Πρωτ. 5080
Διεκπ. 2782
Αθήνα 27ῃ Νοεμβρίου 2006
Πρός
Τήν Ἐξοχωτάτην
κ. Μαριέτταν Γιαννάκου.
Ὑπουργόν Ἐθνικῆς Παιδείας καί Θρησκευμάτων.
Ἐνταῦθα.
Ἐξοχωτάτη κ. Ὑπουργέ,
Ἡ Διαρκής Ἱερά Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἐν τῇ Συνεδρίᾳ Αὐτῆς τῆς 2ας μηνός Νοεμβρίου ἐ.ἔ., ἐξήτασε μετά τῆς δεούσης προσοχῆς καί εὐθύνης τό θέμα τοῦ δογματικοῦ κυρίως περιεχομένου τῶν νέων σχολικῶν βιβλίων διά τό μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν τῶν τριῶν τάξεων τοῦ Γυμνασίου ἤτοι : 1) «Παλαιά Διαθήκη – Ἡ προϊστορία τοῦ Χριστιανισμοῦ» (Α’ Γυμνασίου), 2) «Καινή Διαθήκη – Ὁ Χριστός καί τό ἔργο του» (Β’ Γυμνασίου) καί 3) «Θέματα ἀπό τήν Ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας» Γ’ Γυμνασίου, καί τῶν ἀντιστοίχων και ὁμοτίτλων αὐτῶν «Βιβλίων τοῦ Ἐκπαιδευτικοῦ» καί ἐμελέτησεν ἐπισταμένως καί κατά χρέος αὐτά καθώς καί τά Ἀναλυτικά προγράμματα Σπουδῶν (Φ.Ε.Κ. τ.Β’ 3003/ 13.3.2003).
Ἐν συνεχείᾳ, ἐνημερώθη ἐπί τῶν σχετικῶν δημοσιευμάτων ἡμερησίου καί περιοδικοῦ Τύπου, τῶν παρατηρήσεων τῶν Θεολόγων καί τῶν Ὀργανώσεων αὐτῶν περί τοῦ περιεχομένου καί τῆς διαστρωματώσεως τῆς ὕλης καί τῶν θεμάτων τῶν ὡς ἄνω Σχολικῶν ἐγχειριδίων καί λαβοῦσα ὑπ᾿ ὄψιν τήν Εἰσήγησιν τῆς ἁρμοδίας Συνοδικῆς Ἐπιτροπῆς Ἐκκλησιαστικῆς Ἐκπαιδεύσεως καί Ἐπιμορφώσεως τοῦ Ἐφημεριακοῦ Κλήρου, ἤχθη εἰς τήν Ἀπόφασιν ὅπως γνωρίσῃ ὑμῖν σχετικῶς τά κάτωθι :
1. Κατ᾿ ἀρχήν ἡ ποιμαίνουσα Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος ὡς καθ᾿ ὕλην ἁρμοδία καί τεταγμένη ἵνα φυλάσσῃ τήν παρακαταθήκην τῆς θείας Ἀποκαλύψεως καί διδάσκῃ τά θεόπνευστα καί θεοπαράδοτα δόγματα – ἀληθείας, φέρει τήν εὐθύνην τῆς ἀκριβοῦς διδασκαλίας τῆς ἐν Χριστῷ ἀποκεκαλυμμένης Πίστεως εἰς τό πλήρωμα Αὐτῆς καί ὅλως ἰδιαιτέρως εἰς τήν μαθητιῶσαν νεολαίαν τῆς Πατρίδος ἡμῶν. Κατά τό Σύνταγμα τῆς φιλτάτης ἡμῶν Πατρίδος (ἄρθρον 3) : «ἐπικρατοῦσα θρησκεία στήν Ἑλλάδα εἶναι ἡ θρησκεία τῆς Ἀνατολικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ» καί ὡς τοιαύτη, ἔχει τό προνόμιον νά «παρακολουθεῖ τό δογματικόν περιεχόμενον τῶν διά τά Σχολεῖα τῆς Στοιχειώδους καί Μέσης Ἐκπαιδεύσεως