Επιλέξτε τη γλώσσα σας

Ἀξιότιμον
κ. Νικηφόρον Διαμαντοῦρον
Συνήγορον τοῦ Πολίτου.
Ἐ ν τ α ῦ θ α.

10ῃ Ἰανουαρίου 2001

Ἀξιότιμε,

Ἡ Ἱερά Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, λαβοῦσα γνῶσιν τῆς ἐτησίας Ἐκθέσεως ὑμῶν τοῦ παρελθόντος ἔτους καί εἰδικώτερον τοῦ τμήματος αὐτῆς τοῦ ἀναφερομένου εἰς τήν "Ἐλευθερίαν Θρησκείας καί Πεποιθήσεων" (παράγραφος 3. 1 ἑξῆς) ἐμελέτησεν αὐτήν μετά μεγάλης προσοχῆς. Ἐπειδή οὐδόλως ἀμφιβάλλομεν ὡς πρός τήν καλήν ὑμῶν πίστιν καί τήν ἐντιμότητα ὑμῶν, ἀλλά καί ὡς πρός τήν ὑπευθυνότητα καί ἀντικειμενικότητα ὑμῶν ἐπιθυμοῦμε νά ἐπισημάνωμεν ὡρισμένα σημεῖα τῆς ὡς ἄνω Ἐκθέσεως τά ὁποῖα στεροῦνται, καθ'ἡμᾶς, νομίμου βάσεως ὥστε νά προβῆτε εἰς τήν δέουσαν ἐπανόρθωσιν, διότι πιστεύομεν ὅτι ταῦτα ὀφείλονται εἰς ἀβλεψίαν τῆς ὑμετέρων Ὑπηρεσιῶν μή δικαιολογουμένην, τοσοῦτον μᾶλλον καθόσον εἰς πολλά σημεῖα τῆς διεπούσης τήν ὑπηρεσίαν τοῦ Συνηγόρου τοῦ Πολίτου νομοθεσίας (Ν. 2477/1977 ὡς ἐτροποποιήθη μεταγενεστέρως διά τῶν νόμων 2738/ 99, 2539/97, 2819/2000) ἀναφέρεται ὅτι τά ἁρμόδια ὄργανα τῆς ὑπηρεσίας ὑμῶν πρέπει νά εἶναι εἰδικοί ἐπιστήμονες, ἐγνωσμένου κύρους καί μέ ὑψηλήν ἐπιστημονικήν κατάρτισιν. Ἐκ τούτου, τεκμαίρεται, ὅτι τό προϊόν τῶν ἐργασιῶν αὐτῆς καί πρωτίστως ἡ ἐτησία Ἔκθεσις ὀφείλει νά εἶναι προϊόν ἐπιστημονικῆς, ἐμπεριστατωμένης, βαθείας καί ὑπευθύνου ἐρεύνης, τά δέ πορίσματα αὐτῆς νά ἐκτίθενται καί νά αἰτιολογοῦνται.

1. Ἐν πρώτοις σημειοῦμεν ὅτι τά ἀναφερόμενα εἰς τό κείμενον τῆς Ἐκθέσεως εἶναι κατά μέγα μέρος ἐντόνως ἐπικριτικά διά τήν Ἑλληνικήν Δημοσίαν Διοίκησιν, ἀφοροῦν δέ σχεδόν εἰς τό σύνολον αὐτῶν εἰς τούς "Μάρτυρας τοῦ Ἰεχωβᾶ", ὑπέρ τῶν ὁποίων καί μόνον φαίνεται νά ἐνδιαφέρεται ἡ Ἔκθεσις. Νομίζομεν ὡς ἐκ τούτου ὅτι πρέπει νά ἐλέγξετε μετά πάσης αὐστηρότητος, τί ἀκριβῶς συμβαίνει καί διατί τό τοιοῦτον ἐξειδικευμένον, ἔντονον καί μεροληπτικόν ἐνδιαφέρον διά τήν ἐν λόγῳ ὁμάδα. Ἐάν ὅμως θεωρεῖτε ὅτι ἡ Ἔκθεσις εἰς τό σημεῖον τοῦτο εἶναι ἀμερόληπτος τότε θά ἔπρεπε μᾶλλον νά ἐπαινέσητε τήν Ἑλληνικήν Δημοσίαν Διοίκησιν, καθόσον διά τάς ὑπέρ ἑξακοσίας πεντήκοντα ὑφισταμένας καί δραστηριοποιουμένας σήμερον ἐν Ἑλλάδι θρησκευτικάς κοινότητας καί παραθρησκευτικάς ὁμάδας μόνον εἰς μίαν ἐξ αὐτῶν ἐδημιουργήθησαν ὡρισμένα (δευτερεύοντα βεβαίως) προβλήματα, ὑπό τῆς Δημοσίας Διοικήσεως, διά δέ τάς λοιπάς ἡ συμπεριφορά αὐτῆς ὑπῆρξεν ἄψογος καί οὐδέν τό μεμπτόν παρετηρήθη (κατά τά ἀναφερόμενα εἰς τήν Ἔκθεσιν ὑμῶν). Εἶναι, λοιπόν, φανερόν ὅτι ἐν τῷ σημείῳ τούτῳ ἡ Ἔκθεσις δέν χαρακτηρίζεται διά τήν ἐπιστημονικήν αὐτῆς ἀλήθειαν.

2. Εἰς τήν παρ.3.1 τῆς Ἐκθέσεως ἀναφέρεται,ὅτι τό Ἑλληνικόν Κράτος ὀφείλει νά εἶναι "θρησκευτικῶς οὐδέτερον". Ἐπί τοῦ προκειμένου ἀντιπαρατηροῦμεν, ὅτι τό ἐάν τό Ἑλληνικόν Κράτος πρέπει νά εἶναι ἤ ὄχι θρησκευτικῶς οὐδέτερον ὁρίζεται ὑπό τοῦ Συντάγματος. Ἐπί τοῦ θέματος τούτου αἱ Ὑπηρεσίαι ὑμῶν οὐδεμίαν κατά νόμον ἁρμοδιότητα κέκτηνται νά ἀποφανθοῦν. Ὡς ἐκ τούτου κατά προφανῆ ὑπέρβασιν ἐξουσίας ἡ Ἔκθεσις ἀσχολεῖται μέ τό ἐν λόγῳ θέμα, δεδομένου μάλιστα ὅτι τό Σύνταγμα οὐδαμοῦ ὁρίζει ὅτι τό Ἑλληνικόν Κράτος τυγχάνει θρησκευτικῶς οὐδέτερον. Ἐπειδή τό σημεῖον τοῦτο εἶναι σοβαρώτατον, ἐφ' ὅσον προβαίνει εἰς ἐμφανῆ ἀλλοίωσιν τοῦ Συντάγματος, ἀναμένομεν, ὅπως ἐπέμβητε δραστικῶς πρός ἀποκατάστασιν τῆς ἐπιστημονικῆς ἀληθείας.

