Επιλέξτε τη γλώσσα σας

(Για να διαβάσετε το Εγκύκλιο Σημείωμα, επιλέξετ εδώ).


Ἀριθμ. Πρωτ. 3891
Ἀριθμ. Διεκπ. 1681

Ἀθήνῃσι 4ῃ Αὐγούστου 2014


ΕΓΚΥΚΛΙΟΝ ΣΗΜΕΙΩΜΑ




Πρός
Τήν Ἱεράν Ἀρχιεπισκοπήν Ἀθηνῶν καί
Τάς Ἱεράς Μητροπόλεις τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος
Τήν Ἀποστολικήν Διακονίαν τῆς Εκκλησίας τῆς Ἑλλάδος
Τό Διορθόδοξον Κέντρον τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος
Τάς ὑπηρεσίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος


«Περί τῆς ὑποχρεώσεως ἤ μή τῶν ἐκκλησιαστικῶν Ν.Π.Δ.Δ. πρός ἀπόδοσιν κρατήσεων ὑπέρ τοῦ Μετοχικοῦ Ταμείου Πολιτικῶν Ὑπαλλήλων (Μ.Τ.Π.Υ.)»


Ἐπανερχόμενοι ἐπί τοῦ ζητήματος τῆς ὑποχρεώσεως διενεργείας κρατήσεων ἐπί τῶν ἀποδοχῶν τῶν ἐκκλησιαστικῶν ὑπαλλήλων ὡς καί ἐπί ἀμοιβῶν τρίτων – μή ὑπαλλήλων παρεχόντων ὑπηρεσίας πρός τά ἐκκλησιαστικά νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου και ἐν ὄψει τοῦ κυκλοφορήσαντος ἐγγράφου ὑπ’ ἀριθμ. πρωτ. 59042/30.7.2014 τοῦ Μετοχικοῦ Ταμείου Πολιτικῶν Ὑπαλλήλων καθιστῶμεν σαφές ὅτι καί μετά τό ἀνωτέρω ἔγγραφον ἐμμένομεν ἐπί τοῦ Ἐγκυκλίου Σημειώματος τῆς Ἱερᾶς Συνόδου ὑπ’ ἀριθμ. πρωτ. 1449/783/9.4.2014.
Περαιτέρω ἐπαγόμεθα ἐπί τοῦ ἀνωτέρω ἐγγράφου ὅτι :

α. τό ἐπιχείρημα τοῦ Μ.Τ.Π.Υ. ὅτι δήθεν τά ἐκκλησιαστικά νομικά πρόσωπα «δεν παύουν να αποτελούν ΝΠΔΔ που έχουν συσταθεί από το Κράτος, γεγονός που συνεπάγεται ότι εμπίπτουν στην κατηγορία των υπόχρεων κρατήσεως και αποδόσεως στο ΜΤΠΥ του επίμαχου πόρου, σύμφωνα με το άρθρο 22 ΠΔ 422/1981» εἶναι νομικῶς ἀβάσιμον και διαφωνεῖ ἐπ’ αὐτοῦ σύμπασα ἡ νομική βιβλιογραφία (Π.Δ. Δαγτόγλου, Γενικό Διοικητικό Δίκαιο, αρ. 1136α, Ἐπ. Π. Σπηλιωτόπουλος, Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου Ι, 2010, αρ. 372, Α. Τάχος, Ἑλληνικό Διοικητικό Δίκαιο, 6η ἔκδ., σελ. 294, Σ. Λύτρας, Ἡ ὀργάνωση τῆς δημόσιας διοίκησης, 1993, σελ. 188, Ἰω. Κονιδάρης, Ἡ διαπάλη νομιμότητας καί κανονικότητας καί ἡ θεμελίωση τῆς ἐναρμονίσεώς τους, 1994, σελ. 217).

