Επιλέξτε τη γλώσσα σας

 

(Για να διαβάσετε το κείμενο σε μορφή PDF, επιλέξτε εδώ)


ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΜΕ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΟ ΤΑΧΥΔΡΟΜΕΙΟ
Πρωτ. 5721
Ἀριθ. Ἀθήνησι τῇ 13ῃ Νοεμβρίου 2023
Διεκπ. 2628

Πρός
τόν Ἀξιότιμο
κ. Κωνσταντῖνο Κυρανάκη
Ὑφυπουργό Ψηφιακῆς Διακυβερνήσεως
Ἐνταῦθα

Θέμα: «Α. Προθεσμία διορθώσεως κτηματολογικῶν ἐγγραφῶν - Β. Ὁρι-
στική ἀπώλεια κυριότητας λόγῳ μή διορθώσεως πρώτων ἐγγραφῶν – Γ.
Μή ἀναγνώριση κυριότητας τῶν ἐκκλησιαστικῶν Ν.Π.Δ.Δ. ἐπί Ἱερῶν
Ναῶν καί Ἱερῶν Μονῶν - Σφάλματα τοῦ ΝΠΔΔ “Ἑλληνικό Κτηματολό-
γιο”»

Ἀξιότιμε κύριε Ὑπουργέ,

Κατόπιν Συνοδικῆς Ἀποφάσεως, ἡ ὁποία ἐλήφθη στήν Συνεδρίαση
τῆς Διαρκοῦς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς 2ας μηνός Νοεμβρίου 2023, σᾶς ἀπευθύ-
νουμε τήν παροῦσα ἐπιστολή, παρακαλώντας γιά τήν προσοχή καί συναν-
τίληψη τοῦ Ὑπουργείου σας γιά τά κατωτέρω θέματα, πού ἀνήκουν τόσο
στήν ἁρμοδιότητα νομοθετικῆς πρωτοβουλίας σας ὡς Ὑπουργοῦ, ὅσο τοῦ
Ν.Π.Δ.Δ. «Ἑλληνικό Κτηματολόγιο» καί ἀφοροῦν, πλήν ἄλλων, τήν ἐκ-
κλησιαστική περιουσία.

Α. Παράταση προθεσμίας διορθώσεως ἐγγραφῶν.

Ἐν ὄψει ἐπικειμένης λήξεως (31.12.2023) τῆς προθεσμίας διορθώσεως
τῶν ἀνακριβῶν ἀρχικῶν ἐγγραφῶν σέ πολλές περιφέρειες, παρακαλοῦμε
θερμότατα γιά τήν χορήγηση σχετικῆς παρατάσεως.
Ἡ ἐκκλησιαστική περιουσία ἐμφανίζει τίς ἴδιες ἀκριβῶς ἀδυναμίες
πού ἐμφανίζει καί ἡ δημόσια περιουσία (μεγάλη διασπορά στήν Ἑλληνική
Ἐπικράτεια, δυσκολίες ἐντοπισμοῦ/ὁριοθετήσεως, καταπατήσεις ἰδιωτῶν
κ.λπ.). Κατά τήν διάρκεια τῆς πανδημίας τοῦ κορωνοϊοῦ Covid-19 οἱ ἐκ-
κλησιαστικοί φορεῖς ἔπρεπε νά ἐξυπηρετήσουν φιλανθρωπικές προτεραιό-
τητες, ἐνῶ μειώθηκαν στό ἐλάχιστο οἱ πόροι τους. Συνεπῶς, κατέστη ἀδύ-
νατο γιά τά ἐκκλησιαστικά ΝΠΔΔ (Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, Ἱερές Μητρο-
πόλεις, Ἱερές Μονές καί Ἐνορίες, ἄρθρο 1 παρ. 4 ν. 590/1977) νά προβοῦν
μαζικά σέ τοπογράφηση ἀκινήτων καί σύνταξη δηλώσεων δικαιωμάτων
τους. Ἀρκεῖ ἐνδεικτικῶς νά ἐπισημάνουμε ὅτι ὑφίστανται ἀκόμα καί πα-
λαίφατες βυζαντινές Μονές στό λεκανοπέδιο τῆς Ἀττικῆς, οἱ ὁποῖες ἀνα-
φέρονται στίς σχετικές ἐγγραφές τοῦ Κτηματολογίου ὡς «ἀγνώστου» ἰδιο-
κτήτη.

Ἐπειδή μετά τήν λήξη τῆς προθεσμίας διορθώσεως πρώτων ἐγγρα-
φῶν, τά ἀκίνητα ἐπί τῶν ὁποίων δέν ὑπεβλήθησαν δηλώσεις, ὅπως καί τά
ἀκίνητα «ἀγνώστου ἰδιοκτήτη» θά περιέλθουν αὐτοδικαίως στό Ἑλληνικό
Δημόσιο καί ἐν ὄψει ἐπικειμένης λήξεως (31.12.2023) τῆς προθεσμίας διορ-
θώσεως τῶν ἀνακριβῶν ἀρχικῶν ἐγγραφῶν, παρακαλοῦμε θερμότατα γιά
τήν χορήγηση παρατάσεως τουλάχιστον δύο (2) ἐτῶν, προκειμένου α) νά
ἐργασθοῦν οἱ τοπογράφοι μηχανικοί καί νομικοί τῶν οἰκείων ἐκκλησια-
στικῶν φορέων μέ τρόπο ὁλοκληρωμένο γιά ὅλες τίς Μητροπόλεις, Μονές
καί Ἐνορίες τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπικράτειας καί β) νά μή χρειασθεῖ, σέ περί-
πτωση ἀπώλειας τῆς σχετικῆς προθεσμίας, νά ἀπασχοληθοῦν τά ἑλληνικά
δικαστήρια μέ ἑκατοντάδες ἀγωγές.