προοριζομένων διδακτικῶν βιβλίων τοῦ μαθήματος τῶν θρησκευτικῶν» (Νόμος 590/1977, ἄρθρ. 9 παρ. ε’), καί ἐπί πλέον, κατά τόν αὐτόν νόμον, ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος : «μεριμνᾶ περί τοῦ κατά Χριστόν βίου τοῦ ὀρθοδόξου πληρώματος καί λαμβάνει περί αὐτοῦ πρόνοιαν διά τοῦ κηρύγματος τοῦ θείου λόγου, διά κατηχητικῶν Σχολείων, διά θρησκευτικῶν ὁμιλιῶν, δι᾿ ἐκδόσεως καταλλήλων βιβλίων καί περιοδικῶν, διά παραινετικῶν ἐγκυκλίων καί διά παντός ἄλλου προσφόρου, κατά τήν κρίσιν Αὐτῆς μέσου....» (Νόμος 590/1977, ἄρθρ. 9 παρ. ζ). Ἐπιπροσθέτως δέ ἡ Εὐρωπαϊκή Δικαιϊκή τάξις παρέχει «τό ἀτομικόν δικαίωμα τοῦ αὐτοπροσδιορισμοῦ τῶν Ἐκκλησιῶν νά ἐπεμβαίνουν ἐπί τῆς διαμορφώσεως τῶν προγραμμάτων τοῦ μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν εἰς τά Δημόσια Σχολεῖα» (βλ. Δίκαιον καί Δικαιοσύνη, Γαλλία, 2006).
2. Ἡ Ἱερά Σύνοδος, ἀσκοῦσα ἐν ὀνόματι τῆς Ἁγιωτάτης Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος τά ἀνωτέρω νόμιμα Αὐτῆς δικαιώματα, ἐπισημαίνει ἐν συνεχείᾳ γενικῶς ὅτι τά νέα σχολικά βιβλία τῶν Θρησκευτικῶν τῶν τριῶν τάξεων τοῦ Γυμνασίου, παρά τήν σημαντικήν βελτίωσιν τῆς ὅλης αἰσθητικῆς αὐτῶν ἐμφανίσεως καί τήν ἐπαγωγικότητα τῆς προσφερομένης εἰς τούς μαθητάς ὕλης, ἀφ᾿ ἑνός μέν φέρουν, κατά τό περιεχόμενον, χαρακτῆρα θρησκειολογικόν μέ ἔντονα τά χαρακτηριστικά γνωρίσματα τῆς ὀρθολογιστικῆς προτεσταντικῆς καί κυρίως γερμανικῆς θεολογίας, ἡ ὁποία εἶναι ἀσυμβίβαστος μέ τήν Ὀρθόδοξον Χριστιανικήν Πίστιν περί Τριαδικοῦ Θεοῦ, περί ἐναθρωπήσεως τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ, περί Δημιουργίας τοῦ κόσμου ἐκ τοῦ μηδενός, πλάσεως καί πτώσεως τοῦ ἀνθρώπου, περί θείας Ἀποκαλύψεως καί θεοπνευστίας τῆς Ἁγίας Γραφῆς καί περί τοῦ ἀπολυτρωτικοῦ ἔργου τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ, μέ συνέπειαν νά ὑποτιμᾶται τό Ὀρθόδοξον Χριστιανικόν Δόγμα, ὁ ὁμολογιακός καί ἐκκλησιολογικός χαρακτήρ τοῦ μαθήματος, ἀφ᾿ ἑτέρου δέ διακρίνονται ἀπό τάσιν ὑποβιβασμοῦ τοῦ Χριστιανισμοῦ εἰς ἐπίπεδον καθαρῶς ἀνθρώπινον, προϊόν τοῦ ὀρθοῦ λόγου, μηδεμίαν ἔχοντος σχέσιν μέ τήν θείαν Ἀποκάλυψιν.
