Επιλέξτε τη γλώσσα σας

(Για να διαβάσετε το κείμενο σε μορφή PDF, επιλέξτε εδώ)


Πρωτ. 2264
Διεκπ. 1057
Ἀθήνῃσι 17ῃ Μαΐου 2016

Πρός
τήν Ἱεράν Ἀρχιεπισκοπήν Ἀθηνῶν καί
τάς Ἱεράς Μητροπόλεις τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος
τήν Ἐκκλησιαστικήν Κεντρικήν Ὑπηρεσίαν Οἰκονομικῶν
τάς Συνοδικάς Σταυροπηγιακάς Μονάς

Ἐκ Συνοδικῆς Ἀποφάσεως ληφθείσης ἐν τῇ Συνεδρίᾳ τῆς Διαρκοῦς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς 11ης μηνός Μαΐου ἐ.ἔ., καί κατόπιν συχνῶν ἐρωτημάτων Νομικῶν Συμβούλων καί Συμβολαιογράφων Ἐκκλησιαστικῶν Νομικῶν Προσώπων, γνωρίζομεν ὑμῖν τά κάτωθι:

1. Ἐκθέσεις ἀπογραφῆς (ἄρθρων 47 παρ. 3.β. τοῦ ν. 590/1977, 25 παρ. 1 τοῦ ν. 4301/2014)

Ἡ διάταξη τοῦ ἄρθρου 68 παρ. 1 ὑποπαρ. 8.α τοῦ ν. 4235/2014 (ΦΕΚ Α΄ 32/11.2.2014, ὅπως τροποποιήθηκε μέ τό ἄρθρο 51 παρ. 45 τοῦ ν. 4301/2014, ΦΕΚ Α΄ 223/7.10.2014) θέσπισε νέο εἶδος συμβολαιογραφικοῦ ἐγγράφου, τήν «ἔκθεση ἀπογραφῆς». Τό ἐν λόγῳ συμβολαιογραφικό ἔγγραφο δέν ἀποτελεῖ τίτλο συστατικό τῆς κυριότητας, δέν ἱδρύει μή ὑπάρχουσα κυριότητα, ἀλλά ἀποτελεῖ ἀποδεικτικό τύπο τῆς κυριότητας ἐκκλησιαστικοῦ νομικοῦ προσώπου, ὁ ὁποῖος εἴτε ἀποδεικνύει τήν (λόγῳ χρησικτησίας) ὑφιστάμενη κυριότητα, σέ περίπτωση ἐλλείψεως ἤ μή διασώσεως ἐγγράφου τίτλου ἰδιοκτησίας ἤ ἀποδεικνύει τήν κυριότητα στήν περίπτωση ἐκ τοῦ νόμου «οἱονεί καθολικῆς διαδοχῆς» μεταξύ ἐκκλησιαστικῶν νομικῶν προσώπων καί, ἑπομένως, διαδοχῆς τοῦ ἑνός στά περιουσιακά δικαιώματα τοῦ ἄλλου.

Α) Οἱ διατάξεις, πού προβλέπουν τήν ἔκθεση ἀπογραφῆς εἶναι:

i) ἄρθρο 47 παρ. 3.β τοῦ ν. 590/1977 (Καταστατικός Χάρτης τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ΦΕΚ A΄ 146), τοῦ ὁποίου ἡ παρ. 3.β προστέθηκε μέ τό ἄρθρο 68 παρ. 1 ὑποπαρ. 8.α τοῦ ν. 4235/2014 (ΦΕΚ Α΄ 32/11.2.2014), καί τά ἐδάφια α – β καί δ αὐτῆς ἀκολούθως ἀντικαταστάθηκαν μέ τό ἄρθρο 51 παρ. 4 καί 5 τοῦ ν. 4301/2014 (ΦΕΚ Α΄ 223/7.10.2014) : «β. Στήν περίπτωση τῆς ὁποτεδήποτε σύστασης νέων Ἱερῶν Μητροπόλεων ἤ Ἐνοριῶν, ἐκκλησιαστικά ἀκίνητα Μητροπόλεων, Ἐνοριῶν, παλαιῶν Ἐπισκοπῶν ἤ τέως ὀρθοδόξων χριστιανικῶν κοινοτήτων, πού ὑπάγονται πλέον στήν ἐδαφική περιφέρεια τῶν νέων Μητροπόλεων ἤ Ἐνοριῶν, περιέρχονται κατά κυριότητα σέ αὐτές ἀπό τή σύστασή τους ὡς οἱονεί καθολικούς διαδόχους, χωρίς ἄλλη πράξη ἤ συμβόλαιο ἤ ἀντάλλαγμα. Ὁ Μητροπολίτης τῆς νεοπαγοῦς Ἱερᾶς Μητροπόλεως ἤ ἡ Ἐνορία ὑποχρεοῦνται σέ ἀπογραφή τῶν ἀκινήτων, πού περιέρχονται ἤ περιῆλθαν σέ αὐτές καί ἡ ἔκθεση ἀπογραφῆς πού περιγράφει τά ἀκίνητα, καθώς καί τά λοιπά ἐμπράγματα δικαιώματα ἐπί τῶν ἀκινήτων, ἐγκρίνεται ἀπό τή Δ.Ι.Σ. ἤ τό Μητροπολιτικό Συμβούλιο ἀντίστοιχα, περιβάλλεται τό συμβολαιογραφικό τύπο καί μαζί μέ τήν περίληψη, πού προβλέπεται ἀπό τίς διατάξεις τοῦ ἄρθρου 9 τοῦ β.δ. 533/1963 (A΄147), καταχωρίζεται στά οἰκεῖα βιβλία μεταγραφῶν τοῦ ἁρμόδιου ὑποθηκοφυλακείου καί ἀναλόγως πραγματοποιοῦνται καί οἱ ἀπαιτούμενες κτηματολογικές ἐγγραφές». Οἱ ἀνωτέρω ἐκθέσεις ἀπογραφῆς δέν ἀποτελοῦν μεταβιβαστικές ἐμπραγμάτων δικαιωμάτων πράξεις, συντάσσονται καί καταχωρίζονται χωρίς φόρους, εἰσφορές, ἀμοιβές, δικαιώματα καί τέλη. «Τά ἀνωτέρω ἰσχύουν στήν περίπτωση διαλύσεως, συγχωνεύσεως ἡ ἀνασυστάσεως Ἱερῶν Μονῶν ἤ συστάσεως μετοχίου ἀπό διαλελυμένες ἤ ἐρημωθεῖσες Ἱερές Μονές ἤ προσαρτήσεως Ἱερῶν Ναῶν σέ νομικά πρόσωπα τοῦ ἄρθρου 1 παράγραφος 4 ἤ μετατροπῆς Ἱεροῦ Ναοῦ σέ Ἱερά Μονή, ὁπότε καί συντάσσεται ἀπό τόν ἐπιχώριο Μητροπολίτη ἔκθεση ἀπογραφῆς τῆς ἀκίνητης περιουσίας καί μεταγράφεται κατά τά ἀνωτέρω».