Β. Ὁριστική ἀπώλεια κυριότητας λόγῳ μή διορθώσεως πρώτων ἐγ-
γραφῶν.

Κατά τόν ἰσχύοντα νόμο 2664/1998 ἡ ὁριστικοποίηση τῶν πρώτων
ἐγγραφῶν ὑπέρ τρίτου ἤ τοῦ Δημοσίου ἀντί τοῦ ἀληθοῦς ἰδιοκτήτη, συνε-
πάγεται τήν ἀπώλεια τῆς κυριότητας γιά τόν πραγματικό κύριο, ὁ ὁποῖος
μόνον ἀποζημίωση μπορεῖ νά διεκδικήσει ἀπό τόν ἀναγνωρισθέντα ὡς ἰδι-
οκτήτη.

Ὑπενθυμίζεται ὅτι διά εἰδικῶν διατάξεων νόμου ἔχει ἀπαγορευθεῖ ἡ
χρησικτησία σέ βάρος τῆς ἐκκλησιαστικῆς περιουσίας. Εἰδικότερα ἐπιτρέ-
πεται ἔκτακτη χρησικτησία δυνάμει: α) 40ετοῦς νομῆς ἕως τίς 12.9.1915
γιά ἀκίνητα Μονῶν, β) 20ετοῦς νομῆς ἕως 16.8.1969 γιά ἀκίνητα Ἐνοριῶν
καί λοιπῶν ἐκκλησιαστικῶν νομικῶν προσώπων, ἐνῶ ἀπολύτως ἀπαγο-
ρεύεται ἡ χρησικτησία σέ πράγματα ἐκτός συναλλαγῆς, ὅπως τά ἀκίνητα-
κτίρια Ἱερῶν Μονῶν καί Ναῶν (ΑΚ 966, βλ. Ἀθ. Κόντη σέ Δίτομη
Ἑρμηνεία Ἀστικοῦ Κώδικα (ΔΕΑΚ), Νομική Βιβλιοθήκη 2020, άρθρο 51
ΕισΝΑΚ, ἀριθ. 21-22). Οἱ ἀνωτέρω προστατευτικές διατάξεις ὑπέρ τῆς ἐκ-
κλησιαστικῆς περιουσίας εἰσήχθησαν, ἐπειδή ἡ ἐν λόγω ἀκίνητη περιουσία
ἔχει τά ἴδια χαρακτηριστικά μέ τήν δημόσια περιουσία - τά ἐκκλησια-
στικά ΝΠΔΔ εἶναι δημόσιοι καί μή κερδοσκοπικοί φορεῖς καί εἶναι ἰδιο-
κτῆτες μέ μεγάλη διασπορά ἀκίνητης περιουσίας, πού ἀντιμετωπίζει χιλιά-
δες καταπατήσεις.

Εἶναι, κατά συνέπεια, κατανοητό ὅτι μέ τήν γενική αὐτή διάταξη,
πέραν τοῦ ὅτι καταργοῦνται ὅλες οἱ παραπάνω εἰδικές προστατευτικές δι-
ατάξεις, εἰσάγεται κατά παρέκκλιση τοῦ ἄρθρου 17 Συντάγματος καί 1
τοῦ Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου τῆς ΕΣΔΑ, ἕνας νέος λόγος διά νό-
μου ἀπώλειας τῆς κυριότητας καί δή χωρίς προηγούμενη ἀποζημίωση, πού
εἶναι ἡ μή ὑποβοήθηση τοῦ Κράτους ἀπό τόν ἰδιοκτήτη κατά τήν διαδικα-
σία κτηματογραφήσεως.

Δικαιολογία τῆς ρυθμίσεως αὐτῆς δέν εἶναι μόνον ἡ ἀνάγκη παντί
τρόπῳ ὁριστικοποιήσεως τῶν κτηματολογικῶν ἐγγραφῶν, ἀλλά καί ὅτι ὁ
ἀληθής ἰδιοκτήτης δέν συμμετεῖχε στήν διαδικασία καταγραφῆς τῆς περι-
ουσίας του, καλούμενος νά δηλώσει ἐκ νέου περιουσιακά δικαιώματα πού
ἔχουν καταχωρισθεῖ στά βιβλία μεταγραφῶν τῶν Ὑποθηκοφυλακείων ἤ
δέν παρενέβη γιά νά διορθωθοῦν ἐσφαλμένες ἐγγραφές.