3. Εἰδικώτερον, ὡς πρός τάς ἐπί μέρους παρατηρήσεις Αὐτῆς, ἡ Ἱερά Σύνοδος ἐπιχειρεῖ ἐν τοῖς ἐφεξῆς, μέ διακριτικήν παρέμβασιν, νά ἐκφράσῃ τήν βαθεῖαν Αὐτῆς ἀνησυχίαν διά τάς συγκεκριμένας ἀποκλίσεις, δι᾿ ὧν ἐπιχειρεῖται οὐσιαστική ἀποδόμησις τῆς Ὀρθοδόξου Θεολογίας καί Πίστεως ὡς καταδεικνύει ἡ διήκουσα πορεία καί οἱ ἄξονες ἐπί τῶν ὁποίων κινεῖται τό περιεχόμενον καί τῶν τριῶν βιβλίων ὑπαγορευομένων ὑπό τοῦ Ἀναλυτικοῦ Προγράμματος Σπουδῶν. Οὕτως:
α) Εἰς τό βιβλίον τῆς Α’ Γυμνασίου ὑποτιμᾶται ἡ φυσική καί θεία Ἀποκάλυψις τοῦ Θεοῦ εἰς τήν Παλαιάν Διαθήκην, σχεδόν ἀποσιωπᾶται ἡ θεοπνευστία καί ἀναστρέφεται ἡ δομή τοῦ περιεχομένου : ἡ δημιουργία τοῦ κόσμου ἐκ τοῦ μηδενός, ἡ πλάσις καί ἡ πτῶσις τοῦ ἀνθρώπου ὑποβαθμίζονται καί μεταφέρονται εἰς τό τέλος τοῦ βιβλίου ( σ. 128 κ.ἑξ.) μέ τό αἰτιολογικόν ὅτι : «ὑπάρχει ὁ κίνδυνος νά γίνουν κατανοητές ὡς διηγήσεις κατά γράμμα θεόπνευστες καί ἀργότερα νά ἀπορριφθοῦν ὡς ἀφελεῖς», (Βιβλίο ἐκπαιδευτικοῦ, σ. 14). Καί ὅλα αὐτά θεωροῦνται καί προβάλλονται κατά τόν τυπικόν προτεσταντικόν ὀρθολογισμόν (πρβλ. σσ. 18, 32 – 33, 53, 128 – 145 κ.ἄ.) Ἡ κακή διαστρωμάτωσις τῆς ὕλης καί τῶν θεμάτων κυριολεκτικῶς ἀκυρώνουν «τίς ἐπιστημονικές, τυποτεχνικές καί τίς ἄλλες ἀρετές τοῦ βιβλίου» καί ἀσφαλῶς ἀδικοῦν καί τούς συγγραφεῖς. Κατά συνέπειαν ἡ Παλαιά Διαθήκη ὅπως ἀναπτύσσεται χωρίς Πρωτευαγγέλιον (Γεν. 3, 15 ἑξ.), χωρίς Μεσσίαν, Χριστόν, Σωτῆρα, Λυτρωτήν, χωρίς προτυπώσεις – προεικονίσεις τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ καί τῆς Θεοτόκου δέν λειτουργεῖ, σύν τοῖς ἄλλοις, καί ὡς «παιδαγωγός… εἰς Χριστόν» (Γαλ. 3, 24), καί ὡς ἐκ τούτου διά τούς μαθητάς καθίσταται λίαν δυσχερής καί ἡ κατανόησις τῆς Καινῆς Διαθήκης.