β. ὑπενθυμίζεται ὅτι ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος εἶναι κατά ῥητήν ἀναγνώρισιν τοῦ νομοθέτου «θεῖον καθίδρυμα καί ἔχουσα κεφαλήν τόν Κύριον ἡμῶν Ἰησούν Χριστόν» (Ν. 590/1977, ἄρθρον 1 παρ. 1) καί ὄχι κρατικόν νομικόν πρόσωπον «συσταθέν ὑπό τοῦ Κράτους» (ἄρθρον 22 Π.Δ. 422/1981).
Ὁ δε νομοθέτης προσέδωσε εἰς τάς προϋπαρχούσας τοῦ Κράτους νομικάς ὀντότητας τῆς καθ’ ὅλου ἐν Ἑλλάδι Ἐκκλησίας καί «κατά τάς νομικάς αὐτῶν σχέσεις» τήν ἰδιότητα νομικῶν προσώπων δημοσίου δικαίου, ἀποτελοῦν ὅμως ταύτα «μή κυβερνητικούς ὀργανισμούς» (ὁρ. ἀπόφασιν Εὐρωπαϊκοῦ Δικαστηρίου Δικαιωμάτων τοῦ Ἀνθρώπου τῆς 9.12.1994, Ἱ. Μονές κατά Ἑλλάδος καί αἰτιολογικήν ἔκθεσιν ὑπό τό ἄρθρον 68 παρ. 1 ὑποπαρ. 3 τοῦ Ν. 4235/2014).

γ. λησμονεῖται ἐπίσης ὅτι καί ὁ Καταστατικός Χάρτης τοῦ ἔτους 1969 (Ν.Δ. 126/1969), ὁ ὁποῖος βασίζεται εἰς παλαιότερον σχέδιον νόμου, σαφῶς ἠθέλησεν νά ἐξαιρέσῃ τά νομικά πρόσωπα τῆς Ἐκκλησίας ἀπό τά κρατικά νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, διαμνημονεύων ὅτι :




δ. περαιτέρω :
i) κατά τήν γενομένην δεκτήν ὑπό τοῦ ἁρμοδίου Ὑπουργοῦ γνωμοδότησιν τοῦ Νομικοῦ Συμβουλίου τοῦ Κράτους ὑπ’ ἀριθμ. 796/1991 (σελ. 2-3) :



ii) κατά τήν γενομένην δεκτήν ὑπό τοῦ ἁρμοδίου Ὑπουργοῦ γνωμοδότησιν τοῦ Νομικοῦ Συμβουλίου τοῦ Κράτους ὑπ’ ἀριθμ. 233/2011 (σελ. 5) :



iii) κατά τήν γενομένην δεκτήν ὑπό τοῦ ἁρμοδίου Ὑπουργοῦ γνωμοδότησιν τοῦ Νομικοῦ Συμβουλίου τοῦ Κράτους ὑπ’ ἀριθμ. 131/2012 οἱ ἐκκλησιαστικοί ὑπάλληλοι δέν δύνανται νά μεταταγοῦν κατά τάς διατάξεις τοῦ περί δημοσίων ὑπαλλήλων ἰσχύοντος Ὑπαλληλικοῦ Κώδικος (ἄρθρα 70 ἑπομ. τοῦ Ν. 3528/2007) εἰς τό Δημόσιον ἤ ἄλλα ν.π.δ.δ., ἀλλά θά ἔπρεπε νά προβλεφθεῖ ἡ τοιαύτη δυνατότης εἰς τόν Κανονισμόν τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ὑπ’ ἀριθμ. 5/1978, ὅπως καί εγένετο διά τοῦ Κανονισμοῦ ὑπ’ ἀριθμ. 251/2013. Συνεπῶς τό N.Σ.Κ. ἐθεώρησε ὅτι οἱ ἐκκλησιαστικοί ὑπάλληλοι δέν εἶναι δημόσιοι ὑπάλληλοι ἤ ὑπάλληλοι Ν.Π.Δ.Δ. τοῦ πεδίου ἐφαρμογῆς τοῦ δημοσιοϋπαλληλικοῦ Κώδικος.