Ἀπό τήν ἄποψη ὅμως τῶν ἐννόμων συνεπειῶν, ἡ διαδικασία ἐξακρι-
βώσεως ἐμπραγμάτων δικαιωμάτων μετατρέπεται ἐν τέλει σέ ἰδιωτική ὑ-
πόθεση, ἐνῶ ἡ κτηματογράφηση εἶναι κατ’ ἀρχήν κρατική ὑποχρέωση (ἄρ-
θρο 24 παρ. 2 τελευταῖο ἐδάφιο Συντ.: «Η σύνταξη εθνικού κτηματολο-
γίου συνιστά υποχρέωση του Κράτους») καί δέν εἶναι δυνατόν κτηματο-
γραφικά σφάλματα τῶν ἀναδόχων κτηματογραφήσεως ἤ τῶν Ἐπιτροπῶν
Ἐνστάσεων νά ἀποβαίνουν σέ βάρος τοῦ ἀληθοῦς ἰδιοκτήτη ἀποκλείον-
τάς του ὁριστικῶς τό δικαίωμα δικαστικῆς προστασίας τῆς περιουσίας
του (ἄρθρα 20 παρ. 1 Συντ., 6 παρ. 1 ΕΣΔΑ) καί ἐπιφέροντας στέρηση τῆς
περιουσίας του (ἄρθρα 17 παρ. 1 Συντ. 1 ΠΠΠ τῆς ΕΣΔΑ).

Εἰδικά μάλιστα οἱ Ἱερές Μονές, στίς ὁποῖες ἀνήκει ἡ συντριπτική
πλειοψηφία τῆς ἐκκλησιαστικῆς περιουσίας, τιμωροῦνται μέ ἀπώλεια κυ-
ριότητάς τους σέ ἀκίνητα πού εἶναι ἀναγνωρισμένα ὡς μοναστηριακά σέ
προεδρικά διατάγματα (σέ ἐκτέλεση τοῦ ἄρθρου 8 ν. 4684/1930) καί σέ
κυρωμένες μέ νόμους διμερεῖς συμφωνίες (Συμβάσεις τῆς 18ης.9.1952 καί
μεταγενέστερες διορθωτικές) μεταξύ Ἐκκλησίας καί Ἑλληνικῆς Πολιτείας
(βλ. ἄρθρα 51 παρ. 7 ν. 4301/2014, 262 ν. 5037/2023, καί ἀποφάσεις Ἀρείου
Πάγου 6/2020, 7/2019, 473/2015, 1338/2010). Τά παραπάνω σημαίνουν ὅτι
οἱ Μονές θά χάσουν ἐμπράγματα δικαιώματα κυριότητας παρότι ἔχουν
ἤδη καταλογογραφηθεῖ καί ἀναγνωρισθεῖ διά νόμου ἀπό τό Ἑλληνικό
Κράτος, ἐπειδή δέν πρόλαβαν νά ἀμυνθοῦν σέ ψευδεῖς δηλώσεις καταπα-
τητῶν ἤ νά ἐπιδιώξουν διορθώσεις ἀνακριβῶν ἐγγραφῶν σέ ὅλη τήν Ἐπι-
κράτεια. Γιά τόν λόγο αὐτό παρακαλοῦμε νά καταργηθεῖ αὐτή ἡ ρύθμιση
ὡς συνταγματικά καί ὑπερνομοθετικά ἀδικαιολόγητη.