β. Ἡ ἰδία μέθοδος καί ἀντίληψις συγγραφῆς ἀκολουθεῖται καί εἰς τό βιβλίον τῶν Θρησκευτικῶν τῆς Β´ Γυμνασίου. Εἰς τά εἰσαγωγικά μαθήματα περιλαμβάνεται πληθύς ἐπιστημονικῶν γνώσεων (σ. 9 – 18), αἱ ὁποῖαι λειτουργοῦν ἀρνητικῶς, τόσον ἐξ ἐπόψεως μαθήσεως διά τούς μαθητάς, ὅσον καί ἐξ ἐπόψεως οὐσίας : γνώσεις ἐπουσιώδεις διά τό μάθημα καταλαμβάνουν τόν χῶρον ἀναπτύξεως ἑτέρων γνώσεων οὐσιωδῶν μαθημάτων. Καί εἰς τό βιβλίον αὐτό ὑποβαθμίζεται ἡ ἐν Χριστῷ Ἀποκάλυψις καί ἡ θεοπνευστία τῆς Καινῆς Διαθήκης (σ. 19 – 26). Ἐπιστολαί τοῦ Ἀποστόλου Παύλου παρουσιάζονται ὡς «Δευτεροπαύλειες ἐπιστολές» καί «λέγονται ἔτσι διότι – κατά τούς περισσοτέρους ἐρευνητές – τίς συναρμολόγησαν ἤ τίς ἔγραψαν ἀργότερα μαθητές… τοῦ Ἀποστόλου Παύλου» (σ. 26). Παρατίθενται ἱστορικά λεπτομερῆ στοιχεῖα χωρίς θεολογικήν ἐπισήμανσιν, ἡ Παναγία καλεῖται ἁπλῶς Μαρία (βλ. ὁ Εὐαγγελισμός τῆς Μαρίας σ. 28) καί ὄχι ὁ Εὐαγγελισμός τῆς Θεοτόκου κατά τήν Ὀρθόδοξον Θεολογίαν· ἀπουσιάζει παντελῶς ὁ λειτουργικός κύκλος καί ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, καί τό λυτρωτικόν ἔργον Της, ὡς ταμιούχου καί οἰκονόμου τῆς Θείας Χάριτος. Ὁ Θεάνθρωπος Ἰησοῦς περιορίζεται εἰς τό δεύτερον συνθετικόν τοῦ ὀνόματος, ἐξετάζεται ἀνθρωποκεντρικά καί ὑποβαθμίζεται ἡ Χριστοκεντρικότης τοῦ ὅρου καί τοῦ προσώπου Του. Γενικῶς ἡ ἐξ ἀποκαλύψεως προέλευσις καί βασική γενεσιουργός αἰτία τῆς Ὀρθοδοξίας καί τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία ὡς ἐκ τούτου διαφοροποιεῖται ἀπό πᾶσαν ἄλλην θρησκείαν δέν προβάλλεται εἰς τό βιβλίον αὐτό. Ἀντιθέτως προβάλλονται ὀρθολογιστικά στοιχεῖα, τά ὁποῖα λειτουργοῦν ὡς ἀκυρωτικά τῆς Ἀποκαλύψεως καί ἀποδίδονται σχεδόν ὅλα τά γεγονότα εἰς ἀνθρωπίνας ἐνεργείας ἐρήμην τῆς θεοπνευστίας. Παραλλήλως μεταφέρονται εἰς τήν Ὀρθοδοξίαν μέθοδοι τοῦ προτεσταντισμοῦ, ὅπως ἐπί παραδείγματι ἡ ἑρμηνεία τῆς Ἁγίας Γραφῆς βάσει τοῦ συμβολισμοῦ. Καί ὡς ἐκ τούτου περιορίζεται εἰς τό ἐλάχιστον ἡ ὁρθόδοξος δογματική ὁρολογία, κατ’ ἀκρίβειαν ἡ ὀρθόδοξος χριστιανική θεολογική ἑρμηνεία τῆς Καινῆς Διαθήκης. Σοβαρά εἶναι καί ἡ ἔλλειψις πρωτοτύπων κειμένων, ἁγιογραφικῶν καί ὑμνολογικῶν. Πρέπει νά γίνη ἀποφόρτισις τοῦ γνωσιολογικοῦ χαρακτῆρος τοῦ βιβλίου, νά ἀναδειχθῆ ὁ μυστηριακός καί ὁμολογιακός χαρακτῆρ καί ὁ ἐνανθρωπήσας Θεός Λόγος ὡς Σωτήρ καί Λυτρωτής τοῦ κόσμου.
