Επιλέξτε τη γλώσσα σας

Πρός
Τόν Ἐξοχώτατον
κ. Πέτρον Εὐθυμίου.
Ὑπουργόν Ἐθνικῆς Παιδείας καί Θρησκευμάτων.
Ἐνταῦθα.

Ἐξοχώτατε κύριε Ὑπουργέ,

Ἡ Ἱερά Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἐν τῇ Συνεδρίᾳ Αὐτῆς τῆς 10ης μεσοῦντος μηνός Δεκεμβρίου ἐ.ἔ. διεξῆλθεν τήν «Ἔκθεσιν τοῦ Διεθνοῦς Παρατηρητηρίου Ἑλσίνκι σχετικῶς μέ τήν θρησκευτικήν ἐλευθερίαν εἰς τάς Χώρας τοῦ ΟΑΣΕ (Βιέννη, 17 - 18 Ἰουλίου 2003)», τήν ὁποίαν ἀπέστειλεν πρός Αὐτήν τό Ὑπουργεῖον Τύπου καί Μέσων Μαζικῆς Ἐνημερώσεως, λαβόν αὐτήν παρά τῆς ἐν Βιέννῃ Ἑλληνικῆς Πρεσβείας, καί ἀπεφάσισεν ὅπως γνωρίσῃ εἰς ὑμᾶς τά ὡς κάτωθι :

Ἡ Ἱερά Σύνοδος διεπίστωσεν ὅτι εἰς τήν ὡς ἄνω Ἔκθεσιν :

1. Διατυπώνονται αἰτιάσεις κατά τῆς Ἑλλάδος σχετικῶς πρός τήν ὑπ' αὐτῆς διατήρησιν ἐν ἰσχύι τῆς νομοθεσίας περί προσηλυτισμοῦ, ἡ ὁποία, κατά τούς ἰσχυρισμούς, τούς περιεχομένους εἰς τήν Ἔκθεσιν τοῦ Διεθνοῦς Παρατηρητηρίου τοῦ Ἑλσίνκι, παραβιάζει τήν θρησκευτικήν ἐλευθερίαν "ὅπως ἔχει διαπιστώσει καί τό Εὐρωπαϊκόν Δικαστήριον".

Οἱ ἰσχυρισμοί αὐτοί εἶναι ἀβάσιμοι διότι : α) Τό Δικαστήριον 'Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων ἔχει ἀντιθέτως δεχθῆ ὅτι ἡ ἀπαγόρευσις τοῦ προσηλυτισμοῦ δέν προσβάλλει τήν θρησκευτικήν ἐλευθερίαν, ὑπό τήν προϋπόθεσιν ὅτι πρόκειται περί προσηλυτισμοῦ κακοπίστου (proselytisme de mauvais aloi), τόν μόνον τόν ὁποῖον ἀπαγορεύει ἡ ἑλληνική νομοθεσία συμφώνως πρός τήν παγίαν νομολογίαν τοῦ 'Αρείου Πάγου καί τοῦ Συμβουλίου τῆς 'Επικρατείας (βλ. τάς ἀποφάσεις τῶν περιπτώσεων Κοκκινάκη καί Λαρίση κατά Ἑλλάδος, τάς ὁποίας παραλείπει νά μνημονεύσῃ ὁ συντάκτης τῆς Ἐκθέσεως). 'Εν ὄψει τούτων δέν ἔχει σημασίαν ἐάν ὁ νόμος ὁ ἀπαγορεύων τόν προσηλυτισμόν ἐψηφίσθη ὑπό τῆς δικτατορικῆς Κυβερνήσεως Μεταξᾶ τό 1939, καθ' ὅσον δέν κατηργήθη ὑπό τῶν μετέπειτα δημοκρατικῶν καί κοινοβουλευτικῶν Κυβερνήσεων τῆς Χώρας, καίτοι παρῆλθον ἑβδομήκοντα καί πλέον ἔτη, ἡ δέ ἀπαγόρευσις τοῦ προσηλυτισμοῦ θεσπίζεται ἀπό ὅλα τά Συντάγματα τοῦ Ἑλληνικοῦ Κράτους. Σημειωτέον ὅτι καί εἰς ὅλα τά Συντάγματα τῶν συγχρόνων δημοκρατικῶν καί πολιτισμένων Κρατῶν περιλαμβάνεται διάταξις ἀπαγορεύουσα τόν κακόπιστον προσηλυτισμόν.