Θέτομεν δέ, ἐπ' εὐκαιρίᾳ, ὑπ' ὄψιν ὑμῶν ὅτι "θρησκευτικῶς οὐδέτερον" κράτος δέν ὑπάρχει ἐν τοῖς πράγμασι σήμερον ἐν Εὐρώπῃ. Καί λέγομεν "ἐν τοῖς πράγμασι" διότι καί ἐάν ἤθελεν ἐπικαλεσθῆ κανείς τό προηγούμενον τῆς Γαλλίας, τό Σύνταγμα τῆς ὁποίας διαλαμβάνει περί "λαϊκοῦ" Κράτους, θά πρέπει νά ἐπισημάνωμεν ὅτι ἡ Γαλλία ἔχει παύσει πρό πολλοῦ νά εἶναι κράτος θρησκευτικῶς οὐδέτερον, καθόσον ἡ Γαλλική Κυβέρνησις χρηματοδοτεῖ ἐκ τοῦ κρατικοῦ προϋπολογισμοῦ τήν Ρωμαιοκαθολικήν Ἐκκλησίαν μέ τεράστια ποσά. Τό ἔτος 1996 ἐχρηματοδότησεν αὐτήν διά τοῦ ποσοῦ τῶν 40 δισεκατομμυρίων φράγκων (δύο τρισεκατομμύρια δραχμαί), (βλέπε ἐφημ. Le Monde, 11 Μαΐου 1996 δημοσίευμα πανεπιστημιακοῦ καθηγητοῦ, ὑπό τόν τίτλον "La France n' est plus Laique). Ἀνάλογα παραδείγματα ὑπάρχουν δι' ὅλα τά Εὐρωπαϊκά Κράτη. Εἰς ἕνδεκα Συντάγματα Εὐρωπαϊκῶν Κρατῶν - μελῶν τῆς Ε.Ε. κατοχυροῦται τό μάθημα τῶν θρησκευτικῶν μέ διδασκαλίαν τῆς Χριστιανικῆς θρησκείας. Ἀλλά καί τό Εὐρωπαϊκόν Δικαστήριον Ἀνθρωπίνων Δικαιωμάτων οὐδέποτε ὑπεχρέωσεν Εὐρωπαϊκόν Κράτος νά μεταβάλη τό Σύνταγμα αὐτοῦ (ἐάν τοῦτο διαλαμβάνει περί Χριστιανικοῦ Κράτους ἤ περί κρατικῆς Ἐκκλησίας ὡς π.χ. εἰς τήν Ἀγγλίαν καί τάς Σκανδιναυϊκάς χώρας) καί νά ὁρίση, ὅτι δέν θά πρέπη νά ἔχη τοιοῦτον χαρακτῆρα, ἀλλά νά εἶναι θρησκευτικῶς οὐδέτερον. Καί βεβαίως οὔτε τό Εὐρωπαϊκόν Κοινοτικόν Δίκαιον ἐπιβάλλει τοιαύτην ὑποχρέωσιν, ἀφοῦ ἡ προσηρτημένη εἰς τήν Συνθήκην ΕΕ/Ἄμστερνταμ Δήλωσις Νο 11 ρητῶς ἀναφέρει, ὅτι τό Κοινοτικόν Δίκαιον σέβεται καί δέν προδικάζει τάς σχέσεις Κράτους -Ἐκκλησίας, καθώς καί τό καθεστώς τῶν 'Εκκλησιῶν, ὡς τοῦτο ὁρίζεται ὑπό τῶν ἐσωτερικῶν νόμων.

Εἰδικῶς διά τήν Ἑλλάδα τό Εὐρωπαϊκόν Δικαστήριον Ἀνθρωπίνων Δικαιωμάτων ἀναφέρει τά ἑξῆς: "Εἰς τήν Ἑλλάδα σχεδόν τό σύνολον τοῦ πληθυσμοῦ ἀνήκει εἰς τό Ὀρθόδοξον Χριστιανικόν Δόγμα, τό ὁποῖον εἶναι στενῶς συνδεδεμένον πρός σημαντικάς στιγμάς τῆς ἱστορίας τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους. Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία διετήρησε τήν θρησκευτικήν συνείδησιν καί τόν πατριωτισμόν τῶν Ἑλλήνων κατά τήν περίοδον τῆς ξένης κατοχῆς" (καί εἰς τό πρωτότυπον : “En Grèce pratiquement la totalitè de la plulation est de confession chretiènne Orthodoxe, laquelle est etroitement lièe à des moments importants de l’ histoire de la nation grecque. L’ Eglise orthodoxe prèserva la conscience nationale te le patriotisme des Grecs pendant la periode d’ occupation ètrangère” Ἀποφ. Εὐρωπ. Δικ/ρίου Ἀνθρ. Δικαιωμάτων τῆς 26.9.1996, εἰς REVUE TRIMESTRIELLE DES DROITS DE L' HOMME, 1997 σελ.531 παράγρ.39 τῆς ἐν λόγῳ ἀποφάσεως).

Κατόπιν τῶν ἀδιαμφισβητήτων τούτων στοιχείων, ἡ τοποθέτησις τῆς Ἐκθέσεως τοῦ Συνηγόρου τοῦ Πολίτου ἀποτελεῖ ἐπιστημονικήν παρέκκλισιν τοσοῦτον ἀβάσιμον καί ἐξωπραγματικήν, ὥστε αὕτη νά καταρρέη ἀφ' ἑαυτῆς ἐπιστημονικῶς. Κατόπιν τούτου νομίζομεν ὅτι εἶναι ἀνάγκη ὅπως προβῆτε εἰς τάς δεούσας ἐπανορθώσεις καί τάς ἀναλόγους συστάσεις πρός τούς συνεργάτας ὑμῶν ἵνα μή ἐκθέτουν τήν Ὑπηρεσίαν ὑμῶν διά προχείρων εἰσηγήσεων.

3. Εἰς τήν ἰδίαν ὡς ἄνω παράγραφον ἡ Ἔκθεσις ἀναφέρει ἐπί λέξει: "Ἡ Ἑλλάδα κατέχει τήν πρώτη θέση σέ ἀριθμό καταδικῶν γιά παραβάσεις τῆς θρησκευτικῆς ἐλευθερίας ἀπό τό Εὐρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων τοῦ Ἀνθρώπου". Ἐπί τοῦ προκειμένου ἐπιθυμοῦμε νά παρατηρήσωμεν, ὅτι ἡ διατύπωσις αὕτη εἶναι παντελῶς ἀόριστη. Θά ἔπρεπε, δηλαδή, ἡ Ἔκθεσις νά ἀναφέρη ποῖαι καί πόσαι τῶν λοιπῶν Εὐρωπαϊκῶν Χωρῶν κατεδικάσθησαν διά παράβασιν τῆς θρησκευτικῆς ἐλευθερίας ἀπό τοῦ ἔτους 1985 (ὅτε ἡ Ἑλλάς ἀνεγνώρισε τήν ἀτομικήν προσφυγήν) μέχρι σήμερον, διά νά εἶναι δυνατή ἡ ἀνάλογος σύγκρισις.

Τό θέμα ὅμως δέν τελειώνει ἐδῶ. Αἱ καταδίκαι τοῦ Εὐρωπαϊκοῦ Δικαστηρίου, εἰς τάς ὁποίας ἀναφέρεται ἡ Ἔκθεσις, κρίνουν ἀποφάσεις Ἑλληνικῶν Δικαστηρίων καί δέν ἀναφέρονται εἰς τήν Ἑλληνικήν Δημοσίαν Διοίκησιν. Ὡς γνωστόν ὅμως, κατ' ἄρθρον 3 παρ. 1 τοῦ Ν.2477/97, ὁ Συνήγορος τοῦ Πολίτου εἶναι ἁρμόδιος νά ἐλέγχη τήν ἑλληνικήν Δημοσίαν Διοίκησιν καί οὐχί τήν Ἑλληνικήν Δικαιοσύνην. Αἱ ἀποφάσεις ἑπομένως τοῦ Εὐρωπαϊκοῦ Δικαστηρίου, τάς ὁποίας ὑπαινίσσεται ἡ Ἔκθεσις, ἀναφέρονται εἴτε εἰς ἀποφάσεις διοικητικῶν Δικαστηρίων καί εἰδικώτερον τοῦ Συμβουλίου τῆς Ἐπικρατείας διά τῶν ὁποίων ἐκρίθη ἡ νομιμότης διοικητικῶν πράξεων, εἴτε εἰς ἀδικήματα αὐτεπαγγέλτως διωκόμενα, τά ὁποῖα παρεπέμφθησαν εἰς τήν Δικαιοσύνην ὑπό τοῦ Εἰσαγγελέως. Ἐάν, λοιπόν, κακῶς ἀπεφάνθη τό ΣτΕ ἤ ἐάν κακῶς ἐνήργησεν ὁ παραπέμψας τόν ὑπαίτιον εἰς τήν Ποινικήν Δικαιοσύνη Εἰσαγγελεύς καί ἐάν κακῶς τό ἁρμόδιον Ποινικόν Δικαστήριον κατεδίκασε τόν ἐν λόγῳ ὑπαίτιον, δέν πταίει ἡ Δημοσία Διοίκησις διά νά εἰσπράττη τούς μύδρους τῆς Ἐκθέσεως τοῦ Συνηγόρου τοῦ Πολίτου.

Εἶναι πρόδηλον κ. Συνήγορε τοῦ Πολίτου, ὅτι καί ἡ παράγραφος αὕτη τῆς Ἐκθέσεως διατυποῦται καθ'ὑπέρβασιν τῆς ἁρμοδιότητος ὑμῶν.

Περαιτέρω, ἡ καταδικάσασα τήν Ἑλλάδα ἀπόφασις "Μανουσάκη" κατεδίκασεν αὐτήν οὐχί διότι ἡ νομοθεσία ἡμῶν περί προσηλυτισμοῦ παραβιάζει τήν Σύμβασιν τῆς Ρώμης ἀλλά διότι ἡ ἀπόφασις τοῦ Ἀρείου Πάγου, κατά τῆς ὁποίας εἶχεν ἀσκηθῆ προσφυγή, ἦτο ἀναιτιολόγητος καί ὡς ἐκ τούτου δέν ἦτο δυνατόν νά ἐλεγχθῆ ἐάν ἦτο σύμφωνος πρός τήν Σύμβασιν τῆς Ρώμης. Ὅτι δέ ἡ ὡς ἄνω νομοθεσία τῆς Ἑλλάδος εἶναι σύμφωνος πρός τήν Σύμβασιν τῆς Ρώμης οὐχί μόνον δέν ἠμφεσβητήθη μέ τήν ἀπόφασιν αὐτήν τοῦ Δικαστηρίου τοῦ Στρασβούργου ἀλλά, ἀντιθέτως, ἐπεβεβαιώθη τόσον διά τῆς ἀποφάσεως αὐτῆς ὅσον καί διά μεταγενεστέρας ἀποφάσεως τοῦ ἰδίου Δικαστηρίου ἐπί τῆς ὑποθέσεως Λαρίσης κ.λ.π. Διατί, λοιπόν, ἡ ὑμετέρα Ἔκθεσις ἀποσιωπᾶ τήν πλευράν αὐτήν τῆς ὑποθέσεως καί δημιουργεῖται ἡ ἐσφαλμένη ἐντύπωσις ὅτι τό Δικαστήριον τοῦ Στρασβούργου κατεδίκασε τήν Ἑλλάδα ἐπειδή διατηρεῖ ἐν ἰσχύϊ νομοθεσίαν παραβιάζουσαν τήν Σύμβασιν τῆς Ρώμης; Εἶναι ἐπιστημονικῶς καί δεοντολογικῶς ὀρθή ἡ ἀποσιώπησις αὕτη ἤ συνιστᾶ τακτικήν ἀπαράδεκτον ὅπως ἀπαράδεκτοι εἶναι καί αἱ ἐκφράσεις "μισαλλόδοξη νοοτροπία" κ.λ.π., τῶν ὁποίων γίνεται χρῆσις εἰς τήν Ἔκθεσιν ὑμῶν; Μήπως θά πρέπει νά ἐλέγξετε τούς συνεργάτας ὑμῶν;