γ. Τό βιβλίον τῆς Γ´ Γυμνασίου, «Θέματα ἀπό τήν Ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας», ἀκολουθεῖ τήν θεματικήν μέθοδον συγγραφῆς ὡς πρός τήν ἐπιλογήν θεμάτων καί σύμφωνα μέ τήν εἰσαγωγήν του, ἡ Ἐκκλησιαστική Ἱστορία ἐξετάζεται ἀνθρωποκεντρικά κατά τήν αἰτιώδη σειράν, ὡς θύραθεν – πολιτική Ἱστορία χωρίς ἐμφανῆ προέκτασιν εἰς τόν Δημιουργόν καί Κυβερνήτην τοῦ κόσμου, εἰς τήν θείαν Πρόνοιαν, εἰς τήν ὑπέρβασιν τῶν ἀνθρωπίνων διά τῆς Πίστεως, τῆς Ἀγάπης καί τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ. Ὅμως, ἐνῶ ἡ μέθοδος αὐτή προβάλλεται εἰς τήν εἰσαγωγήν, εὐτυχῶς, δέν ἐφαρμόζεται πιστῶς ἀπό τούς ἰδίους τούς συγγραφεῖς, κατά τήν ἀνάπτυξιν τῶν θεμάτων. Ἐπί πλέον τό Βιβλίον τῆς Γ´ Γυμνασίου βρίθει ποικίλων λαθῶν καί σφαλμάτων : φιλολογικῶν, ἱστορικῶν, ἐννοιολογικῶν καί πολλῶν οὐσιαστικῶν καί τυπικῶν καί κυρίως δογματικῶν. Διά τό ἀληθές τοῦ λόγου δειγματοληπτικῶς ἀναφέρομεν τά παρακάτω δογματικά σφάλματα :
Ι. «Ὁ Χριστός ἔγινε ἄνθρωπος γιά νά γίνουμε ἐμεῖς θεοί» (σ. 57).
Ὁ Χριστός εἶναι Θεάνθρωπος, τέλειος Θεός καί τέλειος ἄνθρωπος, χωρίς τήν ἁμαρτίαν. Συνεπῶς ὁ Θεός ἔγινε ἄνθρωπος, δηλαδή προσέλαβε τήν ἀνθρωπίνην φύσιν διά νά γίνῃ ὁ ἄνθρωπος κατά χάριν Θεός, νά θεωθῇ.
ΙΙ. «Ὁ ἀγέννητος καί αἰώνιος Θεός γεννᾶται - σαρκώνεται» (σ. 57).
Ὁ γεννηθείς – σαρκωθείς εἶναι ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ, τό δεύτερον πρόσωπον τῆς Ἁγίας Τριάδος, ὁ Ὁποῖος ἐγεννήθη ἐξ ἀγεννήτου Πατρός πρό πάντων τῶν αἰώνων. Ὡς ἐκ τούτου ὁ Θεός δέν χαρακτηρίζεται αἰώνιος, ἀλλά ἀίδιος.
ΙΙΙ. «Ἐνοίκησε (κατοίκησε) ὁ Θεῖος Λόγος» (σ. 54).
Δέν «ἐσκήνωσεν ἐν ἡμῖν» ὁ Θεῖος Λόγος ἀλλά ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ.
ΙV. «Λόγος Θεῖος … μέ τόν πατέρα του» (σ. 145 – 146).
Ἰσχύει ἡ αὐτή παρατήρησις μέ τήν ὡς ἄνω περίπτωσιν.