ε. Τό ἐπιχείρημα τοῦ Μ.Τ.Π.Υ. ὅτι :
«το προσωπικό της Εκκλησίας της Ελλάδος και των Εκκλησιαστικών ΝΠΔΔ δεν περιλαμβάνεται σε οποιαδήποτε ειδική κατηγορία υπαλλήλων, για τους οποίους η υπαγωγή στο ΜΤΠΥ είναι υποχρεωτική σύμφωνα με το άρθρο 15 ΠΔ 422/1981, ούτε όμως διαλαμβάνεται γι’ αυτούς σαφής εξαίρεση από την εν λόγω υπαγωγή κατά το άρθρο 19 του ίδιου ΠΔ, σημαίνει ότι η κατ’ εφαρμογή της γενικής διάταξης του άρθρου 14 ΠΔ 422/81 οι εν λόγω υπάλληλοι υπάγονται στο ΜΤΠΥ»
εἶναι ἀπολύτως ἐσφαλμένον, διότι τό ἄρθρον 19 τοῦ Π.Δ. 422/1981 ἐξαιρεῖ ὡρισμένας κατηγορίας ὑπαλλήλων, ἀκριβώς ἐπειδή εἶναι δημόσιοι πολιτικοί ὑπάλληλοι ἤ ὑπάλληλοι εἰδικῶν κατηγοριῶν τοῦ ἄρθρου 15 καί ὑπάγονται εἰς τά ἄρθρα 14 καί 15 τοῦ Π.Δ. 422/1981. Τοῦτο δέν σημαίνει, ἐξ ἀντιστρόφου, ὅτι ὅσοι ὑπάλληλοι δέν περιλαμβάνονται εἰς τήν ἐξαίρεσιν τοῦ ἄρθρου 19 εἶναι δημόσιοι ὑπάλληλοι καί ἐμπίπτουν αὐτομάτως καί εἰς τά ἄρθρα 14 καί 15 τοῦ Π.Δ. 422/1981 λόγῳ τῆς σιωπῆς τοῦ ἄρθρου 19 ὡς πρός αὐτούς. Τό ζήτημα, συνεπῶς, εἶναι ἐάν οἱ ἐκκλησιαστικοί ὑπάλληλοι ἐμπίπτουν ὡς «δημόσιοι πολιτικοί ὑπάλληλοι» ἤ ὑπάλληλοι εἰδικῶν κατηγοριῶν εἰς τά ἄρθρα 14 ἤ 15 τοῦ Π.Δ. 422/1981 καί ὄχι ἐάν μνημονεύωνται εἰς τήν ἐξαίρεσιν τοῦ ἄρθρου 19 τοῦ Π.Δ. 422/1981. Εἶναι σαφές ὅτι δέν ἀναφέρονται εἰς τάς εἰδικάς κατηγορίας τοῦ ἄρθρου 15 του Π.Δ. 422/1981, ὡς καἰ ὅτι οὐδέποτε οἱ ἐκκλησιαστικοί ὑπάλληλοι χαρακτηρίσθησαν ὡς δημόσιοι πολιτικοί ὑπάλληλοι ἐκ τοῦ Νόμου 590/1977 ἤ ἐκ τῆς νομολογίας, ὥστε νά ἐμπίπτουν εἰς τό ἄρθρον 14.

στ. Τό ἐπιχείρημα τοῦ Μ.Τ.Π.Υ. ὅτι ἐκ τοῦ ἄρθρου 3 τοῦ Συντάγματος καί τοῦ Ν. 590/1977 συνάγεται ὁτι :
«στην έννοια της δημόσιας υπηρεσίας που εκπληρώνει ανάγκες διαρκούς χαρακτήρα εμπίπτουν, μεταξύ άλλων, τόσο η Εκκλησία της Ελλάδος καθεαυτή όσο και τα Εκκλησιαστικά ΝΠΔΔ»
καί ὅτι :
«Οι εκκλησιαστικοί υπάλληλοι εμπεριέχονται στην έννοια του δημοσίου πολιτικού υπαλλήλου διότι, ρητώς προβλεπόταν στους Καταστατικούς Χάρτες Εκκλησίας της Ελλάδος μέχρι το έτος 1969»
δέν εὐσταθεῖ, διότι, πέραν ὅσων ἀναφέρονται ἀνωτέρω διά τήν νομικήν φύσιν τῶν νομικῶν προσώπων δημοσίου δικαίου τῆς Ἐκκλησίας, τόσον ὁ προϊσχύσας Κ.Χ.Ε.Ε. (Ν.Δ. 126/1969), ὅσον καί ὁ ἰσχύων Ν. 590/1977 ἔχουν παύσει νά χαρακτηρίζουν πλέον τούς ἐκκλησιαστικούς ὑπαλλήλους ὡς «δημοσίους ὑπαλλήλους» ἐν ἀντιθέσει πρός παλαιοτέρας καί ἤδη καταργηθείσας διατάξεις (ἄρθρα 10 τοῦ Ν.Δ. 671/1943, 7 τοῦ Ν. 5187/1931).
Συνεπῶς τό ἐπιχείρημα ὅτι ὁ προϊσχύσας Καταστατικός Χάρτης τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος (Ν. Δ. 126/1969) καί ὁ ἤδη ἰσχύων Κ.Χ.Ε.Ε. (Ν. 590/1977) ἔχουν ἀπαλείψει τόν χαρακτηρισμόν τῶν ἐκκλησιαστικῶν ὑπαλλήλων ὡς «δημοσίων ὑπαλλήλων» συνηγορεῖ ὑπέρ τῆς μή ὑπαγωγῆς των εἰς τό ἄρθρον 14 του Π.Δ. 422/1981.

ζ. Τό ἐπιχείρημα τοῦ Μ.Τ.Π.Υ. ὅτι :
«Όπως προεκτέθηκε, υπό το Κράτος των εκάστοτε ισχυσάντων Καταστατικών Χαρτών της Εκκλησίας της Ελλάδος μέχρι το έτος 1969, οι εκκλησιαστικοί υπάλληλοι χαρακτηρίζονταν ρητά από τον νομοθέτη ως δημόσιοι υπάλληλοι χωρίς περαιτέρω διάκριση, κατ’ επέκταση δε, υπήγοντο αναμφίβολα στην υποχρέωση συμμετοχής στο ΜΤΠΥ. Από δε τη θέση σε ισχύ του Καταστατικού Χάρτη της Εκκλησίας της Ελλάδος του έτους 1969 (ΝΔ 126/1969) και εντεύθεν, ο νομοθέτης έπαυσε να ονομάζει ρητώς τους εκκλησιαστικούς υπαλλήλους ως δημοσίους.
Υπό τα δεδομένα αυτά, ακόμα και αν ήθελε υποτεθεί ότι η αλλαγή στάσης αυτή του νομοθέτη ενέχει βούληση του να άρει τη δημοσιοϋπαλληλική ιδιότητα των εκκλησιαστικών υπαλλήλων, τούτο δε σημαίνει ότι ο νομοθέτης θέλησε ταυτόχρονα να εξαιρέσει τους εν λόγω υπαλλήλους από την υποχρεωτική συμμετοχή στο ΜΤΠΥ. Αν επεδίωκε τέτοια εξαίρεση ο νομοθέτης, θα το προέβλεπε ρητώς, όπως έπραξε με τις αναφερόμενες στο άρθρο 19 ΠΔ 422/1981 κατηγορίες προσωπικούΤο ότι λοιπόν σιώπησε, σημαίνει ότι οι εκκλησιαστικοί υπάλληλοι, εξακολουθούν να υπάγονται στο καθεστώς της υποχρεωτικής συμμετοχής στο ΜΤΠΥ» διότι πρό πολλοῦ οἱ ἐκκλησιαστικοί ὑπάλληλοι εἶναι δημόσιοι ὑπάλληλοι, καθ’ ὅσον : «Στην έννοια του δημοσίου πολιτικού υπαλλήλου υπάγονται οι προσλαμβανόμενοι σε νομοθετημένες οργανικές θέσεις προς εκτέλεση δημόσιας υπηρεσίας που εκπληρώνει ανάγκες διαρκούς χαρακτήρα και συνδεόμενοι με άμεση υπηρεσιακή σχέση προς το κράτος ή τα ΝΠΔΔ, έστω και αν δεν μισθοδοτούνται ή δεν συνταξιοδοτούνται από το Δημόσιο Ταμείο (ΣτΕ 4164/1996, 3180/1997, ΑΠ 1179/1986 κλπ).» και «το προσωπικό που απασχολεί η Εκκλησία για την επιτέλεση του έργου της (κατά το άρθρο 42 του ως άνω Ν. 590/1977 και τους σε εκτέλεση αυτού εκδοθέντες κανονισμούς της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου με αριθμούς 5/1978 ΦΕΚ Α 948/03.04.1987, 156/2002 ΦΕΚ Α 338/31.12.2002) εμπίπτει στην έννοια των προσλαμβανόμενων σε νομοθετημένες οργανικές θέσεις.»