[Κατά τό ἄρθρο 68 παρ. 1 ὑποπαρ. 8.β τοῦ ν. 4235/2014, ΦΕΚ Α΄ 32/11.2.2014 προβλέπεται ἐπίσης ὅτι : «β) Ὅσον ἀφορᾶ τήν ἐφαρμογή τῶν ἀνωτέρω διατάξεων τῆς παρούσας παραγράφου δέν θίγονται οἱ διατάξεις τοῦ Κώδικα Διατάξεων Φορολογίας Κληρονομιῶν, Δωρεῶν, Γονικῶν Παροχῶν, Προικῶν καί Κερδῶν ἀπό Λαχεῖα (ν. 2961/2001, Α΄ 266) καί τοῦ Κώδικα Φ.Π.Α. (ν. 2859/2000, Α΄ 248), ὅπως ἑκάστοτε ἰσχύουν».]

ii) ἄρθρο 25 παρ. 1 τοῦ ν. 4301/2014 (ΦΕΚ Α΄ 223/7.10.2014) :

«1. Ἡ σύσταση παλαιῶν Ἱερῶν Μονῶν (Ν.Π.Δ.Δ. ἤ Ν.Π.Ι.Δ. ἡσυχαστηρίων) καί Ἐνοριῶν τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, οἱ ὁποῖες ἱδρύθηκαν πρίν τήν ἔναρξη ἰσχύος τοῦ ν. 590/1977 καί κατά τό χρόνο ἵδρυσης τῶν ὁποίων δέν δημοσιεύθηκε διάταγμα ἱδρυτικό ἤ ἐγκριτικό τῆς ἱδρυτικῆς πράξης στήν Ἐφημερίδα τῆς Κυβερνήσεως, ἀποδεικνύεται μέ διαπιστωτική πράξη τῆς Διαρκοῦς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος κατόπιν εἰσηγήσεως τοῦ ἐπιχωρίου Μητροπολίτη, ἡ ὁποία δημοσιεύεται στήν Ἐφημερίδα τῆς Κυβερνήσεως καί καθορίζει: α) τήν ἐπωνυμία (τῆς Μονῆς ἤ του Ἐνοριακοῦ Ναοῦ τῆς Ἐνορίας ἀντίστοιχα), β) τήν ἕδρα τους, γ) τήν Ἱερά Μητρόπολη, στήν πνευματική δικαιοδοσία τῆς ὁποίας τώρα ὑπάγονται, δ) τό χρόνο ἵδρυσής τους, ἀναφερομένων ὁπωσδήποτε στό σῶμα της τῶν ἀποδεικτικῶν στοιχείων (ἔγγραφα δημόσιων ἤ ἐκκλησιαστικῶν ἀρχῶν, μοναστηριακό τυπικό κ.λπ.), ἀπό τά ὁποῖα συνάγεται ὁ χρόνος ἵδρυσής τους. Κατά τά λοιπά, ἰσχύουν καί γιά αὐτά τά ἐκκλησιαστικά νομικά πρόσωπα οἱ διατάξεις τοῦ ν. 590/1977 (Α΄ 146), καθώς καί τῶν ἄρθρων 7 τοῦ ν. 3800/1957 (Α΄ 256), 2 παρ. 2 περίπτωση ΙΓ τοῦ ν. 4030/2011 (Α΄ 249), 88 τοῦ ἀ.ν. 2200/1940 (Α΄ 42) γιά τή σύνταξη πράξεων τακτοποίησης καί ἐκθέσεων ἀπογραφῆς δικαιωμάτων τους ἀπό τά ἴδια ἤ τους διαδόχους τους».

Β) Ἀκίνητα, γιά τά ὁποῖα δύναται νά συνταχθεῖ ἔκθεση ἀπογραφῆς.

1. Κατά τή διάταξη τοῦ ἄρθρου 47 παρ. 3.β τοῦ ν. 590/1977 ἔκθεση ἀπογραφῆς συντάσσεται :
α) σέ περίπτωση καθολικῆς διαδοχῆς ἐκ τοῦ νόμου (ratione loci διαδοχή) δικαιωμάτων ἐπί τοῦ ἰδίου ἀκινήτου μεταξύ ἐκκλησιαστικῶν νομικῶν προσώπων λόγῳ τῆς τοπικῆς τους ἁρμοδιότητας. Ἡ διάταξη τοῦ ἄρθρου 47 παρ. 3.β ἐδαφ. α ὁρίζει ὅτι : «β. Στήν περίπτωση τῆς ὁποτεδήποτε σύστασης νέων Ἱερῶν Μητροπόλεων ἤ Ἐνοριῶν, ἐκκλησιαστικά ἀκίνητα Μητροπόλεων, Ἐνοριῶν, παλαιῶν Ἐπισκοπῶν ἤ τέως ὀρθοδόξων χριστιανικῶν κοινοτήτων, πού ὑπάγονται πλέον στήν ἐδαφική περιφέρεια τῶν νέων Μητροπόλεων ἤ Ἐνοριῶν, περιέρχονται κατά κυριότητα σέ αὐτές ἀπό τή σύστασή τους ὡς οἱονεί καθολικούς διαδόχους, χωρίς ἄλλη πράξη ἤ συμβόλαιο ἤ ἀντάλλαγμα».

Ὁ κανόνας τοῦ πρώτου ἐδαφίου τῆς παρ. 3.β τοῦ ἄρθρου 47 ὁρίζει ὅτι οἱ ὁποτεδήποτε (δηλαδή καί κατά τό παρελθόν, πρό τῆς ἰσχύος τοῦ ν. 590/1977) συσταθεῖσες Ἱερές Μητροπόλεις ἤ Ἐνορίες Μητροπόλεων τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος κηρύσσονται ἀναδρομικῶς (ἀπό τῆς συστάσεώς τους ὡς νομικά πρόσωπα) οἱονεί καθολικοί διάδοχοι ὡς πρός τά εὑρισκόμενα ἐντός της σημερινῆς ἐδαφικῆς περιφέρειάς τους (ἀνάλογα μέ τήν τοποθεσία τοῦ ἀκινήτου –ἐδαφικό κριτήριο) ἐκκλησιαστικά ἀκίνητα τῶν παλαιότερων ἰδιοκτητριῶν, Ἱερῶν Μητροπόλεων, Ἐνοριῶν, παλαιῶν Ἐπισκοπῶν ἤ τέως Ὀρθοδόξων Χριστιανικῶν Κοινοτήτων. Ἔτσι π.χ. ἀκίνητο μετονομασθείσας Ἱερᾶς Μητροπόλεως ἤ Ἐπισκοπῆς εὑρισκόμενο ἐντός της ἐδαφικῆς περιφέρειας σημερινῆς Ἱ. Μητροπόλεως τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος θεωρεῖται ὡς ἀναδρομικῶς περιελθόν στήν κυριότητα τῆς σημερινῆς Ἱ. Μητροπόλεως ἀπό τῆς συστάσεως τῆς τελευταίας. Ἡ ἔκθεση ἀπογραφῆς ἀποβλέπει ὄχι στήν μεταβίβαση τῆς κυριότητας τοῦ ἀκινήτου διά τῆς συντάξεως καί μεταγραφῆς τῆς ἐκθέσεως ἀπογραφῆς, ἀλλά στή διαπίστωση τῆς ἐπελθούσας, ἐκ τοῦ νόμου, μεταθέσεως τῆς κυριότητας.

