Επιλέξτε τη γλώσσα σας

Πρός
Τόν Ἐξοχώτατον
κ. Πέτρον Εὐθυμίου.
Ὑπουργόν Ἐθνικῆς Παιδείας καί Θρησκευμάτων.
Ἐ ν τ α ῦ θ α.

31 Αὐγούστου 2000

'Εξοχώτατε κ. Ὑπουργέ,

Ἐλάβομεν καί κατά τήν Συνεδρίαν τῆς Διαρκοῦς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς 31.8.2000 μετά τῆς ὀφειλομένης προσοχῆς ἐμελετήσαμεν τήν ἀπό 23ης Αὐγούστου ἐ.ἔ., ἀπαντητικήν σας ἐπιστολήν εἰς τήν ἀπό 16ης Αὐγούστου ἐ.ἔ. Συνοδικήν Ἐπιστολήν διά τήν σημασίαν τῆς διατηρήσεως τοῦ μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν μεταξύ τῶν ἐξεταζομένων μαθημάτων τῆς Β' καί τῆς Γ' Λυκείου. Συμμεριζόμεθα τάς ἀπόψεις σας ὅτι ἡ 'Εκπαίδευσις, ὅπως καί ἐσεῖς τονίζετε εἰς τήν ἐπιστολήν σας, "διαδραματίζει ἕνα διπλό ἀποφασιστικό ρόλο. 'Αφ' ἑνός μεταβάλλεται στόν κύριο μοχλό τῆς ἀναπτύξεως στό νέο περιβάλλον τῆς κοινωνίας τῆς γνώσης καί τῆς πληροφορίας. 'Αφ' ἑτέρου ἡ Παιδεία εἶναι ὁ ἀποφασιστικός παράγοντας τῆς διαμορφώσεως μιᾶς ὑπερήφανης ἐθνικῆς συνείδησης, μιᾶς ἰσχυρῆς κοινωνίας πολιτῶν, μιᾶς κοινωνίας ἀξιῶν καί πολιτισμοῦ".

Ἄλλωστε, ἡ ἀναγκαιότης τῆς συμφωνίας μας αὐτῆς προσδιορίζεται ὄχι μόνον ἀπό τήν διαχρονικήν πνευματικήν κληρονομίαν τοῦ ὅπου γῆς Ἑλληνισμοῦ, ἀλλά καί ἀπό τήν ρητήν διάταξιν τοῦ ἄρθρου 16 παρ. 2 τοῦ ἰσχύοντος Συντάγματος (1975), ἡ ὁποία προσδιορίζει τήν σύγχρονον βούλησιν τοῦ συντακτικοῦ νομοθέτου κατά τρόπον δεσμευτικόν διά τόν κοινόν νομοθέτην. Ἡ βούλησις αὐτή ἀντανακλᾶ τό φρόνημα τοῦ εὐσεβοῦς Ἑλληνικοῦ Λαοῦ, διά τοῦτο καί περιλαμβάνει μεταξύ τῶν βασικῶν σκοπῶν τῆς Παιδείας καί τήν ἀνάπτυξιν τῆς θρησκευτικῆς συνειδήσεως τῶν πολιτῶν.

Δυστυχῶς, αἱ συρρέουσαι ἀπό τόν ἡμερήσιον καί περιοδικόν τύπον πληροφορίαι διά εἰλημμένην κυβερνητικήν ἀπόφασιν μή συμπεριλήψεως τοῦ μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν εἰς τά ἐξεταζόμενα μαθήματα τῆς Β' καί τῆς Γ' Λυκείου ἐπιβεβαιώνονται ἐμμέσως καί ἀπό τό ὅλον πνεῦμα τῆς ἐπιστολῆς σας, τό ὁποῖο ἐλπίζεται ὅτι κατενοήθη ὀρθῶς. Δέν ἔχομεν ἐνδοιασμούς νά ὁμολογήσωμεν ὅτι δέν εἴμεθα ἀντίθετοι πρός τήν μείωσιν τῶν ἐξεταζομένων μαθημάτων εἰς τάς τάξεις αὐτάς, ἐάν αὐτό κρίνεται ἀναγκαῖον διά καθαρῶς ἐκπαιδευτικούς λόγους. Δέν δυνάμεθα ὅμως νά συμμερισθῶμεν καί τήν ἄποψίν σας, ὅτι δέν ὑποβαθμίζονται τά μή ἐξεταζόμενα μαθήματα ἔναντι τῶν ἐξεταζομένων εἰς τήν ὅλην ἐκπαιδευτικήν διαδικασίαν τοῦ Λυκείου.