2. Διατυπώνεται ὁ ἰσχυρισμός ὅτι αἱ ἄλλαι, πλήν τῆς 'Ορθοδόξου 'Εκκλησίας, θρησκευτικαί κοινότητες δέν ἔχουν τά προνόμια τά ὁποῖα ἔχει ἡ 'Ορθόδοξος 'Εκκλησία ἐκ τοῦ Συντάγματος καί τῆς κοινῆς νομοθεσίας.

Ὁ ἰσχυρισμός αὐτός εἶναι παντελῶς ἀβάσιμος καί δι' αὐτό διατυπώνεται ὅλως ἀορίστως χωρίς νά προσδιορίζηται ἐπακριβῶς καί κατά τρόπον συγκεκριμένον ποῖα εἶναι τά προνόμια (οἰκονομικά, φορολογικά, διοικητικά κ.λπ.) τά ὁποῖα ἔχει ἡ 'Ορθόδοξος 'Εκκλησία καί τά ὁποῖα δέν ἔχουν αἱ λοιπαί θρησκευτικαί κοινότητες. Ἐάν οἱ αἰτιάσεις τοῦ συντάκτου τῆς Ἐκθέσεως ἦσαν σαφεῖς, θά ἐλάμβανε τήν ἀνάλογον ἀπάντησιν. Ἐπισημαίνομεν, προσέτι, ὅτι τό Σύνταγμα τοῦ 1975 δέν χορηγεῖ εἰς τήν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν προνόμια, τά ὁποῖα δέν ἀναγνωρίζει εἰς τάς ἄλλας θρησκευτικάς κοινότητας.

3. 'Ισχυρίζεται ὁ συντάκτης τῆς ἐκθέσεως ὅτι αἱ ἄλλαι, πλήν τῆς 'Ορθοδόξου 'Εκκλησίας, θρησκευτικαί κοινότητες δέν δύνανται νά ἀποκτήσουν περιουσίαν. Τοῦτο εἶναι ἀναληθές ὑπό τήν ἑξῆς ἔννοιαν : Ἡ ἀπόκτησις περιουσίας, κατά βασικήν ἀρχήν τοῦ δικαίου, προϋποθέτει τήν ὕπαρξιν εἴτε φυσικοῦ εἴτε νομικοῦ προσώπου. Μία οἱαδήποτε ὁμάς ἀνθρώπων δέν δύναται, κατά νόμον, νά ἀποκτήσῃ, ὡς ὁμάς, περιουσίαν, διότι δέν εἶναι ὑποκείμενον δικαίου. Τό αὐτό ἰσχύει καί διά τάς θρησκευτικάς κοινότητας. 'Εάν, λοιπόν, μία θρησκευτική κοινότης θέλῃ νά ἀποκτήσῃ, ὡς κοινότης, περιουσίαν δέον ἵνα λάβῃ τήν μορφήν σωματείου καί θά ἔχῃ, ὡς νομικόν πρόσωπον ἰδιωτικοῦ δικαίου πλέον, τήν δυνατότητα καί περιουσίαν νά ἀποκτήσῃ καί νά συναλλάσσηται μετά τρίτων. Αἱ περισσότεραι ὅμως τῶν ἐν Ἑλλάδι θρησκευτικῶν κοινοτήτων δέν ἔχουν ἐπιδιώξει νά ἀποκτήσουν (καίτοι τοῦτο εἶναι εὐχερές) νομικήν προσωπικότητα καί διά τόν λόγον αὐτόν δέν ἔχουν ἱκανότητα δικαίου καί δέν δύνανται νά ἀποκτήσουν, ὡς κοινότητες, περιουσίαν.

