7ῃ Ἰουλίου 2004
Ἡ Ἱερὰ Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἐκφράζει τὴν βαθυτάτην ἰκανοποίησίν της διὰ τὴν συμφωνίαν ἐπί τοῦ Συντάγματος τῆς Εὐρωπαϊκῆς Ἑνώσεως. Ὁμοθύμως συγχαίρει τὴν πολιτικὴν ἡγεσίαν τῆς Εὐρωπαϊκῆς Ἑνώσεως, διότι παρὰ τὰς ἐνστάσεις καὶ τὰς ἀντιγνωμίας, ἐκατόρθωσεν νὰ εὕρη τὴν ὁδὸν τοῦ κοινοτικοῦ πνεύματος. Οