Πρωτ. 5274
Αριθμ. Διεκπ. 2922
Πρός
Τόν Σεβασμιώτατον Μητροπολίτην
Ἰωαννίνων κ. Θεόκλητον.
Εἰς Ἰωάννινα.
Σεβασμιώτατε ἐν Χριστῷ ἀδελφέ,
Εἶναι γεγονός ὅτι ἡ ἐπικοινωνία τήν ὁποίαν ὀφείλομεν νά ἔχωμεν μεταξύ ἡμῶν περιποιεῖται χαράν καί δίδει ἐνίσχυσιν εἰς τό ἔργον ἡμῶν. «Ἐν τῷ συνδέσμῳ τῆς εἰρήνης» καλούμεθα ἀπό τόν Θεῖον Ἱδρυτήν Της νά διακονῶμεν τήν 'Εκκλησίαν Του. Γνώρισμα δέ τῆς χριστιανικῆς ἡμῶν παρουσίας εἶναι κατά τήν ἐξαγγελίαν τοῦ Κυρίου ἡμῶν ἡ ἐν Χριστῷ ἀγάπη. «Ἐν τούτῳ γνώσονται πάντες ὅτι ἐμοί μαθηταί ἐστε ἐάν ἀγάπην ἔχητε ἐν ἀλλήλοις» (Ἰωάν. ιδ´ 35).
Μετά τῆς ἀγάπης ταύτης πρός τό ὑμέτερον πρόσωπον καί χαρᾶς ἐν τῇ καρδίᾳ ἡμῶν ἐλάβομεν τήν ὑπ' ἀριθμ. 602/401/1.11.2006 ἐπιστολήν ὑμῶν. Ὅμως τά αἰσθήματα αὐτά ἐπεσκιάσθησαν ἀπό βαθυτάτην πικρίαν ὅταν ἀνεγνώσαμεν τό περιεχόμενόν της, καθ’ ὅσον προβαίνετε εἰς ἐκτιμήσεις αἱ ὁποῖαι οὐδεμίαν σχέσιν ἔχουν πρός τήν πραγματικότητα. Ὅθεν, Συνοδικῇ Ἀποφάσει, ληφθείσῃ ἐν τῇ Συνεδρίᾳ τῆς Διαρκοῦς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς 8ης ὁδεύοντος μηνός Δεκεμβρίου ἐ.ἔ., γνωρίζομεν ὑμῖν ὅτι ἡ Ἱερά Σύνοδος ἐν τῇ ῥηθείσῃ Συνεδρίᾳ Αὐτῆς, ἀπεφάσισεν ὅπως γνωρίσῃ ὑμῖν τά ὡς κάτωθι :
1. Ἡ ὡς εἴρηται ἐπιστολή διακρίνεται ἐξ ἀοριστολογίας, δοθέντος ὅτι προβάλλετε δι’ αὐτῆς παράβασιν τῶν ἱερῶν κανόνων μέχρι σημείου μάλιστα - ὑποτίθεται - ἀνατροπῆς τῆς ὀρθοδόξου δογματικῆς διδασκαλίας, χωρίς νά ἐπικαλῆσθε οὔτε ἕνα ἱερόν κανόνα, τοῦ ὁποίου τό Προσχέδιον Νόμου περί τῶν ἐκκλησιαστικῶν δικαστηρίων συνιστᾶ παραβίασιν.