Εἰς τήν ἀπό 16ης Αὐγούστου 2000 ἐπιστολήν μας ἀνεπτύξαμε τάς σκέψεις μας διά τήν ὑποβάθμισιν τοῦ μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν εἰς περίπτωσιν ἀφαιρέσεώς του ἀπό τά ἐξεταζόμενα μαθήματα τῆς Β' καί Γ' Λυκείου, διά τοῦτο καί ἐπανερχόμεθα εἰς τό θέμα ἔστω καί ἐάν σεῖς θεωρεῖτε "περισσότερο τέχνασμα παρά θεραπεία τῆς οὐσίας τήν ἀνάπτυξη μιᾶς θεμιτῆς πάντως πρόσθετης ἐπιχειρηματολογίας περί τό θέμα", ὅπως γράφετε εἰς τήν ἐπιστολήν σας. Ἄλλωστε, καί ἐσεῖς γνωρίζετε καλῶς ὅτι ἡ 'Εκκλησία διατηρεῖ ἀλωβήτους τούς πνευματικούς της δεσμούς πρός τήν κοινωνίαν τῶν πολιτῶν, διότι ἐπιτελεῖ τήν διακονίαν της διά τήν οὐσίαν τῆς πίστεως καί δέν καταφεύγει εἰς τεχνάσματα ὁποιασδήποτε μορφῆς διά ἀσχέτους πρός τήν πίστιν λόγους.

Βεβαίως, εἶναι ὀρθή ἡ ὑπόμνησίς σας "ὅτι τά θρησκευτικά δέν ἀπετέλεσαν ποτέ ἐξεταζόμενον μάθημα οὔτε κἄν διά τήν εἰσαγωγήν εἰς τήν Θεολογικήν Σχολήν" καί "ὅτι ὁρίστηκαν ὡς πανελλαδικῶς ἐξεταζόμενο μάθημα μόλις τήν τελευταία διετία". Αὐτό θά ἠδυνάμεθα νά τό χαρακτηρίσωμεν ὡς συλλογιστικόν "τέχνασμα" τῶν ἁρμοδίων ἐκπαιδευτικῶν σας συμβούλων, ἐφ' ὅσον τά πρό διετίας πανελλαδικῶς ἐξεταζόμενα μαθήματα διά τήν εἰσαγωγήν εἰς τά ΑΕΙ καί ΤΕΙ τῆς χώρας δέν ἀλλοίωναν τήν λειτουργίαν τῶν ἀναλυτικῶν προγραμμάτων τῆς Β' καί τῆς Γ' Λυκείου, εἰς τάς ὁποίας ὅλα τά μαθήματα ἐξητάζοντο ἰσοτίμως διά τήν κάλυψιν τῶν θεσμοθετημένων σκοπῶν τῆς Παιδείας, δηλαδή ἴσχυαν αἱ προαγωγικαί ἐξετάσεις ἀπό τήν Β' Λυκείου καί αἱ ἀπολυτήριαι ἀπό τήν Γ' Λυκείου μέ ἐξετάσεις εἰς ὅλα τά μαθήματα. Σήμερα προτείνεται ἡ ὑποβάθμισις τοῦ μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν μέσα εἰς τό πρόγραμμα σπουδῶν τοῦ Λυκείου, διά τοῦτο καί τίθεται ζήτημα συνταγματικότητος τῶν προτάσεων, τό ὁποῖο δέν ἠδύνατο νά τεθῆ πρό διετίας. Εἰδικώτερον τό Συμβούλιον τῆς Ἐπικρατείας, ἐν ὄψει τῆς παραγρ. 2 τοῦ ἄρθρου 16 τοῦ Συντάγματος, ἐδέχθη ὅτι ὁ κυρίαρχος Ἑλληνικός Λαός, ὁ ὁποῖος ἐψήφισε τό Σύνταγμα, ἐδήλωσεν διά τῆς ὡς ἄνω διατάξεως, ἑρμηνευομένης ἐν συνδυασμῷ καί πρός τήν διάταξιν τοῦ ἄρθρου 3 τοῦ Συντάγματος, ὅτι ἡ διδασκαλία τοῦ μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν εἶναι ὑποχρεωτική καί πρέπει νά γίνεται ἐπί ἱκανόν ἀριθμόν ὡρῶν διδασκαλίας ἑβδομαδιαίως (Σ.τ.Ε. 3356/95 καί 2171/98). Καί διά τῆς αἰτιολογίας αὐτῆς ἠκυρώθη ἡ ὑπ' ἀριθμ. Γ2/6953/28.11.97 ἀπόφασις τοῦ κ. Ὑπουργοῦ Ἐθνικῆς Παιδείας καί Θρησκευμάτων ἡ ὁποία περιώριζε τήν διδασκαλίαν τοῦ μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν εἰς μίαν ὥραν ἑβδομαδιαίως κριθέντος ὅτι ἡ ἐπί μίαν μόνον ὥραν τήν ἑβδομάδα διδασκαλία τοῦ μαθήματος αὐτοῦ δέν πληροῖ τόν ὑπό τοῦ Συντάγματος ἀπαιτούμενον ἱκανόν ἀριθμόν ὡρῶν διδασκαλίας αὐτοῦ.

Καί ναί μέν σήμερον δέν ἀπειλεῖται μέ μείωσιν ὡρῶν τό μάθημα, ἀπειλεῖται ὅμως διά τῆς μή ἐξετάσεως εἰς τάς πανελλαδικάς ἐξετάσεις, τοῦθ' ὅπερ θά καταλήξῃ, ἐάν ἐφαρμοσθῇ ἐμμέσως πλήν σαφῶς, εἰς τόν εὐτελισμόν τοῦ μαθήματος αὐτοῦ, ἐφ' ὅσον οἱ μαθηταί ἔχοντες ὑπ' ὄψει ὅτι δέν πρόκειται νά ἐξετασθοῦν εἰς αὐτό δέν θά τό μελετοῦν, δέν θά τοῦ δίδουν σημασίαν καί θά τό περιφρονοῦν.

Ἐξοχώτατε κύριε Ὑπουργέ,

Ἡ Ἐκκλησία πιστεύει, ὅτι τό μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν εἶναι ὀργανικόν καί ἀναπαλλοτρίωτον στοιχεῖον τῆς μακραίωνης ἐθνικῆς, πνευματικῆς μας κληρονομίας καί ὅτι συνδέει ἀρρήκτως τά ἀγαθά τῶν γνώσεων πρός τήν βιωματικήν ἐμπειρίαν τῆς συνέχειας τῆς ἐθνικῆς μας συνειδήσεως. Τί Εὐρωπαῖος θά εἶναι ὁ Ἕλλην πολίτης εἰς μίαν κατά παράδοσιν χριστιανικήν Εὐρώπην, ἐάν δέν γνωρίζη τί εἶναι ἡ Ἁγία Γραφή, ποῖον τό περιεχόμενον τῆς Χριστιανικῆς Πίστεως, τί εἶναι καί γιατί εἶναι διεσπασμένη ἡ Ἐκκλησία εἰς παγκόσμιον κλίμακα, τί θετικόν προσέφερε ὁ Χριστιανισμός εἰς τούς λαούς τοῦ κόσμου καί ποῖες ὑπῆρξαν αἱ μεγάλαι κρίσεις εἰς τήν ἱστορικήν του πορείαν, ποία εἶναι ἡ σχέσις του πρός τάς μονοθεϊστικάς καί ἄλλας μεγάλας θρησκείας τοῦ κόσμου, ποία εἶναι ἡ ἰδιαιτέρα ἀπάντησις τοῦ Χριστιανισμοῦ εἰς τό περί ἤθους ἐρώτημα, πῶς ἀντέχει εἰς τάς ἰδεολογικάς ἀντιπαραθέσεις δύο χιλιετιῶν ἔχων ἐντυπωσιακήν ἀπήχησιν εἰς ὅλας τάς πτυχάς τοῦ δημοσίου καί τοῦ ἰδιωτικοῦ βίου τῶν λαῶν, καί ποία εἶναι ἡ προσφορά τῆς Ὀρθοδοξίας, εἰδικώτερον εἰς τήν διαμόρφωσιν τῆς ἐθνικῆς καί πνευματικῆς ταυτότητος καί παραδόσεως τοῦ λαοῦ μας. Ἡ ἐγκύκλιος Παιδεία πρέπει, κατά τήν δικήν μας κρίσιν, νά μήν ὑποβαθμίση τήν ἀναγκαιότητα τῶν γνώσεων αὐτῶν διά τόν Ἕλληνα πολίτην, αἱ ὁποῖαι εἶναι καί θά ἀποδειχθοῦν ἰδιαιτέρως ἀναγκαῖαι, ἐφ' ὅσον, ὅπως καί ἐσεῖς τονίζετε, "στή σημερινή συγκυρία οἱ Ἕλληνες ἀνοίξαμε νέους ὁρίζοντες". Τί χρειάζεται ὁ Ἕλλην εἰς αὐτούς τούς ὁρίζοντας ; Τήν ἀπάντησιν δίδει ὁ ἀνά τήν Οἰκουμένην Ἀπόδημος Ἑλληνισμός, ὁ ὁποῖος διά νά ἐπιβιώση εἰς τούς "νέους ὁρίζοντες" ὄχι μόνον δέν ἀποδυνάμωσε, ἀλλ' ἀντιθέτως ἐνίσχυσε τούς δεσμούς τῆς πνευματικῆς του κληρονομίας πρός τήν πίστιν του, διά τοῦτο καί κτίζει πρῶτον τόν Ὀρθόδοξον Ἱερόν Ναόν καί ἀμέσως μετά τό Σχολεῖον του εἰς ἑκάστην Κοινότητα.