Γ. Μή ἀναγνώριση κυριότητας τῶν ἐκκλησιαστικῶν Ν.Π.Δ.Δ. ἐπί Ἱε-
ρῶν Ναῶν καί Ἱερῶν Μονῶν - Σφάλματα τοῦ ΝΠΔΔ «Ἑλληνικό Κτημα-
τολόγιο».
Ἔχουν παρατηρηθεῖ περιπτώσεις παλαιφάτων Ἱερῶν Μονῶν καί Ἱ-
ερῶν Ναῶν πού φέρονται ὡς ἀντικείμενα κυριότητας ἰδιωτῶν ἤ ὡς «ἀγνώ-
στου» ἰδιοκτήτη.
Σημειώνεται ὅτι οἱ Ἱερές Μονές καί Ἱεροί Ναοί πού εἶναι προγενέ-
στεροι τοῦ 1830, παρ’ ὅτι ὡς ἀρχαῖα μνημεῖα τελοῦν ὑπό τήν προστασία
τῆς ἀρχαιολογικῆς νομοθεσίας (ν. 4858/2021) καί τήν ἐποπτεία τῆς οἰκείας
Ἐφορείας Ἀρχαιοτήτων, δέν ἀνήκουν κατά κυριότητα στό Ἑλληνικό Δη-
μόσιο, ἀλλά ἀποτελοῦν ἀκίνητα ἰδιοκτησίας τοῦ οἰκείου ἐκκλησιαστικοῦ
νομικοῦ προσώπου (τῆς οἰκείας Ἱερᾶς Μονῆς γιά λειτουργοῦσες/ἐρημωθεῖ-
σες Μονές ἤ τῆς οἰκείας Ἱερᾶς Μητροπόλεως γιά διαλελυμένες Μονές ἀντι-
στοίχως ἤ τῆς οἰκείας Ἐνορίας γιά κάθε εἴδους Ἱερούς Ναούς πού δέν εἶ-
ναι ἰδιοκτησία τρίτων, κατά τά ἄρθρα 39 παρ. 3, 36 παρ. 1, 47 παρ. 3.β. ν.
590/1977, ὅπως ἰσχύουν).
Κατά τό ἄρθρο 73 τοῦ ἰσχύοντος ἀρχαιολογικοῦ νόμου 4858/2021
(ΦΕΚ Α΄ 220/19.11.2021), τό Ἑλληνικό Δημόσιο δέν ἔχει κυριότητα σέ ἀρ-
χαῖα μνημεῖα θρησκευτικοῦ χαρακτήρα, ἀλλά τό οἰκεῖο ἐκκλησιαστικό
νομικό πρόσωπο: «1. Τα υπάρχοντα την 28η.6.2002 δικαιώματα κυριότη-
τας των εκκλησιαστικών νομικών προσώπων της Εκκλησίας της Ελλάδας,
της Εκκλησίας της Κρήτης, των Μητροπόλεων της Δωδεκανήσου, του Οι-
κουμενικού Πατριαρχείου της Κωνσταντινουπόλεως, των Πατριαρχείων
Αλεξανδρείας, Αντιοχείας και Ιεροσολύμων, της Ιερής Μονής του Σινά,
των Ιερών Μονών του Αγίου Όρους, των Ιερών Μονών της Αγίας Ανα-
στασίας της Φαρμακολύτριας στη Χαλκιδική, των Βλατάδων στη Θεσσα-
λονίκη και του Ευαγγελιστή Ιωάννη του Θεολόγου στην Πάτμο, άλλων
νομικών προσώπων ή άλλων ενώσεων προσώπων που εκπροσωπούν θρη-
σκείες ή δόγματα, σε αρχαία μνημεία θρησκευτικού χαρακτήρα, ακόμη
και αν χρονολογούνται μέχρι και το 1453, διατηρούνται». Καί ὁ προη-
γούμενος ἀρχαιολογικός νόμος 3028/2002 (ΦΕΚ Α΄ 153/28.6.2022) ἐπίσης
στό ἄρθρο 73 ὅριζε: «1. Τα υπάρχοντα κατά την έναρξη ισχύος του νόμου
αυτού δικαιώματα κυριότητας των εκκλησιαστικών νομικών προσώπων
της Εκκλησίας της Ελλάδας, της Εκκλησίας της Κρήτης, των Μητροπό-
λεων της Δωδεκανήσου, του Οικουμενικού Πατριαρχείου της Κωνσταντι-
νουπόλεως, των Πατριαρχείων Αλεξανδρείας, Αντιοχείας και Ιεροσολύ-
μων, της Ιερής Μονής του Σινά, των Ιερών Μονών του Αγίου Όρους, των
Ιερών Μονών της Αγίας Αναστασίας της Φαρμακολύτριας στη Χαλκι-
δική, των Βλατάδων στη Θεσσαλονίκη και του Ευαγγελιστή Ιωάννη του
Θεολόγου στην Πάτμο, άλλων νομικών προσώπων ή άλλων ενώσεων προ-
σώπων που εκπροσωπούν θρησκείες ή δόγματα, σε αρχαία μνημεία θρη-
σκευτικού χαρακτήρα, ακόμη και αν χρονολογούνται μέχρι και το 1453,
διατηρούνται».

Ἡ νομολογία ἑρμηνεύοντας τίς ἀνωτέρω διατάξεις ἔχει παγίως
κρίνει ὅτι ἱστορικοί Ναοί, ἱστορικές Μονές καί τά Μετόχιά τους
συνιστοῦν ἀρχαιολογικά μνημεῖα πού ἐξυπηρετοῦν θρησκευτικούς
σκοπούς καί ἀνήκουν κατά κυριότητα στό οἰκεῖο, κατά περίπτωση,
ἐκκλησιαστικό νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου (Μητρόπολη, Ἐνορία,
Μονή κ.λπ.) καί εἶναι πράγματα ἐκτός συναλλαγῆς κατ’ ἄρθρο 966 ΑΚ (βλ.
ἀποφάσεις Ἐφετείου Πειραιῶς 608/2021 εἰς www.valsamon.com, Ἐφετείου
Ἀθηνῶν 421/2018 εἰς ἱστοσελίδα Nomos, Εἰρηνοδικείου Αἰγίνης 1/2022,
Νομοκανονικά, τ. 1/2023, σελ. 176 ἕπ. καί προσφάτως Μον. Πρωτοδικείου
Πειραιῶς 3567/2023 [ἀδημ.]).

Ἐπίσης, εἰδικῶς γιά τίς διαλελυμένες Μονές, ὑπενθυμίζεται ὅτι κατά
τό ἄρθρο 39 παρ. 3 ἐδάφιο β τοῦ ν. 590/1977 (ΦΕΚ Α΄ 146), ὅπως ἀντικα-
ταστάθηκε μέ τό ἄρθρο 51 παρ. 2 τοῦ ν. 4301/2014 (ΦΕΚ Α΄ 223/7.10.2014),
ἰσχύει ὅτι: «Ναοί και περιουσίες διαλελυμένων ή διαλυομένων Μονών
παραμένουν στην κυριότητα του νομικού προσώπου της οικείας Ιεράς
Μητροπόλεως ή περιέρχονται αυτοδίκαια, σε περίπτωση συγχωνεύσεώς
τους με άλλη Μονή, στην κυρία Μονή ή, σε περίπτωση ανασυστάσεως,
στην ανασυνιστώμενη Μονή».