2. Διαμαρτύρεσθε ἐπειδή τά τῆς ἀπονομῆς τῆς ἐκκλησιαστικῆς δικαιοσύνης ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ ἡμῶν ρυθμίζονται δι’ ἑνός κοσμικοῦ νομοθετήματος. Ἀποροῦμεν πῶς ὑμεῖς, ἐγκρατής περί τῶν νομοκανονικῶν ζητημάτων, ἀγνοεῖτε τό ὑφιστάμενον καί δεδομένον βάσει τῶν ἰσχυουσῶν ἐν τῇ Χώρᾳ ἡμῶν Σχέσεων Ἐκκλησίας καί Πολιτείας καθεστώς ἀπονομῆς τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Δικαιοσύνης, τό ὁποῖον σαφέστατα ὁρίζει ἡ παράγραφος 1 τοῦ ἄρθρου 44 τοῦ Ν. 590/1977 «Περί τοῦ Καταστατικοῦ Χάρτου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος», νόμου τῆς Ἑλληνικῆς Πολιτείας ψηφισθέντος ὑπό τῆς Βουλῆς τῶν Ἑλλήνων τῇ ἐγκρίσει τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας ἡμῶν, ἔχοντος οὕτω : «Τά παραπτώματα τῶν κληρικῶν καί μοναχῶν τά σχετικά πρός τά καθήκοντα καί τάς ἐπαγγελίας τῆς ὁμολογίας αὐτῶν, τά συνεπαγόμενα κανονικάς κυρώσεις, ἐκδικάζονται ὑπό τῶν ἐκκλησιαστικῶν δικαστηρίων. Εἰδικός νόμος ρυθμίζει τά τῆς ἱδρύσεως, συγκροτήσεως, ἁρμοδιότητος καί λειτουργίας τῶν δικαστηρίων τούτων, μέχρι τῆς ἐκδόσεως τοῦ ὁποίου ἐξακολουθεῖ ἰσχύων ὁ Ν. 5383/1932 "Περί Ἐκκλησιαστικῶν Δικαστηρίων καί τῆς πρό αὐτῶν διαδικασίας"». Καί ἐρωτῶμεν ὑμᾶς εὐθέως, ἀμφισβητεῖτε τόν Καταστατικόν Χάρτην τῆς Ἐκκλησίας ἡμῶν ; Καί διά πρώτην τώρα φοράν τά τῆς ἀπονομῆς τῆς ἐκκλησιαστικῆς δικαιοσύνης παρ’ ἡμῖν ρυθμίζονται διά νόμου τοῦ Κράτους ;
Βεβαίως καί πρέπει πρωτίστως νά τηρῶμεν τούς φρικτούς ὅρκους, τούς δοθέντας κατά τήν ἡμέραν τῆς χειροτονίας μας ὡς Ἐπισκόπων, παραλλήλως ὅμως διά νά εἴμεθα ἀξιόπιστοι καί συνεπεῖς ἐνώπιον κλήρου καί λαοῦ, πρέπει νά τηρῶμεν ὡσαύτως καί ὅσα ἐν τῇ διαβεβαιώσει ἡμῶν ἐνώπιον τοῦ Ἀνωτάτου Ἄρχοντος τῆς Χώρας ἡμῶν ὑπεσχέθημεν, ἤτοι τήν ὑπακοήν εἰς τό Σύνταγμα καί τούς Νόμους τοῦ Κράτους (ἄρθρον 16 παρ. 1 τοῦ Κ.Χ.).
Πρός τούτοις δέν προσδιορίζετε κατά ποῖον ἀκριβῶς χρονικόν σημεῖον, φρονεῖτε, ὅτι τά Μέλη τῆς Ἱεραρχίας κατεπάτησαν «τούς φρικτούς ὅρκους τούς δοθέντας κατά τήν ἡμέραν τῆς χειροτονίας των» εἰς τόν βαθμόν τοῦ Πρεσβυτέρου καί τοῦ Ἐπισκόπου.
