής υπηρεσίας.

           

Άρθρο 139

Πράξη λύσεως της υπαλληλικής σχέσεως

  1. Η υπαλληλική σχέση για τους λόγους του άρθρου 135 λύεται με απόφαση του Πρόεδρου της Ιεράς Συνόδου ή του Μητροπολίτη ή του Προέδρου του Διοικητικού Συμβουλίου ή άλλου συλλογικού οργάνου διοικήσεως των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου κατά περίπτωση, περίληψη της οποίας δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
  2. Εκτός από τις περιπτώσεις αυτοδίκαιης λύσεως, η υπαλληλική σχέση λύεται με την κοινοποίηση της αποφάσεως λύσεως στον ενδιαφερόμενο. Αν η απόφαση αυτή δεν κοινοποιηθεί μέσα σε είκοσι (20) ημέρες από τη δημοσίευσή της, η υπαλληλική σχέση λύεται αυτοδικαίως από την πάροδο του εικοσαημέρου.