Επιλέξτε τη γλώσσα σας

Πρωτ. 819
Ἀριθμ. Διεκπ. 312
Ἀθήνῃσι 16ῃ Φεβρουαρίου 2012

ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ 2925

Πρός
Τό Χριστεπώνυμον Πλήρωμα
Τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος.


Τέκνα ἐν Κυρίω ἀγαπητά,
Μέ σοφία ὅρισαν οἱ θειότατοι Πατέρες τήν παροῦσα τρίτη Κυριακή τῶν Νηστειῶν νά ἑορτάζεται ἡ προσκύνηση τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, πού ὁρίζει τό μέσον τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς.
Λαμβάνοντας ὑπ’ ὄψιν ἱστορικούς λόγους, τήν ἀνεύρεση δηλα-δή τοῦ Τιμίου Σταυροῦ τήν 5η Μαρτίου τοῦ 326, κυρίως ὅμως γιά καθαρά θεολογικούς λόγους, καθόρισαν στό κέντρο τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς νά λιτανεύεται ὁ Τίμιος Σταυρός τήν ὥρα τῆς Θείας Λειτουργίας στούς Ἱερούς Ναούς.

Ἐπειδή στόν ἀγώνα τῆς νηστείας δοκιμαζόμαστε ἀπό τό θανάσιμο πάθος τῆς ἀκηδίας, προβάλλεται ὁ Τίμιος Σταυρός γιά νά μᾶς ἐνισχύσει καί νά μᾶς ὑπενθυμίσει, ὅτι, ὅπως ὁ Χριστός σταυρώθηκε καί ὕστερα δοξάσθηκε, ἔτσι καί ἐμεῖς, ἄν θέλουμε νά συνδοξασθοῦμε, πρέπει νά ὑπομείνουμε τήν ἑκούσια σταύρωση τῶν παθῶν μας.

Ὅπως ἐκεῖνοι πού διανύουν μακρινές ὁδοιπορίες χρειάζονται ἕνα παχύσκιο δένδρο γιά νά ἀναπαυθοῦν, ἔτσι μέσα στήν ἐπίπονη πορεία τῆς νηστείας φυτεύθηκε ὁ Τίμιος Σταυρός γιά νά ἀνανεώνει τίς δυνάμεις μας στήν συνέχιση τοῦ ἀγώνα μας.

Ἐπειδή τό δένδρο τοῦ Παραδείσου ἦταν φυτευμένο «ἐν μέσῳ τῆς Ἐδέμ», στήν μέση τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς ἔθεσαν οἱ Πατέρες τό Ξύλον τῆς Ζωῆς, γιά νά μᾶς ὑπενθυμίζει, ὄχι τήν λαιμαργία πού ὁδήγησε σέ ἀπώλεια τοῦ Ἀδάμ, ἀλλά τήν ἀναίρεση τῆς λαιμαργίας, δηλαδή τῆς φθορᾶς, μέ τόν πόθο τοῦ Τιμίου καί Ζωοποιοῦ Σταυροῦ.

Ἡ Ἐκκλησία καυχᾶται γιά τόν Σταυρό καί βιώνει τό μήνυμά του σέ κάθε σημεῖο τῆς λατρείας. Σέ κάθε Ἱερό Μυστήριο, σέ κάθε Ἀκολουθία, σέ ὁλόκληρη τήν ἐκκλησιαστική ζωή, εἶναι ἔντονη ἡ παρουσία καί ἡ ἐνέργεια τοῦ Τιμίου Σταυροῦ.