4. Περαιτέρω ἡ Ἔκθεσις (ἀσχολουμένη καί πάλιν ἐπιμόνως μόνον μέ τούς "Μάρτυρας τοῦ Ἰεχωβᾶ") ἰσχυρίζεται ἐν παραγράφῳ 3. 1. 1, ὅτι ἡ Ἑλληνική νομοθεσία περί ἱδρύσεως ναῶν καί εὐκτηρίων οἴκων προσκρούει εἰς νομοθετικά ἐμπόδια ἀμφισβητουμένης ἀντισυνταγματικότητος. Ὡς γνωστόν ὅμως κατ' ἄρθρον 93 παρ. 4 τοῦ Συντάγματος μόνον τά δικαστήρια εἶναι ἁρμόδια νά ἀποφανθοῦν περί τῆς συνταγματικότητος ἤ μή οἱουδήποτε νόμου, οὐδείς δέ ἕτερος κέκτηται τοιοῦτον δικαίωμα, τοῦ Συνηγόρου τοῦ Πολίτου μή ἐξαιρουμένου. Ἡ ὡς ἄνω ἐκτίμησις τῆς 'Εκθέσεως ὑμῶν ὑπερβαίνει προφανῶς τάς ἁρμοδιότητας τῶν Ὑπηρεσιῶν ὑμῶν καί ἅρα καί ἐν τῷ σημείῳ τούτῳ φρονοῦμεν ὅτι χρήζει ἐπανορθώσεως, καί διά δύο ἀκόμη λόγους : α) Οὐδεμία ἀπόφασις Ἑλληνικοῦ δικαστηρίου ἐθεώρησε τήν ἐν λόγῳ νομοθεσίαν ὡς ἀντισυνταγματικήν, καίτοι πλειστάκις τά Ἑλληνικά δικαστήρια ἀπεφάνθησαν περί αὐτῆς. β) Τό Εὐρωπαϊκόν Δικαστήριον Ἀνθρωπίνων Δικαιωμάτων θεωρεῖ τήν ἐν λόγῳ νομοθεσίαν ὡς σύμφωνον πρός τήν Εὐρωπαϊκήν Σύμβασιν Ἀνθρωπίνων Δικαιωμάτων ἀποφαινόμενον ἐπί λέξει, ὅτι αὕτη ἔχει σκοπόν θεμιτόν : (La Cour considère que la mesure incriminèe poursuivit un but lègitime sous l’ angle de l’ article 9. 2 : la protection de l’ ordre” ἀποφ. Εὐρ. Δικ. Ἀνθρ. Δικ.τῆς 26.9.1996 ἐνθ' ἀν.). Ἡ ἰδία ἀπόφασις περαιτέρω ἀναφέρει, ὅτι ἡ ἐν λόγῳ διάταξις συμφωνεῖ πρός τήν Εὐρωπαϊκήν Σύμβασιν Ἀνθρωπίνων Δικαιωμάτων, ἐφ' ὅσον ἀφορᾶ τόν ἔλεγχον τοῦ Ὑπουργοῦ ἐπί τῆς τηρήσεως τῶν τυπικῶν ὅρων ὑπό τῶν ἐνδιαφερομένων (ἐπί λέξει : "Le système de l’ autorisation instituèe par la loi No 1363/ 1938 et le decret 20 mai/ 2 Juin 1939 ne cadre avec l’ article de la Convention que dans la mesure où il vise à assurer un contrôle du ministre sur la rèunion des conditions formelles ènoncèes par ceuxci" παράγρ. 40 τῆς ὡς ἄνω ἀποφάσεως τοῦ Εὐρωπαϊκοῦ Δικαστηρίου ἐνθ' ἀνωτ.).

Ἐξ ὅλων τούτων, κ. Συνήγορε τοῦ Πολίτου, δέν καταλείπεται εἰς τάς Ὑπηρεσίας ὑμῶν ἔδαφος ἵνα ἰσχυρισθοῦν, ὅτι ἡ ἐν προκειμένῳ Ἑλληνική νομοθεσία εἶναι ἀμφιβόλου συνταγματικότητος.

5. Περαιτέρω ἡ Ἔκθεσις, συνεχῶς καί μεροληπτικῶς μόνον ὑπέρ τῶν "Μαρτύρων τοῦ Ἰεχωβᾶ" ἐνδιαφερομένη, ἄγνωστον διατί, ἐπικρίνει καί πάλιν τήν Ἑλληνικήν Δημοσίαν Διοίκησιν, διότι δέν δέχεται, ὅτι ἡ θρησκευτική αὕτη κοινότης ἀποτελεῖ "γνωστήν θρησκείαν" κατά τό Σύνταγμα. Ἐπί τούτου, γνωρίζομεν ὑμῖν ὅτι ὑπάρχουν μέν ὡρισμέναι ἀποφάσεις τοῦ Συμβουλίου τῆς Ἐπικρατείας θεωροῦσαι ταύτην ὡς γνωστήν θρησκείαν, παραλλήλως ὅμως ὑπάρχει πολύ μεγαλύτερος ἀριθμός ἀποφάσεων τῶν πολιτικῶν δικαστηρίων, αἱ ὁποῖαι δέν θεωροῦν ταύτην ὡς θρησκείαν γνωστήν κατά τό Σύνταγμα (Πλημμ. Τριπ. 512/92 Ποιν. Χρον. ΜΓ' σελ.317. Πρωτ. Ἡρ. 272/1984 (Ἀρχ. Νομ. ΛΣΤ' σελ.678). Πρωτ. Ἡρ. 87/ 1986 (Ἀρχ. Νομ. ΛΖ' σελ. 470) Πρωτ. Ἀγρ. 122/1992 (ἀδημ.). Πρωτ. Ἰωανν. 92/1987 (Ἰ. Κονιδάρη, Νομική θεωρία καί πράξη γιά τούς "Μάρτυρες τοῦ Ἰεχωβᾶ" ἔκδ. γ' 1991 σελ.72). Πλημμ. Ἀθ. 5147/86 (Ποιν. Χρον. ΛΖ' σελ. 342). Γνωμ. ΝΣΚ' 919/70 (ΝοΒ 19 σελ.274). Πρωτ. Βερρ. 174/92 (ΝοΒ 20 σελ.1207). Πρωτ. Ἀθ. 7932/73 (Ἀρμεν. 73 σελ. 777). Πρωτ. Βόλ. 277/91 (ΝοΒ, 19 σελ.299). Πρωτ. Ἡρ. 245/1986 (Ἀρχ. Νομ. ΛΖ' σελ.125). Πρωτ. Καβ. (Χριστιανός 15 σελ. 86). Πρωτ. Καβ. (αὐτόθι 14 σελ. 83). Ἔχομεν λοιπόν ἐν προκειμένῳ διάστασιν ἀπόψεων μεταξύ Συμβουλίου τῆς Ἐπικρατείας καί Πολιτικῶν Δικαστηρίων. Συμφώνως ὅμως πρός τό ἄρθρον 100 παρ.1, ἐδαφ. δ' τοῦ Συντάγματος ἐπί διαστάσεως ἀπόψεων μεταξύ Συμβουλίου Ἐπικρατείας καί Πολιτικῶν καί Ποινικῶν δικαστηρίων ἁρμόδιον νά ἀποφανθῆ εἶναι μόνον τό Ἀνώτατον Εἰδικόν Δικαστήριον. Ἄρα οὐδεμίαν ἁρμοδιότητα ἔχει ἐν προκειμένῳ ἡ Δημοσία Διοίκησις νά ἀποφανθῆ ἐάν οἱ "Μάρτυρες τοῦ Ἰεχωβᾶ" ἀποτελοῦν γνωστήν κατά τό Σύνταγμα θρησκείαν. Τό μόνον τό ὁποῖον ὑποχρεοῦται νά εἴπη εἶναι ὅτι ἐπί τοῦ θέματος τούτου ὑπάρχει διάστασις ἀπόψεων μεταξύ πολιτικῶν καί διοικητικῶν δικαστηρίων, ἐπί τῆς ὁποίας τό Ἀνώτατον Εἰδικόν Δικαστήριον δέν ἔχει εἰσέτι ἀποφανθῆ.

Καί δέον νά σημειωθῆ, ἵνα ἀποκαλυφθῆ ὁλόκληρη ἡ ἀλήθεια, ὅτι ἡ Ἑλληνική Δημοσία Διοίκησις θεωρεῖ τούς "Μάρτυρας τοῦ Ἰεχωβᾶ" ὡς "γνωστήν" θρησκείαν καί διά τοῦτο ἔχει χορηγήσει μεγάλον ἀριθμόν ἀδειῶν λειτουργίας εὐκτηρίων οἴκων εἰς αὐτούς. Διά ποῖον λόγον, λοιπόν, κ. Συνήγορε, ἀποσιωπᾶ ἡ ὑμετέρα Ἔκθεσις τό γεγονός τοῦτο;

Τέλος, ἐπιθυμοῦμεν ὅπως θέσωμεν ὑπ'ὄψει ὑμῶν τά ἀκόλουθα:

α) Τό Εὐρωπαϊκόν Δικαστήριον Ἀνθρωπίνων Δικαιωμάτων εἰς τήν πολλάκις ἀναφερθεῖσαν ἀνωτέρω ἀπό 26.9.1996 ἀπόφασίν του (Μανουσάκης κατά Ἑλλάδος) ἀναφέρει, ὅτι οἱ "Μάρτυρες τοῦ Ἰεχωβᾶ" ἀποτελοῦν θρησκείαν ἀμφισβητουμένην (ἐπί λέξει: “ la religion des tèmoins de Jehova serait une religion qui par prèsomption – même en la supposant rèfragable” - ὑπογράμμισις ἰδική μας - παραγρ. 41 τῆς ἀποφ.). Ἐν τῇ ἰδίᾳ παραγράφῳ προστίθεται, ὅτι καί ἐάν ἀκόμη ὑπετίθετο ὅτι οἱ "Μάρτυρες τοῦ Ἰεχωβᾶ" σέβονται τήν δημοσίαν τάξιν, ἐν τούτοις τό δόγμα των καί τό τυπικόν των θά προεκάλει καί θά ἐξήγειρε τήν κοινωνικήν τάξιν καί τήν ἀτομικήν ἠθικήν (ἐπί λέξει: “son dogme et ses rites observeraient et exalteraient l’ ordre sociale et la moralitè individuelle”).

β) Τό Γαλλικόν Συμβούλιον τῆς Ἐπικρατείας δέν θεωρεῖ τούς "Μάρτυρας τοῦ Ἰεχωβᾶ" ὡς θρησκείαν προστατευομένην (Γαλλ. Συμβ. Ἐπικρ. ἀπόφ. τῆς 1.2.1985, REVUE DU DROIT PUBLIQUE, 1985 σελ.508), τήν νομολογίαν δέ ταύτην δέν ἔχει μεταβάλλει μέχρι στιγμῆς ὡς τοῦτο προκύπτει ἐκ προσφάτων συγγραμμάτων περί Συνταγματικοῦ Δικαίου (CHARVIN SUEUR, DROITS DE L' HOMME ET LIBERTES FONDAMENTALES 1997 σελ. 214).

γ) Ἡ ἀπό 26.6.1997 ἀπόφασις τοῦ Γερμανικοῦ Ὁμοσπονδιακοῦ Δικαστηρίου (ἀντιστοίχου τοῦ παρ' ἡμῖν Συμβουλίου Ἐπικρατείας) (NJW 1997 σελ.2396) δέν ἀναγνωρίζει τούς "Μάρτυρας τοῦ Ἰεχωβᾶ" ὡς θρησκείαν, διότι παραβιάζουν τάς ἀρχάς τῆς δημοκρατίας.

Βεβαίως πλεῖστα ὅσα ἄλλα στοιχεῖα θά ἠδυνάμεθα νά παραθέσωμεν περί τούτου λίαν ἔγκυρα καί ἀδιάσειστα, νομίζομεν ὅμως ὅτι ταῦτα ἀρκοῦν καί εἶναι ἀπολύτως πειστικά.