Περαιτέρω, οἱ νόμιμες προϋποθέσεις γιά τήν ἀναγνώριση ἰδιωτῶν
ὡς κυρίων ἰδιόκτητων Ἱερῶν Ναῶν καί ἰδιωτικῶν Μονῶν τέθηκαν μέ τό
ἀπό 26.4/8.5.1834 βασιλικό διάταγμα (ΦΕΚ Α΄ 50), τοῦ ὁποίου τό ἄρθρο 1
ὅρισε ὅτι: «Ὅλα τὰ ἰδιωτικὰ μοναστήρια καὶ ναοί, ἐπὶ τῶν ὁποίων ἔχει
τις ἀποδεδειγμένα δικαιώματα ἰδιοκτησίας, μένουν εἰς αὐτὸν ἀνενοχλή-
τως». Ἡ παραπάνω διάταξη κάνοντας λόγο γιά «ἀποδεδειγμένα» δικαιώ-
ματα ἐννοεῖ γραπτό «τίτλο ιδιοκτησίας» ὡς λόγο ἀναγνωρίσεως τῆς κυρι-
ότητας σέ ἰδιώτη ἐπί (ἰδιωτικῆς) Ἱερᾶς Μονῆς ἤ (ἰδιωτικοῦ) Ἱεροῦ Ναοῦ.
Τά ἴδια ὡς ἄνω ἐπανελήφθησαν καί σέ μεταγενέστερες διατάξεις,
ὅπως τοῦ ἄρθρου 1 παρ. 2 τοῦ ν. ΓΦΣΤ΄/1910 (= ν. 3596/1910, ΦΕΚ Α΄ 93)
καί τοῦ ἄρθρου 1 παρ. 2 ἀν. νόμου 2200/1940 (ΦΕΚ Α΄ 42), πού ἔκανε
λόγο γιά Ναούς «Συναδελφικούς ἤ Κτητορικούς ἤ ἰδιοκτήτους, δυνάμει
τίτλων».

Δηλώσεις ἰδιωτῶν, πού προβάλλουν δικαιώματα κυριότητας σέ Να-
ούς καί Μονές, πρέπει νά ἀπορρίπτονται ἀπό τά κατά τόπον ἁρμόδια
Κτηματολογικά Γραφεῖα καί Γραφεῖα Κτηματογραφήσεως ἐάν δέν στηρί-
ζονται σέ χαρτώους τίτλους ἰδιοκτησίας αναγόμενους εἴτε ἕως τό ἀπό
26.4/8.5.1834 βασιλικό διάταγμα (ΦΕΚ Α΄ 50), γιά Ναούς καί Μονές πού
ἀνεγέρθηκαν ἕως τήν ἔναρξη ἰσχύος τοῦ β.δ/τος εἴτε, στήν περίπτωση πού
κτίσθηκαν μεταγενέστερα τῆς ἐνάρξεως ἰσχύος τοῦ β.δ/τος, ἐάν δέν
στηρίζονται σέ γραπτούς τίτλους ἰδιοκτησίας τοῦ οἰκείου ἀκινήτου
ἀναγόμενους τουλάχιστον στόν χρόνο ἀνεγέρσεως τοῦ κτιρίου (ἄρθρα 1
παρ. 2 τοῦ ν. ΓΦΣΤ΄/1910 (= ν. 3596/1910, ΦΕΚ Α΄ 93), 1 παρ. 2 ἀν. νόμου
2200/1940 [ΦΕΚ Α΄ 42]).