Εἴμεθα βέβαιοι, Ἐξοχώτατε Κύριε Ὑπουργέ, ὅτι αἱ προτάσεις τῶν ἁρμοδίων ἐκπαιδευτικῶν φορέων δέν θά ἀξιολογήσουν "ὡς τέχνασμα" τούς ἀνωτέρω προβληματισμούς διά τήν ὑποβάθμισιν τοῦ μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν εἰς τήν ἐγκύκλιον Παιδείαν τοῦ Λυκείου καί ὄχι, ὅπως σᾶς εἰσηγοῦνται, εἰς τάς εἰσαγωγικάς ἐξετάσεις διά τά Α.Ε.Ι. Εἴμεθα ἐπίσης βέβαιοι ὅτι καί ἐσεῖς προσωπικῶς δέν θά ἐχαρακτηρίζατε τάς ἀνωτέρω σκέψεις "ἀδόκιμες", αἱ ὁποῖαι εἰς τελευταίαν ἀνάλυσιν, συνάγονται ἐκ τῶν διατάξεων τοῦ ἄρθρου 16 παρ. 2 καί τοῦ ἄρθρου 13 τοῦ Συντάγματος, ὅπως αὐτά ἑρμηνεύθησαν εἰδικώτερον διά τῶν γνωστῶν εἰς ἐσᾶς σχετικῶς προσφάτων ἀποφάσεων τοῦ Συμβουλίου τῆς Ἐπικρατείας. Ἄλλωστε εἰς τό ἄρθρον 2 τοῦ Ν. 590/1977 “Περί τοῦ Καταστατικοῦ Χάρτου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος” σαφῶς ὁρίζεται, ὅτι "ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος συνεργάζεται μετά τῆς Πολιτείας, προκειμένου περί θεμάτων κοινοῦ ἐνδιαφέροντος, ὡς τά τῆς χριστιανικῆς ἀγωγῆς τῆς νεότητος ...". Ὁ ἴδιος μάλιστα εἰς τήν συνάντησιν καί συζήτησιν τήν ὁποίαν εἴχομεν τήν 17.5.2000 ἐβεβαιώσατε ὅτι τά θέματα τά ὁποῖα ἐνδιαφέρουν τήν Ἐκκλησία θά ἀποτελοῦν ἀντικείμενο συζητήσεων εἰς διμερεῖς ἐπαφάς Ἐκκλησίας καί Πολιτείας.

Ὀφείλομεν νά σᾶς διαβεβαιώσωμεν ὅτι ἡ ἐπιχειρουμένη ὑποβάθμισις τοῦ μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν εἰς τήν ἐγκύκλιον Παιδείαν τοῦ Λυκείου ἀντιμετωπίζεται μετά ἰδιαιτέρας εὐαισθησίας ὑπό τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ὅπως ἐπίσης καί ὑπό τοῦ εὐσεβοῦς Ἑλληνικοῦ Λαοῦ, μάλιστα δέ εἰς μίαν τόσον κρίσιμον καί μεταβατικήν περίοδον διά τά ἱστορικά πεπρωμένα τοῦ Ἑλληνισμοῦ. Συνεπῶς, εἰς τόσον κρίσιμα θέματα, ὁποῖαι καί ἐάν εἶναι αἱ περιστασιακαί Κυβερνητικαί ἐπιλογαί, ἡ Ἐκκλησία ὀφείλει νά καταθέτη τήν δικήν της μαρτυρίαν ἐγκαίρως, ὥστε νά προληφθοῦν ἀπρόβλεπτοι ἤ καί παρατεταμέναι ἐντάσεις εἰς βάρος τῆς ὁμοψυχίας τοῦ Ἑλληνικοῦ Λαοῦ.

Ἐπί δέ τούτοις ἐπικαλούμενοι ἐπί τήν Ὑμετέραν Ἐξοχότητα πλουσίαν τήν χάριν τοῦ Θεοῦ καί τό ἄπειρον Αὑτοῦ ἔλεος, διατελοῦμεν μετ' εὐχῶν διαπύρων.