δέν εὐσταθεῖ διά τόν ἀπλόν λόγον ὅτι :
α) δέν ὑπάρχουν πρό τοῦ Ν. 590/1977 διά νόμου συνεστημέναι ὀργανικαί θέσεις ἐκκλησιαστικῶν ὑπαλλήλων.
Ἀντιθέτως νομοθετημέναι ὀργανικαί θέσεις προεβλέφθησαν τό πρῶτον μετά τήν ἰσχύν τοῦ νέου Καταστατικοῦ Χάρτου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος (Ν. 590/1977), ἤτοι πολύ ἀργότερον τῆς καταργήσεως τοῦ χαρακτηρισμοῦ τῶν ἐκκλησιαστικῶν ὑπαλλήλων ὡς «δημοσίων ὑπαλλήλων» (Ν.Δ. 126.1969), καί μέ τούς Νόμους 1476/1984 (ἄρθρον 20), 2819/2000 (19 παρ. 5), 3255/2004 (6 παρ. 10).
β) ἐκεί ὅπου ὁ νομοθέτης ἠθέλησεν νά διατηρήσῃ ὑπαλλήλους ἐκκλησιαστικῶν Ν.Π.Δ.Δ. τοῦ ἄρθρου 1 παρ. 4 τοῦ Ν. 590/1977 ὑπό τό καθεστώς τοῦ Π.Δ. 422/1981 τό ὥρισεν ῥητῶς.
Οὔτως περί τῶν ἐκκλησιαστικῶν ὑπαλλήλων τοῦ Τ.Α.Κ.Ε., τό ὁποῖον ἐπίσης περιλαμβάνεται εἰς τά νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου τοῦ ἄρθρου 1 παρ. 4 τοῦ Ν. 590/1977, τό Π.Δ. 422/1981 προέβλεψεν εἰς τάς εἰδικάς κατηγορίας ὑπαλλήλων τοῦ ἄρθρου 15 (περίπτωσις θ΄) ὅτι οὗτοι ὑπάγονται εἰς τάς κρατήσεις ὑπέρ τοῦ Μ.Τ.Π.Υ.. Συνεπῶς, ἡ μή συμπερίληψις τῶν ὑπαλλήλων τῶν λοιπῶν ἐκκλησιαστικῶν Ν.Π.Δ.Δ. τοῦ ἄρθρου 1 παρ. 4 τοῦ Ν. 590/1977 ὑπέρ τοῦ ἀντιθέτου συμπεράσματος συνηγορεῖ.
γ) ἐπί πλέον οἱ ἐκκλησιαστικοί ὑπάλληλοι δέν ἐκτελοῦν «δημόσιαν ὑπηρεσίαν», ἤτοι ἔργον κρατικῆς ἀποστολῆς καί φύσεως.
Ἡ αἰτιολογική ἔκθεσις ὑπό τό ἄρθρον 68 παρ. 1 παρ. 3 τοῦ Ν. 435/2014 ξεκάθαρα ἀναφέρει ὁτι κατά τήν ἄποψιν τοῦ νομοθέτου :