β) Εἰδικά γιά τά ἐκκλησιαστικά ἀκίνητα τῶν «τέως Ὀρθοδόξων Χριστιανικῶν Κοινοτήτων»:
Τό ἄρθρο 47 παρ. 3.β. ἐδαφ. α τοῦ ν. 590/1977 κηρύσσει καθολικούς διαδόχους ὡς πρός τά «ἐκκλησιαστικά» ἀκίνητα των Ὀρθοδόξων Χριστιανικῶν Κοινοτήτων τίς σημερινές Ἐνορίες ἤ Μητροπόλεις, τῶν ὁποίων ἡ τοπική δικαιοδοσία περιλαμβάνει τά ἀκίνητα αὐτά. Οἱ τέως Ὀρθόδοξες Χριστιανικές Κοινότητες ἐξυπηρετοῦσαν διάφορους σκοπούς (θρησκευτικούς, ἐκπαιδευτικούς, εὐαγεῖς κ.λπ.) καί, κατά τήν συνήθη διατύπωση τῶν «Γενικῶν Κανονισμῶν» τους, ὁρίζονταν ὡς τό σύνολο τῶν Ἑλλήνων Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν τῆς οἰκείας πόλεως, οἱ ὁποῖοι ἀναγνώριζαν ὡς πνευματικό προεστῶτα τόν ἐπιχώριο ὀρθόδοξο Μητροπολίτη καί ἀποτελοῦσαν ποίμνιο τῆς οἰκείας Ἐπισκοπῆς ἤ Ἱερᾶς Μητροπόλεως. Συνεπῶς, οἱ τέως Ὀρθόδοξες Χριστιανικές Κοινότητες ὑπερέβαιναν, μέ ἐδαφικά καί πληθυσμιακά κριτήρια, τίς σημερινές Ἐνορίες καί ὀργανώνονταν μέ βάση τόν πολεοδομικό καί κοινωνικό ἱστό ἑκάστης πόλεως. Κατά τό ἄρθρο 3 παρ. 1 τοῦ ν. 2508/1920 (ΦΕΚ Α΄ 221/28.9.1920) οἱ περιουσίες τῶν τέως Ὀρθόδοξων Χριστιανικῶν Κοινοτήτων διακρίθηκαν σέ : α) σχολικές, β) ἐνοριακές (περιουσίες ἐν ἐνεργείᾳ Ἱερῶν Ναῶν, τῶν ὁποίων οἱ πρόσοδοι διετίθεντο ὑπέρ τῶν δαπανῶν καί ἀναγκῶν τῶν Ἱ. Ναῶν), γ) ἐκκλησιαστικές (ὅσες ἐκκλησιαστικές περιουσίες ἀπέδιδαν ἔσοδα ὑπέρ γενικότερων ἐκκλησιαστικῶν σκοπῶν, καθώς καί τά κοινοτικά καί ἐκκλησιαστικά ἀκίνητα, πού χρησιμοποιοῦνταν γιά τέτοιους σκοπούς π.χ. μητροπολιτικά μέγαρα, ἱερατικές σχολές κ.λπ.), δ) εὐαγεῖς καί ε) κοινοτικές.
Συνεπῶς, κατά νόμον (47 παρ. 3.β. ἐδαφ. α τοῦ ν. 590/1977), ὡς «οἱονεί καθολικοί διάδοχοι» κηρύσσονται τά σημερινά ἐκκλησιαστικά Ν.Π.Δ.Δ., ὁπότε, ἐντεῦθεν, ἔκθεση ἀπογραφῆς δύναται νά συνταχθεῖ γιά τίς ὡς ἄνω ὑπό στοιχεῖο β΄ καί γ΄ «ἐνοριακές» καί «ἐκκλησιαστικές περιουσίες» τῶν τέως Ὀρθοδόξων Χριστιανικῶν Κοινοτήτων, πού ἀποτελοῦν τά «ἐκκλησιαστικά ἀκίνητα» (κατά τήν γενική ἔκφραση τοῦ παραπάνω πρώτου ἐδαφίου τοῦ ἄρθρου 47 παρ. 3.β) τῶν τέως Ὀρθοδόξων Χριστιανικῶν Κοινοτήτων. Τίς ἐκθέσεις αὐτές συντάσσουν ὡς πρός τίς μέν «ἐνοριακές» περιουσίες, καί μέ βάση τό κριτήριο τῆς τοπικῆς ἁρμοδιότητας, οἱ, ἐδαφικῶς ἀντίστοιχες, σημερινές Ἐνορίες, γιά τίς δέ «ἐκκλησιαστικές» περιουσίες τῶν τέως Κοινοτήτων οἱ ἐδαφικῶς ἀντίστοιχες σημερινές Ἱερές Μητροπόλεις.
Μέχρι τήν ψήφιση τοῦ ν. 4301/2014, κατά τήν πάγια ἄποψη τῆς νομολογίας σέ περίπτωση δικαστικῆς διεκδικήσεως περιουσιῶν τέως Ὀρθοδόξων Χριστιανικῶν Κοινοτήτων : «Ἡ κτήση αὐτή τῆς κυριότητας, ἀπό τά ἀνωτέρω ἱδρύματα, ναούς καί νομικά πρόσωπα, δέν ἐπέρχεται ἀμέσως ἀπό τόν νόμο, ἀλλά, ὅπως προκύπτει ἀπό τίς διατάξεις τῶν ἄρθρων 3 παρ. 1 ἐδάφ. β καί 6, 11 παρ. 1, 14 παρ. 1, 15 παρ. 1 16, 19 παρ. 1 καί 2 καί 21 παρ. 1 τοῦ νόμου αὐτοῦ, μετά τήν τήρηση τῶν διατυπώσεων πού ἀναφέρονται στό νόμο αὐτό, καί τήν, μετά ἀπό τή νόμιμη συλλογή καί ἐξακρίβωση τῶν ἀναγκαίων στοιχείων, ἀναγνώρισή της μέ ἀπόφαση τῶν ἁρμοδίων, κατά τή διάταξη τοῦ ἄρθρου 11, ἐπιτροπῶν (ὉλομΑΠ 1741/1980, ΑΠ 331/1940). Ἑπομένως, γιά τήν, κατά τίς διατάξεις τῶν ἄρθρων 216 καί 118 τοῦ ΚΠολΔ, πληρότητα τοῦ δικογράφου ἀγωγῆς, μέ τήν ὁποία προβάλλεται δικαίωμα κυριότητας πού ἀποκτήθηκε μέ τον ἀνωτέρω τρόπο, πρέπει νά ἀναφέρεται, πλήν τῶν ἄλλων, καί ὅτι ἡ κυριότητα αὐτή ἀναγνωρίσθηκε μετά ἀπό τήν τήρηση τῶν διατυπώσεων πού ἀναφέρονται στόν νόμο αὐτό, τή συλλογή καί τήν ἐξακρίβωση τῶν ἀναγκαίων στοιχείων, μέ ἀπόφαση τῶν, κατά τή διάταξη τοῦ ἄρθρου 11, ἐπιτροπῶν» (ΑΠ 436/1994, Δ/νη 1995, 312). Οἱ Ἐπιτροπές, οἱ ὁποῖες ἀναγνώρισαν τίς περιουσίες τῶν τέως Ὀρθοδόξων Χριστιανικῶν Κοινοτήτων, συστήθηκαν δυνάμει τῶν ρυθμίσεων τοῦ ἄρθρου 11 τοῦ ν. 2508/1920 καί τῶν νομοθετικῶν διαταγμάτων τῆς 24.11.1924 καί 25.2.1926, πού κυρώθηκαν μέ τό ἄρθρο 4446/1929 καί τροποποιήθηκαν μέ τόν ἀ.ν. 951/1937 (A΄ 469).
Ἕως λοιπόν τήν ψήφιση τοῦ νόμου 4301/2014, προϋπόθεση γιά τήν θεμελίωση τῆς καθολικῆς διαδοχῆς σημερινῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως ἤ Ἐνορίας στήν «ἐνοριακή» ἤ «ἐκκλησιαστική» περιουσία τέως Ὀρθόδοξης Χριστιανικῆς Κοινότητας ἦταν : α) νά πρόκειται γιά «ἐνοριακές» ἤ «ἐκκλησιαστικές» περιουσίες τῶν τέως Ὀρθοδόξων Χριστιανικῶν Κοινοτήτων, β) ἡ ἰδιοκτησία νά εἶχε ἀναγνωρισθεῖ ὡς «ἐνοριακή» ἤ «ἐκκλησιαστική» ἀπό τίς ἀνωτέρω Ἐπιτροπές (ν. 2508/1920 κ.λπ.). Πλέον, ὁ ν. 4301/2014 κηρύσσει αὐτοδικαίως –καί χωρίς τήν ἀνάγκη ὑπάρξεως σχετικοῦ πρακτικοῦ ἀναγνωρίσεως ἀπό τίς ἀνωτέρω Ἐπιτροπές– ὡς καθολικό διάδοχο τῶν παραπάνω κατηγοριῶν ἀκινήτων τίς σημερινές Ἐνορίες ἤ Μητροπόλεις. Ἑπομένως, ἐφ' ὅσον στοιχειοθετεῖται μόνο ἡ ἰδιότητα ἀκινήτου ὡς «ἐνοριακοῦ» ἤ «ἐκκλησιαστικοῦ» ὑπό τά κριτήρια τοῦ ν. 2508/1920, καθιερώνεται ὡς πρός τό ἀκίνητο αὐτό ὑποχρέωση συντάξεως ἐκθέσεως ἀπογραφῆς ἀπό τήν σημερινή διάδοχο Ἐνορία ἤ Ἱ. Μητρόπολη, ἀντίστοιχα.