Τό γεγονός ὅτι ἡ 'Ορθόδοξος 'Εκκλησία εἶναι νομικόν πρόσωπον δημοσίου δικαίου, διότι οὕτω ὁρίζει ὁ νόμος, δέν ἀποτελεῖ προνόμιον δι' αὐτήν, διότι ὑπό τήν ἰδιότητα αὐτήν ὑπόκειται εἰς τόν ἔλεγχον τῆς Πολιτείας. Τούτου ἕνεκα οὐδεμία ἄλλη θρησκευτική κοινότης ἐπιθυμεῖ νά καταστῇ νομικόν πρόσωπον δημοσίου δικαίου, πλήν τῶν Ἰσραηλιτῶν καί τῶν Μουσουλμάνων. Ὅσον ἀφορᾶ εἰς τάς Ἰσραηλιτικάς κοινότητας, ὁ Νόμος 2456/1920 ἄρθρον 1 παρ. 2 ὁρίζει ὅτι δύνανται νά χαρακτηρισθοῦν ὡς ν.π.δ.δ. Ἡ εἰδική αὐτή ρύθμισις διά τάς Ἰσραηλιτικάς κοινότητας ὀφείλεται εἰς τό γεγονός ὅτι ὑπῆρχον παλαιόθεν εἰς τήν Ἑλλάδα, ἰδίως εἰς τήν Θεσσαλονίκην, ὠργανωμέναι κοινότητες Ἰσραηλιτῶν εἰς τάς ὁποίας ὁ νόμος ἠθέλησε νά δώσῃ τήν δυνατότητα νά ἀποκτήσουν τήν ἰδιότητα νομικοῦ προσώπου δημοσίου δικαίου. Μετά δέ τό ὁλοκαύτωμα τοῦ Β´ Παγκοσμίου Πολέμου ὁ νομοθέτης ἠθέλησε νά προστατεύσῃ ὅ,τι εἶχε ἀπομείνει ἀπό τάς κοινότητας αὐτάς καί τό ἔπραξε μέ τόν Α.Ν. 367/1945. Συνέτρεχε, λοιπόν, εἰδικός λόγος διά τήν μεταχείρισιν αὐτήν τῶν Ἰσραηλιτῶν, ὅταν μάλιστα τήν ἐποχήν ἐκείνην (1920) δέν ὑπῆρχον ἄλλοι ἑτερόθρησκοι εἰς τήν Ἑλλάδα, ὥστε νά τίθεται ζήτημα ἀνίσου μεταχειρίσεως αὐτῶν. Ὑπῆρχον, βεβαίως, τότε καί Μουσουλμάνοι, δι' αὐτούς ὅμως ὁ νόμος 1091/1980 προέβλεψε ὅτι ἀπό τῆς ἐνάρξεως ἰσχύος αὐτοῦ τά βακούφιά των, δηλαδή εὐαγῆ ἤ φιλανθρωπικά ἱδρύματα, καθίστανται νομικά πρόσωπα ἰδιωτικοῦ δικαίου.

Ὅθεν δύναται νά διαπιστωθῆ ὅτι ἡ ἱστορία τῶν θρησκευτικῶν αὐτῶν κοινοτήτων εἰς τήν Ἑλλάδα εἶναι αὐτή ἡ ὁποία δικαιολογεῖ, κατά τά ἐκτεθέντα, τόν χαρακτηρισμόν τῶν Ἰσραηλιτικῶν κοινοτήτων ὡς ν.π.δ.δ., τῶν δέ ἱδρυμάτων τῶν Μουσουλμάνων ὡς ν.π.ι.δ.

Τοιοῦτοι λόγοι ὡς οἱ ἀνωτέρω, δέν συντρέχουν δι' ἄλλας θρησκευτικάς κοινότητας αἱ ὁποῖαι ὑπάρχουν εἰς τήν Ἑλλάδα, πλήν ἴσως τῶν Ρωμαιοκαθολικῶν, οἱ ὁποῖοι οὐδέποτε μέχρι σήμερον ἠξίωσαν νά ἀναγνωρισθοῦν αἱ κοινότητές των ὡς ν.π.δ.δ., ἀλλ' ὅμως ἐμμέσως ἀναγνωρίζονται αἱ ἐκκλησιαστικαί ἀρχαί των (π.χ. ὑπάρχει Ρωμαιοκαθολικός Ἀρχιεπίσκοπος εἰς τάς Ἀθήνας, τήν Κέρκυραν, τήν Σῦρον κ.ἄ.), διότι καλοῦνται εἰς ἐπισήμους δημοσίας ἐκδηλώσεις. Ἐκτός αὐτοῦ ὅμως ἡ νομολογία ἔχει δεχθῆ ὅτι ἔχουν νομικήν προσωπικότητα οἱ ὑφιστάμενοι κατά τήν εἰσαγωγήν τοῦ Ἀστικοῦ Κώδικος Ρωμαιοκαθολικοί Ναοί. Αἱ μεταγενεστέρως δημιουργούμεναι Ρωμαιοκαθολικαί κοινότητες πρέπει, διά νά ἀποκτήσουν νομικήν προσωπικότητα, νά τηρήσουν τήν διαδικασίαν ἱδρύσεως σωματείου διά τήν ὁποίαν οὐδεμία προηγουμένη ἄδεια τῆς Διοικήσεως ἀπαιτεῖται.