3. Πέραν τούτου ἐκ τῆς μελέτης τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Ἱστορίας ἐξάγεται ὅτι ἀπό αἰώνων ἀκολουθεῖται αὐτή ἡ τακτική, δοθέντος ὅτι οἱ Ἱεροί Κανόνες, ἤτοι οἱ Κανόνες τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων καί τῶν Συνόδων τοῦ 9ου αἰῶνος, ὡς καί τῶν Τοπικῶν Συνόδων καί τῶν Πατέρων, τούς ὁποίους ἐπεκύρωσεν ὁ 2ος Κανών τῆς ἐν Τρούλλῳ συνελθούσης Πενθέκτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου, προέβλεψαν μέν διατάξεις οὐσιαστικοῦ ποινικοῦ δικαίου, δηλαδή τό κυρωτικόν σύστημα τῆς Ἐκκλησίας, οὐχί ὅμως καί δικονομικοῦ περιεχομένου, εἰ μή εἰς ὅλως περιωρισμένην κλίμακα. Ὁ λόγος δέ εἶναι, ὅτι τό δικονομικόν δίκαιον τῆς Ἐκκλησίας ἐστηρίχθη καθ’ ὁλοκληρίαν ἐπί τῆς δικονομίας τοῦ τότε νομικοῦ περιβάλλοντος, δηλαδή ἐπί τῆς ρωμαϊκῆς δικονομίας. Αὐτό ἔχει πρό πολλοῦ ἀποδειχθῆ εἰς τήν διεθνῆ ἐπιστημονικήν βιβλιογραφίαν. Ἀλλά καί εἰς τάς ὀλίγας ἔτι περιπτώσεις, εἰς τάς ὁποίας ἐθέσπισαν οἱ Πατέρες τῶν Συνόδων δικονομικούς κανόνας δικαίου, εἴτε ἐπανέλαβον ρωμαϊκάς δικονομικάς διατάξεις, ὅπως εἰς τούς Κανόνας 122 (περί τοῦ ἀνεκκλήτου τῆς ἀποφάσεως τῶν αἱρετῶν δικαστῶν) καί 131 (περί τῶν ἀπροσδέκτων μαρτύρων) τῆς Συνόδου τῆς Καρθαγένης, εἴτε ρητῶς παρέπεμψαν εἰς τό ἰσχῦον κοσμικόν δίκαιον, ὅπως εἰς τόν Κανόνα 129 τῆς αὐτῆς Συνόδου : «Ὁμοίως ἤρεσεν, ἵνα πάντες οἱ δοῦλοι, καί οἱ ἴδιοι ἀπελεύθεροι εἰς κατηγορίαν μή προσδεχθῶσι · καί πάντες οὕς πρός κατηγορητέα ἐγκλήματα οἱ δημόσιοι νόμοι οὐ προσδέχονται · ἔτι μήν οἱ τοῖς τῆς ἀτιμίας σπίλοις ἐρραντισμένοι, τοὐτέστι (...)». Εἰς αὐτό ἔχομεν ἐπί πλέον καί ἔμμεσον παραπομπήν, διότι τό κοσμικόν δίκαιον ὥριζε ποῖοι ἦσαν «οἱ τοῖς τῆς ἀτιμίας σπίλοις ἐρραντισμένοι».
Τήν προσκόλλησιν εἰς δικονομικούς τύπους τοῦ κοσμικοῦ δικαίου ἀποδεικνύει καί ἡ ἁπλῆ ἀνάγνωσις τῶν Πρακτικῶν τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, εἰδικώτερον δέ ἐκείνων τῶν Συνεδριῶν καθ’ ἅς διεξήχθησαν δίκαι. Ἀποτελεῖ, κατά συνέπειαν, παράδοσιν εἰς τήν ἱστορίαν τῆς Ἐκκλησίας ἡ ρύθμισις τῶν διαφόρων ζητημάτων τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ Δικονομικοῦ Δικαίου διά πολιτειακῶν νόμων, εἴτε αὐτοί εἶναι Νεαραί τοῦ Ἰουστιανιανοῦ Α΄, ὅπως αἱ Νεαραί 83 καί 123, εἴτε Νόμοι τοῦ Ἑλληνικοῦ Κράτους ὅπως οἱ Νόμοι Σ΄ (ἄρθρον Θ΄) καί ΣΑ΄ (ἄρθρον ΙΔ΄) τοῦ 1852, ὁ Καταστατικός Νόμος τοῦ 1923 (ἄρθρα 43 - 65) καί ὁ ἰσχύων Νόμος 5383/1932.