γ) Ὡς πρός τίς διαλελυμένες Μονές:
Κατά τό τελευταῖο ἐδάφιο τοῦ ἄρθρου 47 παρ. 3.β τοῦ ν. 590/1977 προβλέπεται ὅτι : «Τά ἀνωτέρω ἰσχύουν στήν περίπτωση διαλύσεως, συγχωνεύσεως ἤ ἀνασυστάσεως Ἱερῶν Μονῶν ἤ συστάσεως μετοχίου ἀπό διαλελυμένες ἤ ἐρημωθεῖσες Ἱερές Μονές ἤ προσαρτήσεως Ἱερῶν Ναῶν σέ νομικά πρόσωπα τοῦ ἄρθρου 1 παράγραφος 4 ἤ μετατροπῆς Ἱεροῦ Ναοῦ σέ Ἱερά Μονή, ὁπότε καί συντάσσεται ἀπό τόν ἐπιχώριο Μητροπολίτη ἔκθεση ἀπογραφῆς τῆς ἀκίνητης περιουσίας καί μεταγράφεται κατά τά ἀνωτέρω». «Τά ἀνωτέρω ἰσχύουν», δηλαδή ἡ δυνατότητα συντάξεως ἐκθέσεως ἀπογραφῆς στίς κατωτέρω περιπτώσεις, ὅπου τήν ἔκθεση ἀπογραφῆς ὅμως συντάσσει ὁ ἐπιχώριος Μητροπολίτης, χωρίς τήν ἔγκριση τῆς Δ.Ι.Σ. (τό τελευταῖο ἐδάφιο τῆς παρ. 3.β εἰσάγει εἰδικότερη ρύθμιση – ἐξαίρεση ἀπό τό ἐδάφιο α΄ τῆς ἴδιας παραγράφου) :
i) σέ περίπτωση «διαλύσεως, συγχωνεύσεως ἤ ἀνασυστάσεως Ἱερῶν Μονῶν». Ἡ διάταξη πρέπει νά διαβάζεται σέ συνδυασμό μέ τό ἄρθρο 39 παρ. 3 ἐδαφ. β τοῦ ν. 590/1977 (πού προστέθηκε μέ τό ἄρθρο 51 παρ. 2 τοῦ ν. 4301/2014), κατά τήν ὁποία : «Ναοί καί περιουσίες διαλελυμένων ἤ διαλυομένων Μονῶν παραμένουν στήν κυριότητα τοῦ νομικοῦ προσώπου τῆς οἰκείας Ἱερᾶς Μητροπόλεως ἤ περιέρχονται αὐτοδίκαια, σέ περίπτωση συγχωνεύσεώς τους μέ ἄλλη Μονή, στήν κυρία Μονή ἤ, σέ περίπτωση ἀνασυστάσεως, στήν ἀνασυνιστώμενη Μονή». Στήν περίπτωση τῶν διαλελυμένων ἤ διαλυόμενων Μονῶν ὁ ἐπιχώριος Μητροπολίτης συντάσσει ἔκθεση ἀπογραφῆς γιά τήν ἀκίνητη περιουσία τους ἐπ' ὀνόματι τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως, ἤ, σέ περίπτωση ἀνασυστάσεώς τους, ἐπ' ὀνόματι τῆς ἀνασυσταθείσας Ἱερᾶς Μονῆς ἤ, σέ περίπτωση συγχωνεύσεως, ἐπ' ὀνόματι τῆς συγχωνεύουσας Ἱ. Μονῆς.
Ἐκ τούτου παρέπεται ὅτι, ἐπικειμένης τῆς ἀνασυστάσεως διαλελυμένης Μονῆς, δέν ἀπαιτεῖται πλέον συμβολαιογραφική ὑπόσχεση δωρεᾶς τῆς Ἱ. Μητροπόλεως ἤ τῆς κυρίαρχης Ἱ. Μονῆς (ἐφ’ ὅσον ἡ διαλελυμένη Μονή εἶχε γίνει μετόχιό της) περί ἐπιστροφῆς τῆς μοναστηριακῆς περιουσίας πρός τό (ἀνα)συσταθησόμενο νομικό πρόσωπο τῆς Μονῆς. Μέ τό δεδομένο πλέον ὅτι αὐτοδικαίως (κατά τό τελευταῖο ἐδάφιο τῆς παρ. 3.β) ἅμα τῇ ἀνασυστάσει της, ἡ ἀνασυνιστώμενη Μονή ἀνακτᾶ τήν περιουσία της καί ἡ ἔκθεση ἀπογραφῆς ἁπλῶς διαπιστώνει καί καταγράφει τήν μοναστηριακή περιουσία, ἡ ὁποία ἐκ τοῦ νόμου ἀποκτᾶται ἀπό τό ἀνασυνιστώμενο νομικό πρόσωπο, παρέλκει ὁποιαδήποτε ὑπόσχεση περί μεταβιβάσεως τῆς ἐν λόγῳ περιουσίας, καθ’ ὅσον ἡ μεταβίβαση ἐπῆλθε μέ τήν ἀνασύσταση. Ἀρκεῖ ἑπομένως πρό τῆς ἀνασυστάσεως, βεβαίωση τοῦ ἐπιχωρίου Μητροπολίτου, πού βεβαιώνει και περιγράφει τήν μοναστηριακή περιουσία τῆς διαλελυμένης Μονῆς, γιά τήν ὁποία ὁ ἴδιος ἐκ τοῦ νόμου εἶναι ὑποχρεωμένος νά συντάξει ἔκθεση ἀπογραφῆς κατόπιν ἀνασυστάσεως τῆς Ἱ. Μονῆς.
ii) σέ περίπτωση «συστάσεως μετοχίου ἀπό διαλελυμένες ἤ ἐρημωθεῖσες Ἱερές Μονές», ὁπότε ὁ Μητροπολίτης συντάσσει ἔκθεση ἀπογραφῆς ἐπ' ὀνόματι τῆς κυρίαρχης Ἱ. Μονῆς, πρός τήν ὁποία προσαρτᾶται ἡ περιουσία τοῦ μετοχίου προερχόμενου ἀπό περιουσία διαλελυμένης ἤ ἐρημωθείσας Μονῆς.
iii) σέ περίπτωση «προσαρτήσεως Ἱερῶν Ναῶν σέ νομικά πρόσωπα τοῦ ἄρθρου 1 παράγραφος 4», δηλαδή ὅταν κάθε εἴδους (παρεκκλήσιο, ἐξωκκλήσιο, κτητορικός, κοιμητηριακός, πρώην μοναστηριακός Ναός διαλελυμένης Μονῆς κ.λπ.) Ἱερός Ναός προσαρτᾶται σέ Ἱερά Μητρόπολη (π.χ. ὡς μητροπολιτικό Παρεκκλήσιο), Ἐνορία (π.χ. ὡς παρεκκλήσιο ἤ ἐξωκκλήσιο), Ἱερά Μονή (ὡς μετόχι της), ἐκκλησιαστικό Ἵδρυμα (ὡς ἱδρυματικός Ναός), σέ Ἱερό Προσκύνημα (π.χ. ὡς Ἱερός Ναός τοῦ Προσκυνήματος) κ.λπ., ὁπότε ὁ ἐπιχώριος Μητροπολίτης συντάσσει ἔκθεση ἀπογραφῆς ἐπ' ὀνόματι τοῦ νομικοῦ προσώπου, στό ὁποῖο προσαρτᾶται διοικητικῶς ὁ Ἱερός Ναός.
iv) σέ περίπτωση «μετατροπῆς Ἱεροῦ Ναοῦ σέ Ἱερά Μονή», ὅταν δηλαδή κάθε εἴδους Ἱ. Ναός (π.χ. ἐνοριακός, παρεκκλήσιο, ἐξωκκλήσιο, πρώην καθολικό ἤ Ἱ. Ναός σέ μετόχι διαλελυμένης Μονῆς) προσαρτᾶται σέ Ἱερά Μονή, ὥστε νά καταστεῖ Ἱ. Ναός (π.χ. καθολικό ἡ μετόχι) ἱδρυόμενης ἤ ὑφιστάμενης Ἰ. Μονῆς, ὁπότε ὁ ἐπιχώριος Μητροπολίτης συντάσσει τήν ἔκθεση ἀπογραφῆς ἐπ' ὀνόματι τῆς ἀποκτώσας τόν Ναό Ἱερᾶς Μονῆς.
Στίς ἀνωτέρω περιπτώσεις ἱδρύσεως ἤ ἀνασυστάσεως ἡ σύνταξη τῆς ἐκθέσεως ἀπογραφῆς ἀκολουθεῖ τήν ἵδρυση ἤ ἀνασύσταση τῆς Ἱ. Μονῆς, ὥστε νά ὑφίσταται τό νομικό πρόσωπο, ἐπ' ὀνόματι τοῦ ὁποίου θά ἀπογραφεῖ ἡ περιουσία.
2. Κατά τή διάταξη τοῦ ἄρθρου 25 παρ. 1 τοῦ ν. 4301/2014 ἔκθεση ἀπογραφῆς συντάσσεται ὡς πρός τίς παλαιές Ἐνορίες καί Μονές. Εἰδικότερα:
Κατά τήν διάταξη τοῦ ἄρθρου 25 παρ. 1 ἐδαφ. α τοῦ ν. 4301/2014 (ΦΕΚ Α΄ 223/7.10.2014) ἐπιτρέπεται, σέ περίπτωση ἐλλείψεως διατάγματος ἱδρυτικοῦ Ἐνορίας ἤ Ἱερᾶς Μονῆς ἤ Ἡσυχαστηρίου (μέ μορφή ἱδρύματος), νά ἀποδειχθεῖ ἡ νόμιμη ὑπόστασή τους ὡς νομικῶν προσώπων μέ διαπιστωτική πράξη τῆς Διαρκοῦς Ἱερᾶς Συνόδου κατόπιν σχετικῆς εἰσηγήσεως τοῦ ἐπιχωρίου Μητροπολίτου. Tό τελευταῖο ἐδάφιο τῆς ἀνωτέρω διατάξεως ὁρίζει ὅτι: «Κατά τά λοιπά, ἰσχύουν καί γιά αὐτά τά ἐκκλησιαστικά νομικά πρόσωπα», δηλαδή γιά τήν κατηγορία αὐτή τῶν Ἱ. Μονῶν, Ἡσυχαστηρίων καί Ἐνοριῶν, πού ἱδρύθηκαν πρό τῆς 31.5.1977, ἀσχέτως ἐάν ἔχουν ἱδρυθεῖ μέ προεδρικό/βασιλικό διάταγμα ἤ ἀναγνωρίσθηκε ἡ νομική τους ὑπόσταση μέ διαπιστωτική πράξη τοῦ πρώτου ἐδαφίου τῆς παραγράφου 1 τοῦ ἄρθρου 25, «οἱ διατάξεις τοῦ ν. 590/1977 (Α 146), καθώς καί τῶν ἄρθρων 7 τοῦ ν. 3800/1957 (Α 256), 2 παρ. 2 περίπτωση ΙΓ τοῦ ν. 4030/2011 (Α 249), 88 τοῦ ἀ.ν. 2200/1940 (Α 42) γιά τή σύνταξη πράξεων τακτοποίησης καί ἐκθέσεων ἀπογραφῆς δικαιωμάτων τους ἀπό τά ἴδια ἤ τούς διαδόχους τους».
Ἑπομένως, τά νομικά αὐτά πρόσωπα δύνανται νά συντάξουν διά τῶν νομίμων ἐκπροσώπων τους διαπιστωτική πράξη κυριότητας γιά ὅσα ἀκίνητα νέμονται, χωρίς νά κατέχουν νόμιμο τίτλο ἰδιοκτησίας, κατ' ἐπίκληση τῶν διατάξεων : α) τοῦ ἄρθρου 47 παρ. 3.β τοῦ ν. 590/1977, ὥστε νά καταρτισθεῖ συμβολαιογραφική ἔκθεση ἀπογραφῆς τῆς ἀκίνητης περιουσίας τους γιά ἀκίνητα, πού νέμονται ἀνεξαρτήτως χρόνου ἐνάρξεως τῆς νομῆς ἤ β) τῶν ἄρθρων 7 τοῦ ν. 3800/1957, 88 ἀ.ν. 2200/1940, 62 παρ. 1 ν. 590/1977 γιά τήν σύνταξη συμβολαιογραφικῆς πράξεως τακτοποιήσεως τῆς κυριότητας γιά ἀκίνητα, πού νέμονται ἀπό τήν ἐποχή πρό τῆς συστάσεως τοῦ ἑλληνικοῦ κράτους.
Σέ περίπτωση πού τά νομικά αὐτά πρόσωπα ἔχουν παύσει νά λειτουργοῦν πλέον ἤ ἔχουν παύσει νά εἶναι ἰδιοκτῆτες τῶν σχετικῶν ἀκινήτων, τίς συμβολαιογραφικές πράξεις δικαιοῦνται νά συντάξουν ἐπ' ὀνόματί τους τά διάδοχα νομικά πρόσωπα, ὅπως ἀναφέρει ἡ διάταξη τοῦ ἄρθρου 25 παρ. 1. Ἡ ρύθμιση αὐτή πρέπει νά διαβάζεται σέ συνδυασμό μέ τό ἄρθρο 39 παρ. 3 (ὅπως τροποποιήθηκε ἀπό τό ἄρθρο 51 παρ. 2 τοῦ ν. 4301/2014, κατά τό ὁποῖο διάδοχοι τῶν διαλελυμένων Μονῶν εἶναι οἱ Μητροπόλεις ἤ οἱ ἀντίστοιχες Μονές, σέ περίπτωση ἀνασυστάσεως ἤ μετατροπῆς τους σέ μετόχια ἄλλων Μονῶν) καί τό ἄρθρο 47 παρ. 3.β τοῦ ν. 590/1977 (ὅπως τροποποιήθηκε ἀπό τό ἄρθρο 51 παρ. 4 τοῦ ν. 4301/2014), πού προβλέπει ἀνάλογη ρύθμιση σέ περίπτωση τῆς ὁποτεδήποτε μέχρι σήμερα καταργήσεως ἤ ἀποσπάσεως ἐδαφικοῦ τμήματος Ἐπισκοπῶν, Μητροπόλεων, τέως χριστιανικῶν κοινοτήτων, Ἐνοριῶν, ὁπότε ὁρίζει ὅτι οἱ ὑφιστάμενες σήμερα (Μητροπόλεις ἤ) Ἐνορίες εἶναι οἱ οἱονεί καθολικοί διάδοχοι τῶν ἐμπραγμάτων δικαιωμάτων τους. Συνεπῶς, αὐτά τά νομικά πρόσωπα ὡς διάδοχοι δικαιωμάτων μποροῦν νά συντάξουν, ἀντί γιά τά καταργηθέντα νομικά πρόσωπα, συμβολαιογραφικές πράξεις τακτοποιήσεως κυριότητας, ἀναφέροντας ὅμως στό κείμενο τῶν συμβολαιογραφικῶν πράξεων τό πλῆρες ἱστορικό, ἀπό τό ὁποῖο προκύπτουν οἱ νόμιμες προϋποθέσεις καθολικῆς διαδοχῆς κατά τά ἄρθρα 39 παρ. 3 καί 47 παρ. 3.β τοῦ ν. 590/1977.
Τέλος, ἐπιτρέπεται ὑπό τίς ἀνωτέρω νόμιμες προϋποθέσεις ἡ σύνταξη ἐκθέσεως ἀπογραφῆς προκειμένου νά συγκεκριμενοποιηθεῖ μέ τό σχετικό τοπογραφικό διάγραμμα ἡ καταγραφόμενη περιουσία κατ’ ἔκταση καί ὅρια, ἀκόμα καί ἐάν πρόκειται γιά μοναστηριακά ἀκίνητα, καταγεγραμμένα στά διατάγματα διαχωρισμοῦ μοναστηριακῆς περιουσίας (σέ ρευστοποιητέα καί διατηρούμενη), πού ἐκδόθηκαν κατά τό ἄρθρο 8 τοῦ ν. 4684/1930 ἤ στούς οἰκείους Πίνακες τῆς Συμβάσεως τῆς 18.9.1952 (ΦΕΚ Α΄ 289/ 8.10.1952), ὁπότε γι’ αὐτά ὑφίσταται τίτλος ἰδιοκτησίας (ἄρθρο 51 παρ. 7 τοῦ ν. 4301/2014) ἤ ὑπάρχει ὡς πρός αὐτά ἄλλου εἴδους τίτλος ἰδιοκτησίας (π.χ. φιρμάνι, χοτζέτι κ.λπ).

2. Ἐπικαιροποίηση τοῦ Ἐγκυκλίου Σημειώματος τῆς Ἱερᾶς Συνόδου ὑπ' ἀριθμ. 1955/1007/20.5.2010 «Ἀποστολή Γνωμοδοτήσεως τοῦ παρά τῇ Ἱερᾷ Συνόδῳ Εἰδικοῦ Νομικοῦ Συμβούλου περί τυπικῆς τακτοποιήσεως δημιουργίας ἐλλειπόντων τίτλων ἰδιοκτησίας δι' ἐκκλησιαστικά ἀκίνητα» (πράξεις συναινέσεως / τακτοποιήσεως κυριότητας)

Στήν γνωμοδότηση ὑπ' ἀριθμ. 43/2010, ἡ ὁποία ἐξαπολύθηκε μέ τό Ἐγκύκλιο Σημείωμα τῆς Ἱερᾶς Συνόδου ὑπ' ἀριθμ. 1955/1007/20.5.2010, ἐπισημάνθηκε τό πρόβλημα τῆς νομιμοποιήσεως γιά τήν σύνταξη πράξεως συναινέσεως κυριότητας κατά τόν ν. 3800/1957, εἰδικότερα ἐάν δύναται νά ἐμφανισθεῖ ὁ νόμιμος ἐκπρόσωπος τοῦ Ἱ. Ναοῦ ἤ πρέπει νά ἐμφανισθεῖ ὁ συναινῶν τρίτος ἤ ὁ καθολικός ἤ εἰδικός διάδοχός του. Ἡ νομολογία εἶχε ἐκφράσει ἀντικρουόμενες ἀπόψεις (Μον. Πρωτ. Ἠλείας 292/1988, ἀδημ., Ἐφ. Πατρῶν 448/1990, ἀδημ., contra Μον. Πρωτ. Ἀθηνῶν 6878/2011, ΝοΒ 2012, 1429, Ἀρμ. 2012, 560). Μετά τήν ἀποστολή τοῦ Ἐγκυκλίου Σημειώματος, δημοσιεύθηκε ἡ ἀπόφαση τοῦ Ἀρείου Πάγου 382/2014, ἡ ὁποία ἔλυσε τό θέμα ὑπέρ τῆς ἀπόψεως ὅτι πρέπει ὁπωσδήποτε νά ἐμφανισθεῖ ὁ συναινῶν τρίτος καί ὄχι ὁ ἐκπρόσωπος τῆς Ἐνορίας.
Ὡστόσο, στίς 8.8.2013 τέθηκε ἐν ἰσχύι ὁ ν. 4178/2013 (ΦΕΚ A΄ 174/8.8.2013), μέ τό ἄρθρο 53 τοῦ ὁποίου μεταβλήθηκαν πλέον ἄρδην τά νομικά δεδομένα, στά ὁποῖα βασίσθηκε ἡ ἀπόφαση τοῦ Ἀρείου Πάγου 382/2014 (ἀφοροῦσε σέ ὑπόθεση κατόπιν ἀγωγῆς, πού ἀσκήθηκε τήν 15.3.2004), καί ὡς νεώτερος νόμος ὑπερισχύει. Τό ἄρθρο 53 τοῦ ν. 4178/2013 προσέθεσε τήν παράγραφο 2 στό ἄρθρο 2 τοῦ νόμου 4030/2011 (ἀφορᾶ στήν σύσταση τῆς Ὑπηρεσίας Δομήσεως τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος καί τόν τρόπο ἐκδόσεως ἀδειῶν δομήσεως) καί στήν παράγραφο ΙΓ΄ τῆς νέας παραγράφου 2 τοῦ ἄρθρου 2 τοῦ ν. 4030/2011 ὁ νομοθέτης σαφῶς προβλέπει προκειμένου γιά ἀκίνητα, στά ὁποῖα πρόκειται νά ἐκδοθεῖ ἀρχική ἄδεια δομήσεως ἤ ἄδεια δομήσεως γιά ὁποιονδήποτε ἄλλο λόγο (π.χ. περίφραξη ἤ ἐπισκευή), ὅτι, ἐφ' ὅσον ἐλλείπει τίτλος ἰδιοκτησίας τους, συντάσσεται : «Συμβολαιογραφική πράξη συναινέσεως, πού συντάσσεται κατά τίς διατάξεις τῶν ἄρθρων 7 τοῦ ν. 3800/1957 (Α΄ 256) ἤ 88 τοῦ ἀ.ν. 2200/1940 (Α΄ 42) ἤ 62 τοῦ ν. 590/1977 (Α΄ 146), ὑπογράφεται ἀπό τόν νόμιμο ἐκπρόσωπο τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ νομικοῦ προσώπου καί συνοδεύεται ἀπό τοπογραφικό διάγραμμα. Πράξη συναίνεσης κατά τίς ἀνωτέρω διατάξεις συντάσσεται καί γιά ἀκίνητα Ἱερῶν Μονῶν».
Κατά τήν νέα διάταξη (2 παρ. 2), πού εἰσήχθη στόν ν. 4030/2011 μέ τό ἄρθρο 53 τοῦ ν. 4178/2013, ἡ πράξη συναινέσεως ἤ τακτοποιήσεως κυριότητας ἐπιτρέπεται νά συντάσσεται ἀπό τόν νόμιμο ἐκπρόσωπο τῆς Ἐνορίας ἤ Ἱερᾶς Μητροπόλεως, ἐνῷ πράξη τακτοποιήσεως κυριότητας κατά τίς διατάξεις τῶν ἄρθρων 7 ν. 3800/1957, 88 ἀ.ν. 2200/1940, 62 παρ. 1 ν. 590/1977 ἐπιτρέπεται νά συντάσσεται καί γιά ἀκίνητα Ἱερῶν Μονῶν (ἐπίσης ἀπό τόν νόμιμο ἐκπρόσωπό τους), ἡ δέ τακτοποίηση ὁλοκληρώνεται μέ τή μεταγραφή τῆς πράξεως (ἄρθρο 7 παρ. 1 ἐδ. β ν. 3800/1957).