Ἐπίσης, γίνεται προβολή καί τονισμός περιθωριακῶν στοιχείων τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Ἱστορίας ἐπί διασυρμῷ τῆς Ἐκκλησίας· ἐπί παραδείγματι μεμονωμένα συμβάντα ἀναβαθμίζονται εἰς κορυφαῖα γεγονότα καί γενικεύονται εἰς βάρος τῆς Ἐκκλησίας : «…ὁμάδες φανατισμένων Χριστιανῶν κατέστρεφαν ἐθνικά ἱερά καί καταδίωκαν ὅσους δέν ἦσαν χριστιανοί…» (σ. 51) καί πιό κάτω «Στή διένεξη αὐτή συνέβαλαν πολλοί ἀφελεῖς καί χωρίς θεολογική παιδεία μοναχοί καί λαϊκοί… μέ τίς ὑπερβολές καί τίς δεισιδαιμονίες τους… διαμόρφωσαν ἕνα κλίμα εἰκονολατρείας μέ εἰδωλολατρικές ἐκδηλώσεις» (σελ. 73). Εἰς ἐπίρρωσιν τῆς προχειρότητος τοῦ βιβλίου ἀναφέρομεν καί μερικά ἀνιστόρητα : 1) ὁ Διάκονος Παρμενᾶς γράφεται «Παρμενίωνας» (σ. 21)· 2) ὁ Ἰάκωβος ἀδελφός Ἰωάννου (πρ. 12, 1 – 19) γράφεται «Ἰάκωβος ὁ ἀδελφόθεος» (σ. 23)· 3) «ἡ Ἁγία Σοφία Θεσσαλονίκης εἶναι σταυροειδής Ναός» (σελ. 78) καί πολλά ἄλλα τά ὁποῖα δέν εἶναι τοῦ παρόντος.
Ἐξοχωτάτη κυρία Ὑπουργέ,
Ὕστερα ἀπό τά ὅσα ἐξεθέσαμεν ἀνωτέρω, περιληπτικῶς βεβαίως, διότι εἶναι πολύ περισσότερα, ἴσως καί σοβαρώτερα τά καί ὑπό ἄλλων ἁρμοδίων ἐπισημανθέντα σφάλματα τῶν νέων σχολικῶν ἐγχειριδίων ὅλων τῶν βαθμίδων τῆς Ἐκπαιδεύσεως, διαπιστώνεται ὅτι διά τῶν βιβλίων τῶν Θρησκευτικῶν τοῦ Γυμνασίου ἐπιδιώκεται ἡ ἀποδόμησις τῆς Ὀρθοδόξου Χριστιανικῆς διδασκαλίας, ἡ ἀπορθοδοξοποίησις καί ὁ χαρακτηρισμός τοῦ μαθήματος ἀπό Ὁμολογιακοῦ, Κατηχητικοῦ καί Ἐκκλησιολογικοῦ, ὡς εἶναι σήμερον, εἰς θρησκειολογικόν μέ προτεσταντικάς ἀποχρώσεις, μέ ἐπιχείρημα τήν ἀρχήν τῆς πολυπολιτισμικότητος, τῆς διαθρησκευτικότητος καί τοῦ ἐκσυγχρονισμοῦ. Οὐδείς ἀρνεῖται τήν ἀνάγκην νά διδάσκωνται οἱ μαθηταί καί τά ἀφορῶντα εἰς ἄλλας γνωστάς θρησκείας, ἀλλ᾿ οὐχί ἰσοτίμως πρός τήν Ὀρθόδοξον Πίστιν, ὡς ἔχει ἀποφανθῆ καί τό ἡμέτερον Συμβούλιον τῆς Ἐπικρατείας (Ἀποφάσεις 3356/1995 καί 2176/1998). Τό πρόβλημα ἐντοπίζεται πρωτίστως εἰς τήν σύνταξιν τῶν Ἀναλυτικῶν Προγραμμάτων Σπουδῶν τοῦ Παιδαγωγικοῦ Ἰνστιτούτου καί εἰς τάς κατευθυντηρίους ὁδηγίας συγγραφῆς, καί δευτερευόντως εἰς τήν πλειάδα ἀξιολόγων κατά τά ἄλλα συγγραφέων, ἀξιολογητῶν καί ὑπευθύνων συμβούλων καί συντονιστῶν, ἑνός ἑκάστου βιβλίου.