4. Μέμφεσθε τό Προσχέδιον Νόμου διότι «ἀλλοιώνει τό Τριαδολογικόν καί Σωτηριολογικόν Δόγμα καί τήν Ἐκκλησιολογίαν», μέ ἄμεσον κίνδυνον νά καταστῇ ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος ὄχι μόνο σχισματική, ἀλλά καί αἱρετική. Ποῦ, ὅμως, ἔγκειται ἡ παραβίασις τοῦ δόγματος ; Μήπως σφάλλετε ὑπονοῶν ὅτι συνιστᾶ δόγμα ἡ ἄσκησις τῆς κανονικῆς διώξεως, ἡ διενέργεια ἐν συνεχείᾳ τῆς ἀνακρίσεως καί ἡ ἐκδίκασις τῆς ὑποθέσεως ἀπό τόν οἰκεῖον ἐπίσκοπον ; Διότι ὄχι μόνον δέν ἀποτελεῖ τό περιεχόμενον δόγματος, ἀλλ’ οὔτε οἱ Ἱεροί Κανόνες τό προβλέπουν. Οἱ Ἱεροί Κανόνες, ἐναρμονιζόμενοι πρός τό ρωμαϊκόν δικονομικόν σύστημα, προβλέπουν δίωξιν μόνον μέ τήν ἐμφάνισιν καί παρουσίαν κατηγόρου, ὡς ἀναφέρεται εἰς τούς Κανόνας 6 τῆς Β΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, 21 τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, καί 8, 128 καί 129 τῆς Συνόδου τῆς Καρθαγένης. Ἀνακριτικόν στάδιον δέν προεβλέπετο. Ἡ ἔρευνα τῆς κατηγορίας ἐγίνετο ἀπ’ εὐθείας ἐνώπιον τοῦ δικαστηρίου, ὅπως μέ σαφήνειαν προβλέπει ὁ 74ος ἀποστολικός Κανών : «Ἐπίσκοπον κατηγορηθέντα ἐπί τινι παρά ἀξιοπίστων ἀνθρώπων καλεῖσθαι αὐτόν ἀναγκαῖον ὑπό ἐπισκόπων · κἄν μέν ἀπαντήσῃ, καί ὁμολογήσῃ ἤ ἐλεγχθείῃ, ὁριζέσθω τό ἐπιτίμιον. (...)». Ἑπομένως ἡ διάκρισις τῶν τριῶν φάσεων, τῆς ἀσκήσεως δηλονότι τῆς κανονικῆς διώξεως, τῆς διενεργείας τῆς ἀνακρίσεως καί, τέλος, τῆς ἐκδικάσεως, καί ἡ ἀνάθεσις τῶν δύο πρώτων εἰς πρόσωπα διακρινόμενα ἀπό τόν οἰκεῖον ἐπίσκοπον, ὥστε νά πληρωθοῦν αἱ ἐπιταγαί Κανόνων δικαίου ηὐξημένης τυπικῆς ἰσχῦος (ὅπως τό Ἑλληνικόν Σύνταγμα καί ἡ Εὐρωπαϊκή Σύμβασις Δικαιωμάτων τοῦ Ἀνθρώπου), κατ’ οὐδέν παραβιάζει τούς Ἱερούς Κανόνας. Ἀντιθέτως, παρερμηνεύετε τούς Ἱερούς Κανόνας ἰσχυριζόμενος, ὅτι ἡ θέσπισις ὀργάνου διά τήν ἄσκησιν τῆς διώξεως «ἀλλοιώνει... τήν πατρότητα τοῦ ἐπισκόπου καί τήν θέσιν του ἐν Αὐτῇ (ἐνν. τῇ εὐχαριστιακῇ κοινότητι)», ἐνώπιον τῆς ὁποίας ὑποτίθεται, ὅτι προέβαινεν ὁ Ἐπίσκοπος εἰς τόν προσδιορισμόν τῶν πταιόντων, δοθέντος ὅτι τοῦτο δέν συνέβαινε, μή προβλεπόμενον ἀπό τούς Ἱερούς Κανόνας, ἐφ’ ὅσον «ὁ προσδιορισμός τῶν πταιόντων» ἐγίνετο βάσει τῆς κατηγορίας, ὅπως αὐτή διετυποῦτο ἀπό τόν κατήγορον.
Οὐδείς ἀμφισβητεῖ τήν διαφορετικήν φύσιν τῶν μέτρων, τά ὁποῖα προβλέπει τό κυρωτικόν σύστημα τῆς Ἐκκλησίας, συγκρινόμενα πρός τάς ποινάς τοῦ κοσμικοῦ δικαίου, πλήν ὅμως καί τά μέτρα αὐτά λαμβάνονται ἀπό ἀνθρώπινα ὄντα, ὑποκείμενα καί αὐτά εἰς τάς δεσμεύσεις τοῦ πεπερασμένου τῶν ἀνθρωπίνων δυνατοτήτων. Τοῦτο ἔλαβον ὑπ’ ὄψιν οἱ Πατέρες καί ἐθέσπισαν Κανόνας διά τήν διόρθωσιν ἐσφαλμένων ἐπισκοπικῶν κρίσεων. Μόνον ἐάν ἡ ἐκκλησιαστική δικαιοσύνη ἀπενέμετο διά «θεοκρισίας», θά ἦσαν περιττοί οἱ δικονομικοί Κανόνες.
5. Οἱ Ἱεροί Κανόνες ὄντως παρέχουν εἰς τόν Ἐπίσκοπον τήν ἐξουσίαν «τοῦ κρίνειν» τά ἐκκλησιαστικά παραπτώματα τῶν ὑπ’ αὐτόν Κληρικῶν καί οὐδείς δύναται νά ἀμφισβητήσῃ τήν ἁρμοδιότητα καί ἐξουσίαν ταύτην τῶν Ἐπισκόπων, οἱ αὐτοί Κανόνες ὅμως ἐμπεριέχουν καί σαφεῖς διατάξεις αἱ ὁποῖαι διασφαλίζουν τά δικαιώματα τῶν κατηγορουμένων Κληρικῶν ἐκ καταχρήσεων. Ἡ διάφορος ἐν συγκρίσει πρός τήν ἰσχύουσαν προδικασίαν τῆς ἐκδικάσεως τῆς ὑποθέσεως ὑπό τοῦ Ἐπισκοπικοῦ Δικαστηρίου, ἤτοι τοῦ σταδίου ἀπό τῆς ἐκκινήσεως τῆς κανονικῆς διώξεως μέχρι τῆς ὑποβολῆς τοῦ πορίσματος τῶν Ἀνακρίσεων, δύναται ἀκωλύτως νά γίνῃ ἀποδεκτή, καθόσον δέν προσκρούει εἰς σαφές καθωρισμένον κανονικόν δικονομικόν σύστημα προδικασίας καί ἡ θεσμοθέτησις αὐτῆς ἐν τῷ πλαισίῳ συγχρόνου δικονομικοῦ συστήματος διενεργείας ταύτης, προσηρμοσμένης βεβαίως ἀναλόγως εἰς τάς ἡμετέρας ἀνάγκας, οὐχί μόνον θά κατασιγάσῃ τάς ἀντιδράσεις, ἀλλά θά παύσῃ καί τάς ἀδίκους ἐπιφοράς τῶν ἐπικριτῶν τῶν Ἱερῶν Κανόνων, ὡς δῆθεν ἀναχρονιστικῶν καί ἀπολυταρχικῶν, ἄνευ βλάβης καί ἐκκοσμικεύσεως τοῦ ἡμετέρου συστήματος ἀπονομῆς τῆς ἐκκλησιαστικῆς δικαιοσύνης.
6. Τό πολίτευμα τῆς Ἐκκλησίας εἶναι Ἐπισκοποκεντρικόν. Ὁ Ἐπίσκοπος εἶναι καί Πατέρας, καί Διοικητής, καί Εὐλογῶν καί Τιμωρῶν (Πρβλ. καί τό τοῦ Ἀποστ. Παύλου «ἐν γάρ Χριστῷ Ἰησοῦ διά τοῦ Εὐαγγελίου ἐγώ ὑμᾶς ἐγέννησα» Α΄ Κορ. δ΄, 15). Τόν ρόλον του αὐτόν ἀρρύεται ὁ Ἐπίσκοπος ἀπό καί διά τῆς κανονικῆς ἐκλογῆς καί χειροτονίας του. Εἶναι ἑπομένως ἄνωθεν δοτός καί δέν ὑπόκειται εἰς αὐξομειώσεις κατά τό πνεῦμα κάθε ἐποχῆς. Εἶναι μέ ἄλλα λόγια θείου καί ὄχι ἀνθρωπίνου δικαίου. Τό δικαίωμα ἀσκήσεως τοῦ δικαστικοῦ ἀξιώματος εἰς τήν Ἐκκλησίαν ἔχουν οἱ Ἐπίσκοποι καί οὐδείς ἄλλος. Διά τοῦτο καί οἱ Ἱεροί Κανόνες μόνον εἰς τούς Ἐπισκόπους ἀναγνωρίζουν δικαίωμα κρίσεως τῶν ἄλλων Κληρικῶν των, εἰς θέματα πίστεως, εὐταξίας, ἐκκλησιαστικῆς πειθαρχίας καί ἠθικῆς (Ε΄ κανών τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου). Ἀλλ’ ἐπί τῆς γραμμῆς ταύτης δέν κινεῖται μετά συνεπείας τό Προσχέδιον ; Ἐξ ἄλλου πᾶσα παρέμβασις τῆς Πολιτείας εἰς τήν ἀπονομήν τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Δικαιοσύνης ἀπό ὄργανα μή Ἐκκλησιαστικά θά ἐθεωρεῖτο, σήμερον τοὐλάχιστον, ὡς παραβιάζουσα τήν ἀρχήν τῆς θρησκευτικῆς ἐλευθερίας (ἄρθρον 13 τοῦ Συντάγματος). Οἱ Ἐπίσκοποι, λοιπόν, ἔχουν τήν δικαιοδοσίαν νά κρίνουν τούς ἁμαρτάνοντας καί μέ τόν ὅρον αὐτόν δέν ἐννοοῦμεν τούς παραβάτας τῶν θείων ἐντολῶν βασιζόμενοι εἰς τό κριτήριον τῆς συνειδήσεως, ἀλλά εἰς τάς ἐξωτερικάς σχέσεις μεταξύ τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας καί εἰς τάς εὐθύνας των ἔναντι τῆς Ἐκκλησίας διά τήν ἐξωτερικήν των συμπεριφοράν ἐν σχέσει πρός τήν χριστιανικήν διδασκαλίαν. Εἶναι βεβαίως αὐτονόητον ὅτι καί ὁ Ἐπίσκοπος δέν εἶναι ἀπόλυτος «κοσμικός μονάρχης», οὔτε ἀσύδοτος κατά τήν ἄσκησιν τῶν καθηκόντων του. Ὑπεράνω αὐτοῦ ὑπάρχει ἡ Ἱερά Σύνοδος τῶν Ἐπισκόπων μιᾶς Τοπικῆς Ἐκκλησίας, τό Ἀνώτατον τοῦτο Ὄργανον Διοικήσεως, διά νά ἐλέγχῃ ὁσάκις παρατηρηθῇ παραβίασις τῶν Ἱερῶν Κανόνων καί τῶν ἀρχῶν τῆς χρηστῆς καί ἐν ἀγάπῃ ἀσκήσεως τῶν ἐξουσιῶν του.
7. Χαρακτηρίζετε τό Προσχέδιον Νόμου ὡς ἀθεολόγητον προτεινόμενον μάλιστα «ὑπό τῆς ἰδίας τῆς Ἐκκλησίας», ἐνῶ ἀποτελεῖ προϊόν ἐργασίας Ἐπιτροπῆς ἀποτελουμένης ἐξ ἐγκρίτων Καθηγητῶν τοῦ τε κοσμικοῦ καί Ἐκκλησιαστικοῦ Δικαίου, τά μέλη τῆς ὁποίας ἐπέδειξαν ἰδιαίτερον σεβασμόν πρός τά θέσμια τῆς Ἐκκλησίας καί ἐνσυνειδήτως συνέβαλον εἰς τήν ἀρτιωτέραν διατύπωσιν τῶν διατάξεων τοῦ σχεδίου νόμου, ὥστε νά ἀντιμετωπισθοῦν μέν δι’ αὐτῶν ὑφιστάμενα νομοθετικά κενά ἄνευ ὅμως παραβιάσεως τῶν τεθεσπισμένων ὑπό τῶν Ἱερῶν Κανόνων καί τῆς καταλύσεως τῆς ἐκκλησιαστικῆς παραδόσεως καί τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ἤθους. Ἄλλωστε τό Προσχέδιον τοῦτο ἔτυχεν ἤδη τῆς ἐνδελεχοῦς μελέτης, διεξονυχιστικῆς κατ’ ἄρθρον ἐξετάσεως καί κατά μεγάλην πλειονοψηφίαν ἐγκρίσεως ὑπό τῆς Ι.Σ.Ι. τοῦ μηνός Ὀκτωβρίου 2006, μετά βελτιωτικῶν παρατηρήσεων, αἵτινες διεβιβάσθησαν ἤδη ἁρμοδίως.
8. Μέ τό Προσχέδιον Νόμου τοῦτο Ἐκκλησία καί Πολιτεία μέ καθυστέρησιν τριάκοντα περίπου ἐτῶν ἀπό τήν ψήφισιν τοῦ Ν. 590/ 1977 «Περί τοῦ Καταστατικοῦ Χάρτου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος» ἀπέβλεψαν νά ἀντικαταστήσουν ἕν πεπαλαιωμένον νομοθέτημα, ἤτοι τόν ἰσχύοντα Νόμον 5383/1932 «Περί Ἐκκλησιαστικῶν Δικαστηρίων καί τῆς πρό αὐτῶν διαδικασίας», ὁ ὁποῖος ἐφηρμόσθη διά τήν ἀπονομήν τῆς ἐκκλησιαστικῆς δικαιοσύνης εἰς τήν Ἐκκλησίαν ἡμῶν ἐπί ἑβδομήκοντα τέσσερα (74) ἔτη, καί ὑπῆρξεν συμπίλημα δικονομικῶν διατάξεων μέ πολλά κενά, διακρινόμενον διά τήν κακήν ἐσωτερικήν του νομοτεχνικήν διάρθρωσιν. Δέν ὑπῆρξεν πρόθεσις δι’ αὐτοῦ «ἐξαγωγῆς ἐκκλησιαστικοῦ δικαίου πρός ἀλλοδόξους λαούς, οὔτε προσφορά παραμυθίας εἰς τάς ἐμπεριστάτους τοπικάς Ἐκκλησίας», ὅπως εἰρωνικῶς παρερμηνεύων τήν νομοθετικήν ταύτην πρωτοβουλίαν ἀποφαίνεσθε.