Ἐκ τούτων πάντων προκύπτει ὅτι αἱ ἐν προκειμένῳ ἀπόψεις τῆς Ἐκθέσεως μόνον ἐπιστημονικῶς θεμελιωμέναι δέν εἶναι, καθόσον ὁ συντάκτης αὐτῆς εἰς οὐδεμίαν ἀπολύτως ἐπιστημονικήν ἔρευναν προέβη παρά τά ὑπό τοῦ Ν. 2477/1997 προβλεπόμενα.

6. Ὡς πρός τό τμῆμα ἐκεῖνο τῆς ὑμετέρας Ἐκθέσεως μέ τό ὁποῖον δογματίζετε, ὅτι εἶναι ἀπαράδεκτος ἡ ἀναγραφή τοῦ θρησκεύματος εἰς τά δημόσια ἔγγραφα καί ἀρχεῖα, ἐπισημαίνομεν, ὅτι ὁ Συνήγορος τοῦ Πολίτου εἶναι ἁρμόδιος ἀποκλειστικῶς καί μόνον διά θέματα τά ὁποῖα ἀνάγονται εἰς τάς Δημοσίας Ὑπηρεσίας, τάς ὑπηρεσίας τῶν Ο.Τ.Α.,τῶν Ν.Π.Δ.Δ. καί τῶν ἐπιχειρήσεων κοινῆς ὠφελείας (Νόμος 2477/97 ἄρθρα 1 καί 3). Πέραν τούτου, ὡς εἶναι γνωστόν, οἱ ἰσχύοντες νόμοι κατά τόν χρόνον συντάξεως καί ὑποβολῆς τῆς ἐπιμάχου Ἐκθέσεως, ἀνέφερον, ὅτι ἡ ἀναγραφή τοῦ θρησκεύματος εἰς τά δελτία ταυτότητος εἶναι ὑποχρεωτική καί ἑπομένως ἡ Δημοσία Διοίκησις οὐδεμίαν εὐχέρειαν εἶχε, νά παραβιάση τούς ἐν λόγῳ νόμους. Πρός τί ἑπομένως ὁ ψόγος κατ' αὐτῆς; Ὡς καλῶς γνωρίζετε, ὅταν μεταγενεστέρως ἀνέκυψε (καί ἐξακολουθεῖ νά ἐκκρεμῆ) τό θέμα τῆς ἀναγραφῆς τοῦ θρησκεύματος εἰς τά δελτία ταυτότητος, ἡ ἰδία ἡ Κυβέρνησις ἀπεδέχθη ἀκριβῶς τοῦτο, ὅτι δηλαδή ὁ νόμος ἐπέβαλε τήν ὑποχρεωτικήν ἀναγραφήν τοῦ θρησκεύματος, διό καί, προκειμένου νά ἀνατρέψη τό ἰσχῦον καθεστώς, ἐχρειάσθη νά ἐκδώση εἰδικήν ὑπουργικήν ἀπόφασιν, τῆς ὁποίας ἡ νομιμότης ἀμφισβητεῖται πολλαπλῶς καί καλεῖται τό Συμβούλιον Ἐπικρατείας νά ἀποφανθῆ ἐπί τοῦ προκειμένου. Πληροφοροῦμε δέ ὑμᾶς, ἐπ' εὐκαιρίᾳ, ὅτι ὁ ἐξαναγκασμός τοῦ πολίτου νά δηλώση τό θρήσκευμα αὐτοῦ δέν θεωρεῖται ὡς παράβασις ἀτομικοῦ δικαιώματος ὅταν ἡ δήλωσις αὕτη ζητεῖται οὐχί διά νά καταδιωχθῆ ὁ πολίτης λόγῳ τῶν θρησκευτικῶν αὐτοῦ πεποιθήσεων ἀλλά διά τήν πληρεστέραν κατοχύρωσιν διαφόρων δικαιωμάτων αὐτοῦ. Ἡ Εὐρωπαϊκή Ἐπιτροπή Ἀνθρωπίνων Δικαιωμάτων δύο φοράς μέχρι σήμερον, κατά τήν ἐκδίκασιν ἰσαρίθμων προσφυγῶν ἀτόμων, ἰσχυρισθέντων ὅτι ἡ ὑποχρεωτική δήλωσις τοῦ θρησκεύματος παρεβίαζε τό ἀτομικόν αὐτῶν δικαίωμα, ἀπέρριψεν αὐτάς μή δεχθεῖσα τήν ὕπαρξιν τῆς ἐν λόγῳ παραβιάσεως (Εὐρωπαϊκή Ἐπιτροπή Ἀνθρωπίνων Δικαιωματων ἀποφ. τῆς 8.9.1993 ὑποθ. Z. Bernard et autres c/ Luxemburg, εἰς Gonzales, La Convention Europèene des droits de l’ homme et la Libertè Religieuse, 1997 σελ. 24. Εὐρωπ.Ἐπιτρ. Ἀνθρ. Δικ. ἀποφ. τῆς 4.12.1984 ὑποθ. GOTTESMANN c/ SUISSE, αὐτόθι σελ.94. Βλέπε καί τάς ὑπ'ἀριθ. 3356/95 καί 2176/98 ἀποφάσεις τοῦ Ἑλληνικοῦ Συμβουλίου Ἐπικρατείας). Τό αὐτό ἀκριβῶς ἔχει δεχθῆ καί ἡ νομολογία τῶν ἐθνικῶν δικαστηρίων τῶν εὐρωπαϊκῶν χωρῶν (συμπεριλαμβανομένου καί τοῦ Συνταγματικοῦ Δικαστηρίου) διά πλήθους δικαστικῶν ἀποφάσεων, τάς ὁποίας δυνάμέθα νά θέσωμεν εἰς τήν διάθεσιν ὑμῶν.