η. τέλος, τό νόημα τῆς διατάξεως τοῦ ἄρθρου 68 παρ. 1 ὑποπαρ. 3 τοῦ Ν. 4235/2014 εἶναι ὅτι ὅπου ἡ κειμένη νομοθεσία ὁμιλεῖ περί τῶν Ν.Π.Δ.Δ. τοῦ Δημοσίου Τομέως καί τῆς Γενικῆς Κυβερνήσεως καί ἀναφέρεται εἰς θέματα διοικήσεως, ὀργανώσεως, περιουσιακῆς καί λογιστικῆς διαχειρίσεως, λειτουργῶν καί προσωπικοῦ των, αἱ συγκεκριμέναι διατάξεις δέν ἀφοροῦν πλέον τά ἐκκλησιαστικά νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, εἰ μή μόνον ἐάν ρητῶς διαμνημονεύουν καί αὐτά, καί ὄχι τό ἀντίθετον, ὅπως κατ’ ἐσφαλμένην ἀνάγνωσιν ἀποδίδεται είς τό ἔγγραφον τοῦ Μ.Τ.Π.Υ..

Ἐπισημαίνεται ἐπιπροσθέτως καί ἐν κατακλείδι ὅτι πλέον, ἐν ὄψει τῶν ἐγγράφως ἐκπεφρασμένων νομικῶν θέσεων τοῦ Μ.Τ.Π.Υ. ὁτι τά ἐκκλησιαστικά νομικά πρόσωπα εἶναι «δημόσιαι ὑπηρεσίαι» καί ὅτι οἱ ἐκκλησιαστικοί ὑπάλληλοι εἶναι καί παραμένουν «δημόσιοι πολιτικοί ὑπάλληλοι», ἡ τυχόν παρακράτησις καί ἀπόδοσις κρατήσεων ὑπέρ τοῦ Μ.Τ.Π.Υ. ἐκ μέρους τῶν λογιστηρίων τῶν ἐκκλησιαστικῶν Ν.Π.Δ.Δ. δημιουργεῖ τόν πρόδηλον κίνδυνον νά χρησιμοποιηθεῖ καί ὡς ἐπιχείρημα ὑπέρ τῆς προσθέτου ὑποχρεώσεως ἐφαρμογῆς τοῦ συνόλου τῶν ἰσχυουσῶν νομοθετικῶν διατάξεων περί τῶν δημοσίων ὑπαλλήλων καί εἰς βάρος τῶν ἐκκλησιαστικῶν ὑπαλλήλων(ὑποχρέωσις διαγραφῆς κενῶν ὀργανικῶν θέσεων, ὑπαγωγή εἰς καθεστώς ἐφεδρείας ὑπαλλήλων, ἀναγκαστικαί μετατάξεις, ὑποχρεωτικός ἐπανέλεγχος μετατροπῆς συμβάσεων ἐργασίας ἀορίστου χρόνου κ.λπ.) καί ὅσων ἄλλων ἕπονται εἰς τό μέλλον.


Ἐντολῇ καί ἐξουσιοδοτήσει τῆς Ἱερᾶς Συνόδου

 

Ὁ Ἀρχιγραμματεύς

 

† Ὁ Διαυλείας Γαβριήλ