Κατά ταῦτα παρακαλοῦμεν, ὅπως συμφώνως πρός τήν ἐγνωσμένην εὐαισθησίαν τῆς ὑμετέρας Ἐξοχότητος ἔναντι τῶν θεμάτων τῆς Ἐκπαιδεύσεως καί τόν σεβασμόν αὐτῆς ἔναντι τῆς Ὀρθοδόξου Χριστιανικῆς Πίστεως, μεριμνήσητε διά τήν ἄμεσον διόρθωσιν τῶν ἐπισημαινομένων δογματικῶν κυρίως σφαλμάτων τῶν βιβλίων τῶν Θρησκευτικῶν τῶν τριῶν τάξεων τοῦ Γυμνασίου. Ἡ Ἱερά Σύνοδος, ἐπιθυμοῦσα νά συμβάλῃ οὐσιαστικῶς εἰς τήν διαμόρφωσιν τοῦ δογματικοῦ πλαισίου ἐντός τοῦ ὁποίου δέον νά κινῆται ἡ ἀνάπτυξις τῶν θεμάτων τῆς Ὀρθοδόξου Θεολογίας, ἀντί νά ἐπιχειρῇ τήν ἐκ τῶν ὑστέρων διόρθωσιν ἤ βελτίωσιν αὐτῶν, εἶναι ἑτοίμη νά συμμετάσχῃ δι᾿ ἐκπροσώπων Της, τόσον κατά τόν προγραμματισμόν τῆς ὕλης τῶν ἀναλυτικῶν προγραμμάτων τῶν βιβλίων Θρησκευτικῶν, ὅσον καί κατά τήν διαδικασίαν τῆς συγγραφῆς αὐτῶν, πρός ἀποφυγήν δογματικῶν, κυρίως, παρεκκλίσεων.
Ἐπί δέ τούτοις πεποιθότες ὅτι θέλετε ἱκανοποιήσει τό ἐπιστημονικῶς ἐρειδόμενον ἡμέτερον αἴτημα καί ἐπικαλούμενοι ἐπί τήν ὑμετέραν Ἐξοχότητα πλουσίαν τήν Χάριν τοῦ Θεοῦ καί τό ἄπειρον Αὐτοῦ ἔλεος, διατελοῦμεν μετ' εὐχῶν διαπύρων.
Ὁ Ἀρχιγραμματεύων
† Ἀρχιμ. Κύριλλος Μισιακούλης
Ταῦτα τά πολυπληθῆ ὑπάρχοντα οὐσιαστικά καί δογματικά σφάλματα τῶν ἐγχειριδίων ὑποχρεώνουν τήν Ποιμαίνουσαν Ἐκκλησίαν τῆς Ἑλλαδος νά προβῆ εἰς διακριτικήν παρέμβασιν καί νά ἐπισημαίνη, καθ᾿ ὅ μέρος τήν ἀφορᾶ ἀμέσως, τήν ἐπιτακτικήν ἀναγκαιότητα τῶν δεουσῶν διορθώσεων καί βελτιώσεων, καθότι ὁ χαρακτήρ τοῦ μαθήματος πρέπει νά παραμείνη ὁμολογιακός, ἐκκλησιολογικός, κατηχητικός καί χριστοκεντρικός. Τά περί τοῦ ἀντιθέτου ἐπιχειρήματα, –δηλ. νά γίνη τό μάθημα θρησκειολογικόν–, εἶναι λογικῶς, ἐπιστημονικῶς καί θεολογικῶς ἀβάσιμα, ἀτεκμηρίωτα, «ἄδηλα καί κρύφια», ὅθενδήποτε καί ἐάν προέρχωνται.