Κατόπιν τούτου, ἀξιότιμε κ. Συνήγορε τοῦ Πολίτου, φρονοῦμεν ὅτι καί ἐν τῷ σημείῳ τούτῳ ἡ Ἔκθεσις δέν ἑδράζεται ἐπί σοβαράς ἐπιστημονικῆς ἐρεύνης. Βεβαίως δέον νά ἐπισημανθῆ καί τό γεγονός ὅτι ἡ Ἔκθεσις ἀφ' ἑαυτῆς ὁμολογεῖ ρητῶς καί ἀποδέχεται, ὅτι ἀποφαίνεται ἐν προκειμένῳ ὅλως ἀναρμοδίως καί κατά παράβασιν τοῦ νόμου, ὅταν ἀναφέρει, ὅτι "καμμία εὐθεῖα ἀμφισβήτηση τῆς νομοθετημένης καταγραφῆς τοῦ θρησκεύματος (λ.χ. στά δελτία ἀστυνομικῆς ταυτότητος) δέν ἔχει ἀκόμη ἀχθεῖ ἐνώπιον τοῦ Συνηγόρου τοῦ Πολίτη". Ὡς γνωστόν δέ κατ' ἄρθρον 3 παρ. 2 τοῦ Ν. 2477/1997 ὁ Συνήγορος τοῦ Πολίτου ἐρευνᾶ ἀτομικάς δικαστικάς ἐνεργείας τῶν Δημοσίων Ὑπηρεσιῶν "πού παραβιάζουν δικαιώματα ἤ προσβάλλουν νόμιμα συμφέροντα φυσικῶν ἤ νομικῶν προσώπων". Εἶναι λοιπόν πρόδηλον, κ. Συνήγορε τοῦ Πολίτου, ὅτι οἱ συντάξαντες τήν Ἔκθεσιν συνεργάται ὑμῶν παρεβίασαν συγκεκριμένην καί σαφῆ διάταξιν νόμου καί ὡς ἐκ τούτου εἶναι ἀπαραίτητον ὅπως προβῆτε εἰς ἐπανόρθωσιν τῶν ὡς ἄνω ἡμαρτημένων ἀπό πάσης πλευρᾶς θέσεων, τάς ὁποίας συμπεριέλαβεν ἡ Ἔκθεσις.

7. Μέ τήν ὑμετέραν Ἔκθεσιν ἐκδηλοῦται ἀνησυχία μεγίστη, μήπως τυχόν κάποιος ἐκ τῶν καλουμένων "ἀντιρρησιῶν συνειδήσεως" ἐταλαιπωρήθη ἔστω καί ἐπ' ἐλάχιστον κατά τό παρελθόν ἔτος. Καί ἐδῶ βεβαίως πρόκειται περί τῶν λεγομένων "Μαρτύρων τοῦ Ἰεχωβᾶ", καθόσον οὗτοι ἀποτελοῦν τήν μεγίστην πλειοψηφίαν τῶν ἐν λόγῳ "ἀντιρρησιῶν". Ἐπισημαίνεται μάλιστα ὅτι ἀντιρρησίαι συνειδήσεως εἰργάσθησαν ἐπί ἑπτά ἡμέρας ἑβδομαδιαίως. Τοιαύτη βεβαίως ἐπισήμανσις, εἶναι περίεργη καθόσον οἱ ὑπηρετοῦντες "ἐναλλακτικήν" θητείαν ἀντί τῆς στρατιωτικῆς ἐξισοῦνται ἀπό ἀπόψεως χρόνου μέ τούς στρατιώτας, οἱ ὁποῖοι δέν ἀργοῦν τά Σάββατα καί τάς Κυριακάς.

Τέλος, ἐπισημαίνομεν, ὅτι ἡ ὑμετέρα Ἔκθεσις ἀναφέρει, ὅτι ἡ ἀπαλλαγή τῶν "ἀντιρρησιῶν συνειδήσεως" ἀπό τήν στράτευσιν ἀποτελεῖ ἀτομικόν δικαίωμα (σελ. 79). Μία ὅμως ἁπλή ἐπιστημονική ἔρευνα, ἀξιότιμε κ. Συνήγορε τοῦ Πολίτου, θά ἀπεκάλυπτε ὅτι ὑπάρχει μέγας ἀριθμός ἀποφάσεων τοῦ Εὐρωπαϊκοῦ Δικαστηρίου καί τῆς Εὐρωπαϊκῆς Ἐπιτροπῆς Ἀνθρωπίνων Δικαιωμάτων, δεχομένων ὅτι ἀτομικόν δικαίωμα τῶν "ἀντιρρησιῶν συνειδήσεως" ὅπως ἀπαλλαγοῦν ἀπό τήν στράτευσιν δέν ἀναγνωρίζεται, δέν προβλέπεται καί οὐδαμοῦ κατοχυροῦται. Οὔτε ἀπό διάταξιν νόμου ἤ διεθνοῦς Συμβάσεως, οὔτε ἀπό τήν νομολογίαν τῶν Εὐρωπαϊκῶν Δικαιοδοτικῶν ὀργάνων, οὔτε ἀπό ἄλλο διεθνές δεσμευτικόν κείμενον. Προσθέτουν δέ ἅπασαι αἱ ἐν λόγῳ ἀποφάσεις, ὅτι τά Εὐρωπαϊκά κράτη εἶναι ἐλεύθερα ὅπως μή ἀναγνωρίσουν ἕν τοιοῦτον δικαίωμα, δικαιοῦνται δέ νά θεσπίσουν καί ποινάς διά τούς ἀρνουμένους νά στρατευθοῦν. Τέλος, αἱ ἐν λόγῳ ἀποφάσεις δέχονται περαιτέρω, ὅτι ἐάν ἀνεγνωρίζετο ἕν τοιοῦτον ἀτομικόν δικαίωμα, θά παρεβιάζετο ἡ ἀρχή τῆς ἰσότητος, διότι θά ὠφελεῖτο ὡρισμένη τάξις πολιτῶν εἰς βάρος ἑτέρας. Ἐπίσης, τό αὐτό ἔχει δεχθῆ καί ἡ Ἐπιτροπή Ἀνθρωπίνων Δικαιωμάτων τοῦ Ο.Η.Ε. (ἴδετε πάσας τάς ἀποφάσεις ταύτας εἰς τό πρωτότυπον καί εἰς ἑλληνικήν μετάφρασιν εἰς τόν τιμητικόν τόμον τοῦ καθηγητοῦ Δ. Κόρσου, 1998 σελ. 227 ἑξ.). Αἱ ἀόριστοι λοιπόν καί "ἀποφθεγματικαί" ἐκφράσεις τῆς Ἐκθέσεως, ὅτι ἡ ἀπαλλαγή τῶν "ἀντιρρησιῶν συνειδήσεως" ἀποτελεῖ "ἀτομικό δικαίωμα τῆς ἐλευθερίας συνείδησης", μόνον ἀντιεπιστημονικαί δύνανται νά κριθοῦν καί ὅλως ἀκατανοήτως καί περιέργως καταχωροῦνται εἰς τήν Ἔκθεσιν.