Συνεπῶς, ἰδιώτης πού προβάλλει δικαίωμα κυριότητας ἐπί Ναοῦ ἤ
Μονῆς ὑφιστάμενου ὅταν ἄρχισε νά ἰσχύει τό ὡς ἄνω ἀπό 26.4/8.5.1834
βασιλικό διάταγμα, δηλ. Ναό ἤ Μονή πού ἀνεγέρθηκε στήν βυζαντινή ἤ
μεταβυζαντινή περίοδο ἤ τήν περίοδο τῆς τουρκοκρατίας, ἤ ὑφιστάμενου
ὅταν ἄρχισαν νά ἰσχύουν τά ἄρθρα 1 παρ. 2 τοῦ ν. ΓΦΣΤ΄/1910 (= ν.
3596/1910, ΦΕΚ Α΄ 93), 1 παρ. 2 ἀν. νόμου 2200/1940 [ΦΕΚ Α΄ 42]) πρέπει
νά ἀποδεικνύει: α) ὅτι διαθέτει ἐπ’ ὀνόματι τοῦ ἰδίου ἤ τῶν δικαιοπαρό-
χων του τίτλους ἰδιοκτησίας ἐπί τοῦ ἀκινήτου πού ἀνεγέρθηκε ὁ Ναός ἤ ἡ
Μονή, β) ὅτι ὁ Ναός ἤ ἡ Μονή ανεγέρθηκε μέ δαπάνες δικές του ἤ τῶν δι-
καιοπαρόχων του μέ ἄδεια τοῦ ἐπιχώριου Ἐπισκόπου (καί ὄχι π.χ. ὅτι ο
δικαιοπάροχός του διέθεσε τό ἀκίνητο καί κτίσθηκε Ναός μέ δαπάνες τῶν
κατοίκων τοῦ οἰκισμοῦ γιά τίς λατρευτικές ἀνάγκες τους), γ) ὅτι ὁ Ναός ἤ
ἡ Μονή δέν ἀνεγέρθηκαν μέ σκοπό νά περιέλθουν ἐξ ἀρχῆς σέ δημόσια
λατρεία γιά τίς ἀνάγκες τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας π.χ. ἡ τέλεση Ἀκολουθιῶν,
Μυστηρίων π.χ. Θείας Εὐχαριστίας, γάμων, βαπτισμάτων γιά τούς κατοί-
κους τῆς περιοχῆς συνιστᾷ δημόσια λατρεία (βλ. ἀποφάσεις Ἀρείου Πά-
γου 29/2018 εἰς ἱστοσελίδα Nomos, Ἀρείου Πάγου 983/2017, Νομοκανο-
νικά, τεῦχ. 2/2018, σελ. 181 επ. (μέ σχόλιο Ἀθ. Κόντη), Ἐφετείου Πειραιῶς
608/2021, ὅπ.π., Ἐφετείου Ἀθηνῶν 421/2018, ὅπ.π., Πολ. Πρωτοδικείου
Ναυπλίου 698/2020, Νομοκανονικά, τεῦχ. 2/2021 σελ. 147 ἕπ., Εἰρηνοδι-
κείου Αἰγίνης 1/2022, ὅπ.π., Μον. Πρωτοδικείου Πειραιῶς 3567/2023,
ὅπ.π.). Γενικά ὡς δημόσια λατρεία νοεῖται ὄχι μόνο ἡ τέλεση Ἀκολουθιῶν
καί ἐν γένει ἱεροπραξιῶν μέ τήν συμμετοχή κληρικοῦ, ἀλλά καί ἡ παρα-
μονή τοῦ Ναοῦ ἀνοικτοῦ στό κοινό γιά προσέλευση καί λατρευτικές πρά-
ξεις ἐντός του Ναοῦ κατά τήν Ἱερά Παράδοση, στίς ὁποῖες μετέχουν μό-
νον λαϊκοί (ὅπως προσευχή, ἄναμμα κεριῶν, προσκύνηση Ἱερῶν Εἰκόνων
κλπ) (βλ. ἐνδεικτικῶς ἀπόφαση ΣτΕ 598/2020 στό www.valsamon.com). Ἡ
δέ θέση ἰδιωτικοῦ Ναοῦ σέ δημόσια λατρεία σέ ἀργότερο χρονικό σημεῖο
εἶναι λόγος σφραγίσεως, ἀπαλλοτριώσεως ἤ ἀφαιρέσεως της διοικήσεώς
του (βλ. ἄρθρα 6 ἀν. νόμου 2200/1940, 13 Κανονισμοῦ Εκκλησίας της Ελ-
λάδος 8/1979, ΦΕΚ Α΄ 1/1980).