9. Ὅσον ἀφορᾶ δέ, εἰς τάς διατάξεις τοῦ Προσχεδίου Νόμου τάς προβλεπούσας τήν θέσιν εἰς διαθεσιμότητα Ἀρχιερέως εἰς βάρος τοῦ ὁποίου ἠσκήθη κανονική δίωξις καί διενεργεῖται ἀνάκρισις, διά τήν τέλεσιν ἐκκλησιαστικοῦ παραπτώματος, κολαζομένου διά τῆς ποινῆς τῆς καθαιρέσεως, ἐφ’ ὅσον τοῦτο προεκάλεσε δημόσιον σκάνδαλον, μέ Ἀπόφασιν τῆς Διαρκοῦς Ἱερᾶς Συνόδου, λεκτέα τά ἀκόλουθα : ἡ διάταξις αὕτη ὡς ἐτροποποιήθη ὑπό τοῦ Σεπτοῦ Σώματος τῆς Ἱεραρχίας καί ὑπό τάς αὐστηράς προϋποθέσεις ὑπό τάς ὁποίας δύναται νά ἐφαρμοσθῇ ἀποβλέπει εἰς τήν διαφύλαξιν τοῦ προσώπου καί τοῦ κύρους τοῦ Ἀρχιερέως ἐκ τοῦ περαιτέρω διασυρμοῦ καί ἀποφυγῆς βαρυτέρου σκανδαλισμοῦ τῶν πιστῶν. Τό μέτρον δέν ἀποβλέπει εἰς τόν ἐκφοβισμόν τῶν Ἐπισκόπων καί τήν ἀπειλήν των, οὔτε εἰς τόν προκαταβολικόν κολασμόν των, ὅσον εἰς τήν προστασίαν τῆς Ἐκκλησίας καί τῆς ἀξιοπρεπείας τοῦ ἰδίου τοῦ Ἐπισκόπου μέχρις ἀμετακλήτου ἀποφάνσεως τοῦ ἁρμοδίου Ἐκκλησιαστικοῦ Δικαστηρίου. Δι’ αὐτοῦ ἄλλωστε προβλέπεται ἡ δυνητική καί προσωρινή ἀπομάκρυνσις τοῦ καθ’ οὗ διεξάγονται ἀνακρίσεις Ἱεράρχου ἐκ τῆς διοικήσεως τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεώς του, ἀσκουμένης μέχρις ἐκδόσεως τελεσιδίκου ἀποφάσεως ὑπό τοῦ Πρωτοσυγκέλλου αὐτοῦ.
Σημειωτέον ἐνταῦθα ὅτι ἡ νέα αὕτη διάταξις τοῦ Προσχεδίου Νόμου καταργεῖ τήν τόσον δεινῶς ἐπικριθεῖσαν διάταξιν τοῦ ἄρθρου 34 παρ. 8 τοῦ Ν. 590/1977, διά τῆς ὁποίας Μητροπολίτης τίθεται εἰς τήν διάθεσιν τῆς Ἐκκλησίας ἄνευ δικαστικῆς κρίσεως.
10. Τέλος ἡ πρόθεσις ὑμῶν ἵνα προσφύγητε εἰς τόν Παναγιώτατον Οἰκουμενικόν Πατριάρχην ἐπιδιώκων τήν παρέμβασιν αὐτοῦ εἰς τό προκείμενον ζήτημα συνιστᾶ θεσμικήν ἀταξίαν καί κίνησιν ἀντιδεοντολογικήν. Τοιοῦτο δικαίωμα ἔχει μόνον ἡ Ἱερά Σύνοδος τῆς Αὐτοκεφάλου Ἐκκλησίας ἡμῶν.
Ἐπί δέ τούτοις, πεποιθότες ὅτι διά τῶν ἐν τοῖς ὕπερθεν ἐμπεριστατωμένως διαλαμβανομένων θέλουσιν ἀρθῆ αἱ οἷαι ἐπιφυλάξεις τῆς ὑμετέρας Σεβασμιότητος, κατασπαζόμεθα αὐτήν ἐν Κυρίῳ καί διατελοῦμεν μετ’ ἀγάπης.
ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΙΣ :
Σεβασμιωτάτους Μητροπολίτας
τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος.
Εἰς τάς Ἕδρας των.