8. Ἀξιότιμε κ. Συνήγορε τοῦ Πολίτου, ἐπεσημάναμεν ὡρισμένα μόνον σημεῖα τῆς ὑμετέρας Ἐκθέσεως, τά ὁποῖα κρίνομεν ὡς ἐπιστημονικῶς ἀβάσιμα καί ἀθεμελίωτα χωρίς νά προβῶμεν εἰς σχολιασμόν τῶν σημείων ἐκείνων τά ὁποῖα ἐθεωρήσαμεν ὡς στερούμενα σοβαρότητος κατ' αὐστηρῶς ἀντικειμενικήν κρίσιν.

Ὡς θά ἔχετε διαπιστώσει ἐπεξειργάσθημεν τήν ὑμετέραν Ἔκθεσιν οὐχί προχείρως, ἀλλά ἔχοντες προβῆ εἰς ὑπεύθυνον ἐπιστημονικήν ἔρευναν, ἀφοῦ ἐπικαλούμεθα συγκεκριμένας πηγάς καί στοιχεῖα ἀπολύτως ἀδιαμφισβήτητα καί τεκμηριωμένα. Ταῦτα πάντα δυνάμεθα νά θέσωμεν εἰς τήν διάθεσιν ὑμῶν ὡς καί πλῆθος ἑτέρων δεδομένων, τά ὁποῖα δέν ἐπεκαλέσθημεν ἐνταῦθα χάριν αὐτονομίας.

Ἔχομεν τήν βεβαιότητα ὅτι ὅσα ἀβάσιμα καί ἀντιεπιστημονικά περιέχονται εἰς τήν Ἔκθεσιν ὀφείλονται εἰς ἐλλιπῆ ἐπιστημονικήν ἔρευναν καί ὅτι διά τοῦτο εὐθύνονται συνεργάται ὑμῶν, οἱ ὁποῖοι ἐλαφρᾷ τῇ καρδίᾳ παρέβησαν τό καθῆκον των εἰσηγούμενοι ἐσφαλμένως ἤ καί μεροληπτικῶς. Τό γεγονός τοῦτο ἀποδεικνύει ὅτι ἐπιβάλλεται ἰδιαιτέρα προσοχή κατά τήν σύνταξιν τῆς ὑμετέρας ἐτησίας Ἐκθέσεως, ὥστε νά μή ἐμπεριέχει αὕτη ἀπόψεις καί κρίσεις, αἱ ὁποῖαι θίγουν τό κῦρος τῆς Ὑπηρεσίας ὑμῶν.

Κύριε Συνήγορε τοῦ Πολίτου, ἐξ ὅλων ὅσων λεπτομερῶς ἀνεπτύξαμεν, γίνεται φανερόν ὅτι ἔχομεν ἀδιαμφισβήτητον ἔννομον συμφέρον καί δικαιούμεθα νά ὑποβάλωμεν ὑμῖν τό κάτωθι αἴτημα, ἡ ἱκανοποίησις τοῦ ὁποίου τυγχάνει νόμῳ ἐπιβεβλημένη :

Αἰτούμεθα τήν ἐξαίρεσιν τοῦ συντάκτου τῆς παραγράφου 3 τῆς ὑμετέρας ἐτησίας Ἐκθέσεως, ἡ ὁποία φέρει τόν τίτλον "ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΩΝ ΣΗΜΑΝΤΙΚΩΤΕΡΩΝ ΥΠΟΘΕΣΕΩΝ ΚΑΤΑ ΘΕΜΑΤΙΚΕΣ ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ" καί εἰδικώτερον τῆς παραγράφου 3.1, ἡ ὁποία φέρει τόν τίτλον "ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΘΡΗΣΚΕΙΑΣ ΚΑΙ ΠΕΠΟΙΘΗΣΕΩΝ", ἀπό τήν ἁρμοδιότητα ἐπεξεργασίας ὑποθέσεων καί συντάξεως ἐκθέσεων περί ἐλευθερίας τῆς θρησκείας καί τῶν πεποιθήσεων λόγῳ αὐταποδείκτου παντελοῦς ἐλλείψεως ἀντικειμενικότητος καί ἀμεροληψίας καί λόγῳ ἐμφανεστάτης, αὐταποδείκτου καί ἀδιαμφισβητήτου μεροληψίας μέχρι βαθμοῦ ἀκραίου καί ἀδιανοήτου ὑπέρ τῆς αἱρέσεως τῶν "Μαρτύρων τοῦ Ἰεχωβᾶ", ὑπέρ τῶν ὁποίων καί μόνον φαίνεται νά συνέταξε τήν Ἔκθεσιν ἐνεργήσας μάλιστα καί κατά προφανῆ ὑπέρβασιν ἐξουσίας, ἀφοῦ ἔφθασε νά κατακρίνη τήν Δημοσίαν Διοίκησιν ἀκόμη καί διά δεδομένα, διά τά ὁποῖα οὐδόλως εὐθύνεται.

Ἀξιότιμε κ. Συνήγορε τοῦ Πολίτου, ἐπειδή πιστεύομεν εἰς τήν καλήν ὑμῶν πρόθεσιν, τήν ὑπευθυνότητα, τήν συνέπειαν καί τήν ἐπιθυμίαν ὑμῶν ὅπως ἡ ὑμετέρα Ὑπηρεσία ἐργάζεται αὐστηρῶς ἐπιστημονικῶς, ἀλλά καί ἀμερολήπτως καί ἀντικειμενικῶς, εἴμεθα βέβαιοι, ὅτι θά προβῆτε εἰς τάς δεούσας ἐπανορθώσεις εἰς τά ἐπίμαχα τμήματα τῆς Ἐκθέσεως, ἀποκαθιστῶντες τήν ἀλήθειαν μέ ἐπιστημονικήν συνέπειαν καί δεοντολογίαν.


Ἐντολῇ καί ἐξουσιοδοτήσει τῆς Ἱερᾶς Συνόδου
Ὁ Ἀρχιγραμματεύς
+ Ἀρχιμ. Θεολόγος Ἀποστολίδης


Κοινοποίησις :
Συνοδικήν Ἐπιτροπήν ἐπί τῶν Αἱρέσεων.
Παρ' ἡμῖν.