Γιά τούς ἀνωτέρω λόγους, συμβολαιογραφικά ἔγγραφα οἱασδήποτε
φύσεως (γονική παροχή, δωρεά, κληρονομική διαδοχή, πώληση κ.λπ.)
μεταξύ ἰδιωτῶν πού συμπεριέλαβαν Ναούς ἤ Μονές ὀφείλουν νά
μνημονεύουν τόν χρόνο ἀνεγέρσεώς τους καί νά ἐξιστοροῦν πάντοτε
σειρά τίτλων ἰδιοκτησίας ἀποδεικνυόντων κυριότητα τῶν δικαιοπαρόχων
τους ἀναγόμενη ἕως τοῦ χρόνου ἀνεγέρσεως τοῦ Ναοῦ ἤ τῆς Μονῆς, ὅπως
ρητῶς ἐπιβάλλεται ἀπό τά ἄρθρα 1 τοῦ ἀπό 26.4/8.5.1834 βασιλικοῦ
διατάγματος (ΦΕΚ 50/1834), 1 παρ. 2 τοῦ ν. ΓΦΣΤ΄/1910 (= ν. 3596/1910,
ΦΕΚ Α΄ 93), 1 παρ. 2 ἀν. νόμου 2200/1940 (ΦΕΚ Α΄ 42), καί ἀναλόγως τοῦ
χρόνου ἀνεγέρσεώς τους. Σέ ἀντίθετη περίπτωση ὁποιαδήποτε ἐκποιητική
δικαιοπραξία μέ ἀντικείμενο Ναό ἤ Μονή καθίσταται ἄκυρη (βλ.
ἀποφάσεις Ἐφετείου Πειραιῶς 608/2021, ὅπ.π., Πολ. Πρωτοδικείου
Πειραιῶς 2927/2016, ὅπ.π., Μον.Πρωτοδικείου Πειραιῶς 3567/2023, όπ.π.)
Ἐπιπλέον ἡ ὑποχρέωση ἀποδείξεως κυριότητας σέ Ναούς καί Μονές
μόνο μέ χαρτώους τίτλους κυριότητας πρέπει νά συνδυασθεῖ μέ τήν
βασική ἀπαγόρευση ἀποκτήσεως ἀπό ἰδιώτη κυριότητας δυνάμει
χρησικτησίας σέ Μονή ἤ Ναό. Εἰδικότερα, ναί μέν τά ἑλληνικά δικαστή-
ρια δέχονται ὅτι ἰδιώτης μπορεῖ νά θεμελιώσει κυριότητα μέ ἔκτακτη χρη-
σικτησία σέ ἀκίνητο ἰδιοκτησίας Μονῆς, ἐάν ἀποδεικνύει ἀδιατάρακτη
νομή 40 ἐτῶν ἕως τίς 12.9.1915 (ἀπόφαση Ἀρείου Πάγου 1799/2006, εἰς
www.valsamon.com) καί σέ ἀκίνητο ἰδιοκτησίας Ἐνορίας, ἐάν ἀποδει-
κνύει νομή 20 ἐτῶν ἕως τίς 16.8.1969 (ἡμερομηνία πού ἄρχισαν νά ἰσχύουν
οἱ ἀπαγορευτικές τῆς χρησικτησίας διατάξεις τοῦ Κανονισμοῦ τῆς Ἐκκλη-
σίας τῆς Ἑλλάδος 4/1969, βλ. ἀπόφαση Ἀρείου Πάγου 1558/2001), ὅμως
ἐπί τοῦ ἀκινήτου ἐπί τοῦ ὁποίου κεῖται Ἱερός Ναός ἤ Ἱερά Μονή δέν νοεῖ-
ται χρησικτησία ἰδιώτη, διότι ὡς πράγματα ἀφιερωμένα σέ θρησκευτικό
σκοπό εἶναι ἐκτός συναλλαγῆς καί συνεπῶς δέν ὑπόκεινται σέ χρησικτη-
σία (ΑΚ 966, 1054). Τά πράγματα μέ προορισμό τήν ἐκπλήρωση θρησκευ-
τικοῦ σκοποῦ ὁρίζονται στό ἄρθρο 966 ΑΚ: «Πράγματα εκτός συναλλα-
γής είναι τα κοινά σε όλους, τα κοινόχρηστα και τα προορισμένα για την
εξυπηρέτηση δημόσιων, δημοτικών, κοινοτικών ή θρησκευτικών σκοπών».
Κατά δέ το ἄρθρο 1054 ΑΚ προβλέπεται ὅτι: «Ἀνεπίδεκτα χρησικτησίας,
τακτικῆς ἤ ἔκτακτης, εἶναι τά ἐκτός συναλλαγῆς πράγματα».

Οἱ Ἱεροί Ναοί καί οἱ Ἱερές Μονές εἶναι ἀνεπίδεκτοι τακτικῆς ἤ
ἔκτακτης χρησικτησίας ὡς ἐκτός συναλλαγῆς πράγματα (1054 ΑΚ), τόσο
τό οἰκοδόμημα, ὅσο καί τό ἀκίνητο ἐπί τοῦ ὁποίου ἔχει κτισθεῖ ὁ Ναός ἤ ἡ
Μονή, ἀφοῦ ἐκ τῶν πραγμάτων δέν μπορεῖ νά γίνει διαχωρισμός
(ἀποφάσεις Ἀρείου Πάγου 983/2017, ὅπ.π.,Ἐφετείου Δυτικῆς Στ. Ἑλλάδος
156/2014, εἰς ἱστοσελ. Nomos, Ἀρμενόπουλος 2015, σελ. 220, Ἐφετείου
Θεσ/κης 546/2004, Ἑλληνική Δικαιοσύνη τόμος 46, σελ. 913 ἕπ., Ἐφετείου
Δωδεκανήσου 82/2007, εἰς Nomos, Νομοκανονικά τεῦχ. 1/2009, σελ. 122
επ.). Εἰδικά γιά τούς Ἱερούς Ναούς, στά Βασιλικά (βιβλίο 46 Τ.τ.3, θέμα 3
= Νεαρά 6. παρ. 2111.8) ἀναφέρεται ὅτι «Ἱερόν ἐστι πρᾶγμα τό δημόσια
ἀφιερωθέν, τά γάρ ἰδιωτικά οὔκ εἰσιν ἱερά, εἴ δε καταπέσῃ τό οἰκοδό-
μημα, μένει ἱερός ὁ τόπος» (βλ. Ἑξάβιβλο Ἀρμενοπούλου Βιβλίο Δεύτερο,
Τίτλο Πρῶτο § 61). Ἄλλωστε, κατά τό Κανονικό Δίκαιο τῆς Ἀνατολικῆς
Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ δέν προβλέπεται διαδικασία ἄρσεως
τοῦ χαρακτηρισμοῦ πράγματος ὡς ἱεροῦ, ἐξαιρουμένης τῆς βεβηλώσεως
τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ, συνεπείᾳ τῆς ὁποίας ἀπαγορεύεται προσωρινῶς ἡ τέλεση
λατρευτικῶν πράξεων πρίν ἀπό τήν ἀνάγνωση τῆς κεκανονισμένης εὐχῆς
καθάρσεως (Ἐφετείου Δυτικῆς Στ. Ἑλλάδος 156/2014, ἱστοσελ. Nomos,
Ἐφετείου Λαρίσης 845/2003 εἰς www.valsamon.com, ἘφΑΘ 3647/1980,
ἘλλΔνη 1982, 484 καί www.valsamon.com).