3. Τροποποίηση τοῦ Ἐγκυκλίου Σημειώματος τῆς Ἱερᾶς Συνόδου ὑπ' ἀριθμ. 5992/2744/1.12.2014 «Ἀπόδειξη συστάσεως παλαιῶν Μονῶν καί Ἐνοριῶν, στερουμένων Φ.Ε.Κ. ἱδρύσεως κατά τό ἄρθρο 25 τοῦ Ν. 4301/2014»

Στό Ἐγκύκλιο Σημείωμα τῆς Ἱερᾶς Συνόδου ὑπ' ἀριθμ. 5992/2744/ 1.12.2014 ἀναφέρεται ὅτι, προκειμένης τῆς συντάξεως πράξεων συναινέσεως/τακτοποιήσεως κυριότητας (7 ν. 3800/1957, 88 ἀ.ν. 2200/1940, 62 παρ. 1 ν. 590/1977): «Στόν συμβολαιογράφο θά πρέπει νά προσκομίζεται … καί πιστοποιητικό τοῦ ἁρμόδιου Ὑποθηκοφυλακείου γιά τή μή διεκδίκηση τῆς περιουσίας ἀπό τό ἑλληνικό Δημόσιο (βλ. ἄρθρο 2 παρ. 2 περ. ΙΓ τοῦ Ν. 4030/2011, ὅπως προστέθηκε μέ τό ἄρθρο 53 τοῦ ν. 4178/2013)».
Ἡ ὡς ἄνω προϋπόθεση τῆς προσκομιδῆς πιστοποιητικοῦ μή διεκδικήσεως ἀπό τό Ὑποθηκοφυλακεῖο δέον νά ἀπαλειφθεῖ ἀπό τό προαναφερθέν Ἐγκύκλιο Σημείωμα, διότι τό σχετικό πιστοποιητικό ἀπαιτεῖται νά προσκομίζεται ὄχι στόν συμβολαιογράφο πρίν τήν σύνταξη πράξεως συναινέσεως/τακτοποιήσεως κυριότητας, ἀλλά στήν οἰκεία Ὑπηρεσία Δομήσεως (Ο.Τ.Α. ἤ τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ἀνάλογα μέ τό εἶδος τῆς κατασκευῆς στό ὁποῖο ἀφορᾶ) προκειμένου νά ἐκδοθεῖ ἡ ἄδεια δομήσεως. Ἀποτελεῖ δηλαδή νόμιμη προϋπόθεση γιά τήν ἔκδοση ἄδειας δομήσεως, ὅταν ἐλλείπει ὁ τίτλος ἰδιοκτησίας γιά τό ἐπίμαχο ἀκίνητο, στό ὁποῖο ἀφορᾶ ἡ ἄδεια, ὄχι ὅμως γιά τήν σύνταξη τῆς πράξεως τακτοποιήσεως κυριότητας στόν συμβολαιογράφο. Κατά τή διατύπωση τοῦ ἄρθρου 2 παρ. 2 περ. ΙΓ΄ τοῦ ν. 590/1977:
«ΙΓ. Γιά τήν κατασκευή ἤ ἐπισκευή τῶν οἰκοδομῶν τῆς περίπτωσης Β΄, ἀντί τοῦ τίτλου ἰδιοκτησίας, οἱ ἐνδιαφερόμενοι ὑποχρεοῦνται νά προσκομίσουν, προκειμένης τῆς ἔκδοσης ἔγκρισης καί ἄδειας δόμησης, στήν ἁρμόδια Ὑπηρεσία τά ἀκόλουθα δικαιολογητικά ἔγγραφα :
Πιστοποιητικό ἀπό τό ἁρμόδιο ὑποθηκοφυλακεῖο περί μή διεκδικήσεως τοῦ ἀκινήτου ἀπό τό Δημόσιο ἤ Ο.Τ.Α.
Συμβολαιογραφική πράξη συναινέσεως, πού συντάσσεται κατά τίς διατάξεις τῶν ἄρθρων 7 τοῦ ν. 3800/1957 (Α΄ 256) ἤ 88 τοῦ ἀ.ν. 2200/1940 (Α΄ 42) ἤ 62 τοῦ ν. 590/1977 (Α΄ 146), ὑπογράφεται ἀπό τόν νόμιμο ἐκπρόσωπο τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ νομικοῦ προσώπου καί συνοδεύεται ἀπό τοπογραφικό διάγραμμα. Πράξη συναίνεσης κατά τίς ἀνωτέρω διατάξεις συντάσσεται καί γιά ἀκίνητα Ἱερῶν Μονῶν.
Προκειμένου γιά ὑφιστάμενα κτίρια, ὑπεύθυνη δήλωση τοῦ ν. 1599/ 1986, στήν ὁποία δηλώνεται ὁ χρόνος ἀνέγερσής τους».
Ἐπίσης διευκρινίζεται ὅτι, πλέον, μετά τήν θέσπιση τῆς ἐκθέσεως ἀπογραφῆς ὡς τρόπου ἀποδείξεως τῆς κυριότητας, ἐπιτρέπεται ἐκτός ἀπό τήν πράξη συναινέσεως/τακτοποιήσεως κυριότητας, ἡ ὁποία ἀναφέρεται στό ἄρθρο 2 παρ. 2 περ. ΙΓ΄ τοῦ ν. 4030/2011, νά προσκομίζονται στήν Ὑπηρεσία Δομήσεως καί γιά τήν ἔκδοση ἄδειας δομήσεως ἐκθέσεις ἀπογραφῆς τοῦ ἄρθρου 47 παρ. 3.β. τοῦ ν. 590/1977, ἀντί πράξεως συναινέσεως τακτοποιήσεως κυριότητας (κατά τίς διατάξεις τῶν ἄρθρων 7 ν. 3800/1957, 88 ἀ.ν. 2200/1940, 62 παρ. 1 ν. 590/1977), ἐφ' ὅσον πληροῦνται οἱ τασσόμενες νόμιμες προϋποθέσεις (ἄρθρου 47 παρ. 3.β ν. 590/1977, 25 παρ. 1 ν. 4301/2014).