Ἐπισημαίνεται ὅτι τό βιβλίον αὐτό χωλαίνει καί κατά τήν διαστρωμάτωσιν τῆς ὕλης μέ ἀποτέλεσμα νά παραλείπωνται οὐσιώδη θέματα τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Ἱστορίας, ἐνῶ προβάλλονται ἐπουσιώδη τοιαῦτα. Προσέτι πολλά κεφάλαια χρήζουν βασικῆς ἀναθεωρήσεως (βλ. σσ. 9 – 14, 49 – 56, 61 – 64, 69 – 76, 119 – 127).
γ. διά δέ τῶν φιλολογικῶν μαθημάτων ἐμπαίζεται, χλευάζεται καί λοιδορεῖται ἡ Ὀρθοδοξία καί τό χριστιανικόν ἦθος κατά τόν πλέον ἀπρεπῆ καί ἀήθη τρόπον :
1. εἰς τό «Ἀνθολόγιον» Γ´ – Δ´ Δημοτικοῦ, σ. 79 – 81 ὁ τίτλος τοῦ κειμένου εἶναι : «Τότε πού πήγαμε βόλτα τόν Ἐπιτάφιο» καί ἡ ἐρώτηση ἐπεξεργασίας τοῦ κειμένου 4 : «Ποιός τίτλος σᾶς ἀρέσει περισσότερο, αὐτός πού ἔχει τό ἀπόσπασμα τοῦ βιβλίου σας ἤ "ἡ περιφορά τοῦ Ἐπιταφίου", πού άναφέρεται μέσα στό κείμενο; Νά ἐξηγήσετε τήν προτίμησή σας» (βλ. καί σσ. 143 – 146),
2. τό ἀποκορύφωμα τῆς τραγωδίας τῶν νέων Σχολικῶν Βιβλίων ἀποτυπώνεται εἰς τό βιβλίον : «Ἀρχαῖα Ἑλληνικά Β´ Γυμνασίου», μέ τό περί ἱεροδούλων μάθημα : «οἱ ἑταῖρες –μετάφραζε: ἱερόδουλες– στή ζωή καί στήν κωμωδία», Ἀλέξης, Ἱσοστάσιον, ἀπόσπασμα 103, παρατίθεται τό κείμενον σέ μετάφραση καί εἰς τό τέλος αὐτοῦ οἱ ἐρωτήσεις : «α) … νά γράψετε τίς προδιαγραφές γιά τήν ἐμφάνιση καί τήν συμπεριφορά τῆς ἰδεώδους ἑταίρας· β) ποιά καλλυντικά ἀναφέρονται καί σέ ποιά σημεῖα τοῦ σώματος χρησιμοποιοῦνται ;» (σελ. 39 – 42), (παρακαλοῦμε νά διαβασθῆ τό κείμενον)· τά σχόλια περιττεύουν, ἐχάθη ἡ αἰδώς, ἰθύνοντες καί τέκτονες τῶν βιβλίων αὐτῶν εὑρίσκονται «πλανῶντες καί πλανώμενοι» (Β´ Τιμ. 3, 13), (βλ. καί «Νεοελληνική Γλῶσσα» Α´ Γυμνασίου, σσ. 16, 75, 76 κ.ἄ.). Προτιθέμεθα νά σᾶς ἐνημερώσωμεν δι᾿ ὅλας τάς παρατηρήσεις ἐπί τῶν νέων βιβλίων, τάς ὁποίας ἔχομεν εἰς τήν διάθεσίν μας, πρός διευκόλυνσιν τοῦ ὄντως δυσκόλου καί λεπτοῦ ἔργου σας.