Κατόπιν τῶν ἀνωτέρω, ἀνήκουν στίς Ἐνορίες (ΝΠΔΔ, ἄρθρα 1 παρ.
4 καί 36 παρ. 1 ν. 590/1977) ἀκίνητα ἐπί τῶν ὁποίων κεῖνται τά κτίρια Ἱε-
ρῶν Ναῶν κάθε εἴδους (Ἐνοριακοί, Παρεκκλήσια, Ἐξωκκλήσια κ.λπ.) καί
στίς λειτουργοῦσες ἤ ἐρημωθεῖσες Ἱερές Μονές (ΝΠΔΔ, ἄρθρα 1 παρ. 4
καί 39 ν. 590/1977) ἀνήκουν τά ἀκίνητα μέ τά ἐπ’ αὐτῶν μοναστηριακά
συγκροτήματα τῶν ἐν λόγῳ Ἱερῶν Μονῶν, περιλαμβανομένων τῶν μετο-
χίων (χῶροι λατρείας κείμενοι ἐκτός περιβόλου Μονῆς, ἄρθρο 4 Κανονι-
σμοῦ 39/1972, ΦΕΚ Α΄ 103), ἐνῶ στίς Μητροπόλεις ἀνήκουν τά ἀκίνητα μέ
τά οἰκοδομήματα τῶν διαλελυμένων Ἱερῶν Μονῶν (ἄρθρο 39 παρ. 3 ν.
590/1977, ὅπως ἰσχύει) ἐκτός ἐάν οἱ διαλελυμένες Μονές ἀνασυστάθηκαν,
ὁπότε ex lege ἀνέκτησαν αὐτοδικαίως τήν περιουσία τους. Τονίζεται ὅτι
γιά τίς Μονές καί Ἐνορίες πού στεροῦνται ἱδρυτικοῦ βασιλικοῦ ἤ προε-
δρικοῦ διατάγματος ἐκδίδεται καί δημοσιεύεται στήν Ἐφημερίδα τῆς Κυ-
βερνήσεως σχετική διαπιστωτική πράξη τῆς Διαρκοῦς Ἱερᾶς Συνόδου γιά
τήν ὑπόσταση τῆς Ἱερᾶς Μονῆς ἤ Ἐνορίας κατ’ ἄρθρο 25 παρ. 1 ν.
4301/2014.

Οἴκοθεν νοεῖται ὅτι τά ἀνωτέρω ἀναλόγως ἰσχύουν καί γιά Μονές
καί Ναούς χρονολογούμενους καί μετά τό ἔτος 1830, καθ’ ὅσον δικαιώ-
ματα κυριότητας ἰδιωτῶν ἐπ’ αὐτῶν μόνο μέ χαρτῶο τίτλο ἰδιοκτησίας
μποροῦν νά ἀποδεικνύονται κατά τά ἄρθρα 1 τοῦ ἀπό 26.4/8.5.1834 βασι-
λικοῦ διατάγματος (ΦΕΚ 50), 1 παρ. 2 τοῦ ν. ΓΦΣΤ΄/1910 (= ν. 3596/1910,
ΦΕΚ Α΄ 93), 1 παρ. 2 ἀν. νόμου 2200/1940 (ΦΕΚ Α΄ 42).
Ἔχοντας τήν βεβαιότητα ὅτι ἀντιλαμβάνεσθε τίς ἀνωτέρω θέσεις τῆς
Ἱερᾶς Συνόδου, εὐχόμαστε νά ἔχετε τήν εὐλογία τοῦ Ἁγίου Θεοῦ στήν ζωή
καί τά καλά σας ἔργα καί διατελοῦμε μετά τῆς ἐν Κυρίῳ ἀγάπης καί τιμῆς.

† Ὁ Ἀθηνῶν Ι Ε Ρ Ω Ν Υ Μ Ο Σ, Πρόεδρος

Ὁ Ἀρχιγραμματεύς
Ἀρχιμ. Ἰωάννης Καραμούζης
Ἀκριβές Ἀντίγραφον
Ὁ Ἀρχιγραμματεύς
Ἀρχιμ. Ἰωάννης Καραμούζης
Κοινοποίηση:
1. ΝΠΔΔ «Ελληνικό Κτηματολόγιο»:
α) Ἀξιότιμο κ. Στυλιανό Σακαρέτσιο, Πρόεδρο Δ.Σ.
β) Νομική Διεύθυνση
2. Ἱερές Μητροπόλεις Ἐκκλησίας Ἑλλάδος
3. Διεύθυνση Προσωπικοῦ Ἱ. Συνόδου