4. Ἀποδεικτική ἰσχύς

Ὅπως καί ἡ πράξη συναινέσεως/τακτοποιήσεως κυριότητας τῶν ἄρθρων 7 ν. 3800/1957, 88 ἀ.ν. 2200/1940 καί 62 παρ. 1 ν. 590/1977, ἡ «ἔκθεση ἀπογραφῆς», ἡ ὁποία συντάσσεται ἀπό τόν Μητροπολίτη ἤ τό διάδοχο νομικό πρόσωπο γιά συγκεκριμένες κατηγορίες ἐκκλησιαστικῶν ἀκινήτων, δέν θεωρεῖται μεταβιβαστική δικαιώματος δικαιοπραξία (ἑπομένως δέν ὑπόκειται στίς διατυπώσεις τῶν συστατικῶν ἤ ἐκποιητικῶν ἐμπράγματων δικαιοπραξιῶν, π.χ. δέν ἀπαιτεῖται ἐπισύναψη ὑπεύθυνης δήλωσης μηχανικοῦ (βλ. ἄρθρο 23 παρ. 4 ν. 4014/2011), οἰκοδομικῆς ἄδειας ἤ ὑπεύθυνης δήλωσης περί τοῦ χρόνου ἀνεγέρσεως κατασκευῆς (βλ. ἄρθρο 17 παρ. 12 ν. 1337/ 1983) ἤ πιστοποιητικοῦ Ἑνιαίου Φόρου Ἰδιοκτησίας βλ. ἄρθρο 54Α ν. 4174/ 2013), ἔχει ἀναγνωριστικό χαρακτήρα (ἀποτελεῖ πράξη ἀναγνώρισης καί καταγραφῆς ἐμπράγματου δικαιώματος καί ὄχι πρωτότυπο ἤ παράγωγο τρόπο κτήσεως κυριότητας) καί ἀποτελεῖ μονομερῆ δικαιοπραξία ἀναγνώρισης τῆς ὕπαρξης ἤ αὐτοδίκαιης περιέλευσης προϋφιστάμενου ἐμπράγματου δικαιώματος μέ ἀναδρομική ἰσχύ. Πρόκειται γιά διαπιστωτικές πράξεις κυριότητας (ἀποδεικτικοί τίτλοι), πού ἀναγνωρίζουν ὑπάρχοντα ἐμπράγματα δικαιώματα μέ ἀναδρομικό χαρακτήρα (πρβλ. ΑΠ 784/2008, Δ/νη 2010, 727).
Κατά τίς οἰκεῖες διατάξεις : «Αἱ διά τήν ἐφαρμογήν τοῦ παρόντος πράξεις, συντασσόμεναι ἐπί παγίου τέλους χαρτοσήμου, δέν συνεπάγονται ὑποχρέωσιν καταβολῆς φόρου μεταβιβάσεως» (ἄρθρο 7 παρ. 1 τελευταῖο ἐδάφιο ν. 3800/1957 γιά τίς πράξεις συναινέσεως), καί : «Οἱ ἀνωτέρω ἐκθέσεις ἀπογραφῆς δέν ἀποτελοῦν μεταβιβαστικές ἐμπραγμάτων δικαιωμάτων πράξεις, συντάσσονται καί καταχωρίζονται χωρίς φόρους, εἰσφορές, ἀμοιβές, δικαιώματα καί τέλη» (ἄρθρο 47 παρ. 3.β. ἐδαφ. γ τοῦ ν. 590/1977 γιά τίς ἐκθέσεις ἀπογραφῆς).



Ἐντολῇ τῆς Ἱερᾶς Συνόδου
Ὁ Ἀρχιγραμματεύς



† Ὁ Μεθώνης Κλήμης