Παράλληλα μέ τήν προβολή τοῦ συμβολισμοῦ τῆς σημερινῆς Κυριακῆς, ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος ἔχει θεσπίσει νά τιμᾶ καί νά προβάλλει τίς Ἱερατικές Κλήσεις, τό κάλεσμα δηλαδή πού ὁ ἴδιος ὁ Θεός ἀπευθύνει σέ νέους κυρίως ἀνθρώπους, προκειμένου νά ἀκολουθήσουν τόν δύσκολο δρόμο τῆς ἀφιέρωσης στόν Θεό καί τῆς διακονίας τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ ἱερωσύνη εἶναι ὄντως ἕνας σταυρικός καί ἀνηφορικός δρόμος, μία πορεία δύσκολη ἐν μέσῳ πολλῶν ἐμποδίων, ἐν μέσῳ πολλῶν δοκιμασιῶν, ἐν μέσῳ τῆς κακίας τοῦ αἰῶνος τούτου καί τοῦ κοσμικοῦ φρονήματος, τό ὁποῖο πάντοτε ἀντιστρατεύεται τό φῶς τῆς ἀληθείας τοῦ Χριστοῦ. Καί τοῦτο διότι πρῶτα ἀπ’ ὅλα, ὁ ἱερέας πρέπει νά εἶναι γνήσιος ὀντολογικά, ὄχι μόνο κατ’ ἐπίφαση. Ὑπάρχει μιά ἐξωτερική, φαινομενική ὄψη καί μία ἐσώτερη πραγματικότητα, πού συχνά δέν συμπίπτουν ἡ μία μέ τήν ἄλλη. Ἡ γνήσια ἱερωσύνη κατακτᾶται διά φόβου Θεοῦ, συνεχοῦς προσευχῆς, ἀληθοῦς ἁγιότητας καί ἐξαιρετικῆς σύνεσης στήν ἀντιμετώπιση τοῦ ποιμνίου τῶν πληγωμένων καί εὐσεβῶν ψυχῶν πού ἔχουν τεθεῖ ὑπό τήν αἰγίδα του, καί ἰδιαίτερα κατά τήν σημερινή ἐποχή, στήν ὁποία οἱ λαοί πλήττονται ἀπό βαθιά οἰκονομική ὕφεση μέ τήν ἀβεβαιότητα τοῦ αὔριο.

Ἰδιαιτέρως στήν ἐποχή μας, ὅπου ἡ παγκοσμιοποίηση προωθεῖται διά τῆς ἰσοπεδώσεως τῶν λαῶν καί τῶν πολιτισμῶν, ἡ ἐκκοσμίκευση ἐπιχειρεῖ νά εἰσβάλει δριμύτερα στήν ζωή τῆς Ἐκκλησίας καί νά ἀλλοιώσει τό φρόνημα κλήρου καί λαοῦ, «ὥστε πλανῆσαι, εἰ δυνατόν, καί τούς ἐκλεκτούς».
Ζώντας ὑπό ἀντίξοες οἰκονομικές, πολιτικές, κοινωνικές, οἰκογενειακές καταστάσεις, ἡ θέση τοῦ ἱερέως καθίσταται ἀκόμη πιό ὑπεύθυνη. Ἀντιμετωπίζοντας τόν κίνδυνο ἀπό τήν ἀδιαφορία καί τόν κυνισμό τῶν πολλῶν, ἀνησυχεῖ γιά τήν φθίνουσα πορεία τῆς πνευματικότητας τῶν ἐνοριτῶν του, διαβλέπει ὅσα ἐκεῖνοι δέν εἶναι σέ θέση καί ἀναλαμβάνει τήν εὐθύνη νά βοηθήσει μέ τόν λόγο τοῦ Χριστοῦ. Ἡ ἱερατική κλήση ἀποτελεῖ πρόσκληση καί δῶρο τοῦ Θεοῦ στόν ἄνθρωπο. Στό Κατά Ἰωάννην Εὐαγγέλιον (κεφ. 15, στιχ. 15) ὑπάρχει μιά θαυμάσια δήλωση. Ὁ Ἰησοῦς λέει πρός τούς ἀνθρώπους «ὑμᾶς δέ εἴρηκα φίλους ...» Ἡ ἰδέα τοῦ νά εἶναι κανείς «φίλος τοῦ Θεοῦ» δέν ἦταν νέα. Στόν Ἠσαΐα (κεφ. 41, στιχ. 8) προσφωνεῖ τόν Ἀβραάμ «φίλο του». Ὁ Μωυσῆς μιλοῦσε στόν Θεό ὅπως μιλάει κανείς σέ ἕνα φίλο του (Ἐξ. 33,1). Ἡ φιλία τοῦ Θεοῦ, ὅπως αὐτή ἐπανέρχεται στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, ἔχει ὅμως δύο ἰδιαίτερα χαρακτηριστικά.