4. Ἡ ἐν Ἑλλάδι ἰσχύουσα νομοθεσία περί ἱδρύσεως ναῶν καί εὐκτηρίων οἴκων ἐκρίθη ὑπό τοῦ Δικαστηρίου 'Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων ὅτι δέν ἀντίκειται εἰς τήν Σύμβασιν τῆς Ρώμης (βλ. ἀπόφασιν Μανουσάκη κατά Ἑλλάδος).

5. Ὅλαι αἱ ἄλλαι αἰτιάσεις καί κατηγορίαι, αἱ ὁποῖαι διατυπώνονται ἀπό τόν συντάκτην τῆς Ἐκθέσεως, εἶναι παντελῶς ἀόριστοι ὅπως π.χ. ἡ κατηγορία περί αὐθαιρέτων συλλήψεων. Οὐδεμία ἀναφορά γίνεται ὑπ' αὐτοῦ εἰς συγκεκριμένας περιπτώσεις προκειμένου νά δοθῇ ἡ δέουσα ἀπάντησις.

6. Σχετικῶς πρός τόν ἰσχυρισμόν τοῦ συντάκτου τῆς Ἐκθέσεως ὅτι ἡ Ἑλλάς ἐπελέγη μετ' ἄλλων Χωρῶν ὅπως π.χ. τό Τουρκμενιστάν καί τό Οὐζμπεκιστάν λόγῳ ἰδιαιτέρας ἀνησυχίας τοῦ Παρατηρητηρίου διά τήν κατάστασιν ἀνεξιθρησκείας καί ἀσκήσεως αὐτῆς, πρέπει νά παρατηρηθῇ ὅτι ὄντως εἰς τήν Ἑλλάδα ΔΕΝ ΕΧΟΜΕΝ ἀνεξιθρησκείαν, ἀλλά θρησκευτικήν ἐλευθερίαν. 'Επειδή ὅμως ὁ συντάκτης τῆς Ἐκθέσεως ἀγνοεῖ τήν μεταξύ τῶν δύο τούτων ὅρων θεμελιώδη διαφοράν δι' αὐτό "ἀνησυχεῖ" διά τήν κατάστασιν ἀνεξιθρησκείας εἰς τήν Ἑλλάδα. Οὔτε ἔχομεν, οὔτε θέλομεν νά ἔχωμεν ἀνεξιθρησκείαν, διότι ἔχομεν θρησκευτικήν ἐλευθερίαν, τήν ὁποίαν τό Σύνταγμα τῆς Ἑλλάδος κατοχυρώνει πλήρως. Παρά ταῦτα παρακαλοῦμεν ὅπως ἀναφέρουν συγκεκριμένα περιστατικά παραβιάσεως τῆς θρησκευτικῆς ἐλευθερίας εἰς τήν Ἑλλάδα, ἐάν γνωρίζουν τοιαῦτα.

Ταῦτα, γνωρίζομεν ὑμῖν πρός ἀποκατάστασιν τῆς ἀληθείας εἰς τό λίαν σοβαρόν θέμα τῆς θρησκευτικῆς ἐλευθερίας ἐν Ἑλλάδι καί βεβαιοῦμεν ὑμᾶς ὅτι ἔχομεν ὅλην τήν καλήν διάθεσιν διά πᾶσαν εἰλικρινῆ συνεργασίαν μετά τῶν ἁρμοδίων ὑμετέρων Ὑπηρεσιῶν ἐπί τοῦ ὡς εἴρηται λίαν σημαντικοῦ καί εὐαισθήτου ζητήματος.

Ἐπί δέ τούτοις ἐπικαλούμενοι ἐπί τήν ὑμετέραν Ἐξοχότητα πλουσίαν τήν χάριν τοῦ Θεοῦ καί τό ἄπειρον Αὐτοῦ ἔλεος, διατελοῦμεν μετ' εὐχῶν διαπύρων καί τιμῆς ἐξιδιασμένης.


† Ὁ Ἀθηνῶν Χ Ρ Ι Σ Τ Ο Δ Ο Υ Λ Ο Σ, Πρόεδρος
Ὁ Ἀρχιγραμματεύς
† Ἀρχιμ. Χρυσόστομος Σκλήφας.