Κατά πρῶτον, ὁ Χριστός λέγει «ὑμᾶς δέ εἴρηκα φίλους, ὅτι πάντα ἅ ἤκουσα παρά τοῦ πατρός μου ἐγνώρισα ὑμῖν». Χαρακτηριστικό γνώρισμα τῆς φιλίας, καί αὐτό πού διακρίνει ἀπό ἄλλου εἴδους σχέσεις, ὁρίζεται λοιπόν ἡ δυνατότητα ἀποκάλυψης ὅσων κρύβει κανείς μέσα του. Μεταξύ φίλων δέν ὑφίσταται ἡ ἀνάγκη νά παραμένουν κρυφές οἱ ἐνδόμυχες σκέψεις καί τά μυστικά. Ὁ Ἰησοῦς ἀνοίγει τήν καρδιά του στούς φίλους του, ἀνοίγοντας ἔτσι καί τήν καρδιά τοῦ Θεοῦ.

Κατά δεύτερον, «μείζονα ταύτης ἀγάπην οὐδείς ἔχει, ἵνα τις τήν ψυχήν θῇ ὑπέρ τῶν φίλων αὐτοῦ» (Ἰωάν. 15, 13). Ὁ Ἰησοῦς γνώριζε ὅτι τό τίμημα γιά τήν ἐξύψωση τοῦ ἀνθρώπου στήν αἰώνια ζωή καί τήν ἔκφραση τῆς προσήλωσής Του στόν Πατέρα θά ἦταν ἡ δική Του θυσία. Ὑπό αὐτήν τήν ἔννοια θυσίασε τή ζωή Του γιά τούς φίλους Του. Δέν εἶναι ἑπομένως, οἱ ἱερεῖς κοινοί φίλοι τοῦ Θεοῦ, ἀλλά ἀγαπημένοι φίλοι Του. Πέραν δέ ἀπό τήν ἱερατική κλήση, τήν ὁποία ἀπευθύνει ὁ Θεός στόν ἄνθρωπο, ἡ χάρις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, «ἡ τά ἀσθενῆ θεραπεύουσα καί τά ἐλλείποντα ἀναπληροῦσα», εἶναι ἐκείνη ἡ ὁποία ἐνδυναμώνει, ἐνισχύει καί ἐμψυχώνει τούς ἱερεῖς μας στό θεάρεστο ἐργο τους.

Γιά τούς λόγους αὐτούς, ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος προβάλλει σήμερα καί τονίζει τήν σπουδαιότητα τῶν ἱερατικῶν κλήσεων. Ὁ Ἱερέας δέν μπορεῖ νά ἀποφύγει κάποιες ἐντάσεις καί συγκρούσεις στήν προσπάθειά του νά ἐπιβάλει ἀλλαγές καί προσαρμογές. Εἶναι ἀλήθεια ὅτι ὁ Χριστός εἶναι ἀνοιχτός σέ νεωτερισμούς. Θεωρεῖται μάλιστα ἀπό ὁρισμένους ὡς ριξηκέλευθος ἐπαναστάτης, ἐφ’ ὅσον φτάνει στό σημεῖο νά διακηρύξει ἀνοιχτά ὅτι «οἱ τελῶναι καί αἱ πόρναι προάγουσιν ὑμᾶς εἰς τήν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ» (Ματθ. 21,31). Ὁ ἴδιος ὡστόσο δήλωσε ἐπίσης «Μή νομίσητε ὅτι ἦλθον καταλῦσαι τόν νόμον ἤ τούς προφήτας, οὐκ ἦλθον καταλῦσαι ἀλλά πληρῶσαι» (Ματθ. 5, 17-18). Αὐτή ἡ διαρκής διαλεκτική προσήνεια ἀπό τήν μία πλευρά, καί ὁ σεβασμός πρός τίς ἀρχές ἀπό τήν ἄλλη, χαρακτήριζαν τή ζωή τοῦ Ἰησοῦ καί τῶν μαθητῶν Του, πού μετά τήν Ἀνάσταση ἐπρόκειτο νά συγκροτήσουν τόν πυρήνα τῆς ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας. Ἡ Ἐκκλησία κληρονόμησε αὐτή τήν διπολικότητα καί τήν ἐνσωμάτωσε σέ μία ἑνιαία σύνθεση, μία μυστηριακή ζωντανή ὀντότητα, πού ἀποδίδει καρπούς χωρίς ἀνταγωνισμούς καί ἀντιπαραθέσεις.

Τό «πλησθῆναι ὑπό τοῦ Πνεύματος Ἁγίου», θεωρεῖται ἀπό τούς Πατέρες ὡς οὐσιώδης προϋπόθεση τῆς ποιμαντικῆς διακονίας τῶν κληρικῶν. Χαρίσματα καί ἀρετές δέν μποροῦν νά παραμένουν κρυμμένα στήν καρδιά. Ἕνας κληρικός τοῦ Θεοῦ ἀκτινοβολεῖ, φανερώνει μέ ὅλα ὅσα λέει, πράττει καί βιώνει, τόν θησαυρό πού βρίσκεται μέσα του, δηλαδή τήν Ἁγία Τριάδα. Καί αὐθόρμητα τήν μεταδίδει καί σέ ἄλλες ψυχές, στούς δικούς του ἀνθρώπους, στούς γονεῖς του, στά ἀδέλφια του, στούς συγγενεῖς του, στούς φίλους του, σέ ὅλη τήν ἐνορία του.

Ὀφείλουμε, ἑπομένως, ὅλοι μας νά χαίρουμε καί νά δοξάζουμε τόν Θεό, κάθε φορά πού μαθαίνουμε ὅτι ἕνα νέο παιδί σκέπτεται νά ἀκολουθήσει τόν δρόμο τῆς ἱερωσύνης. Ὀφείλουμε νά τόν ἐνθαρρύνουμε στήν ἀπόφασή του αὐτή, ἐφ’ ὅσον δέν ἀποτελεῖ προϊόν ἐπιπολαιότητος ἤ ζήλου ἄνευ ἐπιγνώσεως. Ὀφείλουμε τέλος νά προσευχόμαστε στόν σταυρωθέντα καί ἀναστάντα Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστό, ὥστε νά τόν ἐνισχύει καί νά τόν ἐνδυναμώνει, καθώς ἐπίσης καί νά τόν προφυλάσσει ἀπό τόν πόλεμο καί τίς παγίδες τοῦ ἀντικειμένου.

Ἄς εὐχηθοῦμε ὅλοι μας κι ἄς προσευχηθοῦμε, ὅπως Κύριος ὁ Θεός ἡμῶν διασώζῃ τήν Ἐκκλησία Του ἀπό πάσης προσβολῆς τῶν ὁρατῶν καί ἀοράτων ἐχθρῶν, καί ἐνισχύῃ πάντας ἡμᾶς, κληρικούς καί λαϊκούς, ποιμένες καί ποιμαινομένους, στήν κατά Θεόν πολιτεία. Ἐξαιρέτως δέ σήμερα ἄς συνευχηθοῦμε μέ τόν ὑμνωδό, ὅπως ἡ ἀήττητος, καί ἀκατάλυτος, καί θεία δύναμις τοῦ Τιμίου καί ζωοποιοῦ Σταυροῦ, μή ἐγκαταλίπῃ ἡμᾶς πάσας τάς ἡμέρας τῆς ζωῆς ἡμῶν.

† Ὁ Ἀθηνῶν Ι Ε Ρ Ω Ν Υ Μ Ο Σ, Πρόεδρος
† Ὁ Κερκύρας καί Παξῶν Νεκτάριος
† Ὁ Γλυφάδας, Ἑλληνικοῦ, Βούλας, Βουλιαγμένης καί Βάρης Παῦλος
† Ὁ Ἐδέσσης, Πέλλης καί Ἀλμωπίας Ἰωήλ
† Ὁ Θήρας, Ἀμοργοῦ καί Νήσων Ἐπιφάνιος
† Ὁ Ζιχνῶν καί Νευροκοπίου Ἱερόθεος
† Ὁ Ἐλευθερουπόλεως Χρυσόστομος
† Ὁ Σερβίων καί Κοζάνης Παῦλος
† Ὁ Μεσογαίας καί Λαυρεωτικῆς Νικόλαος
† Ὁ Ἀλεξανδρουπόλεως Ἄνθιμος
† Ὁ Νεαπόλεως καί Σταυρουπόλεως Βαρνάβας
† Ὁ Πατρῶν Χρυσόστομος
† Ὁ Κυθήρων Σεραφείμ

Ὁ Ἀρχιγραμματεύς

 

† Ὁ Διαυλείας Γαβριήλ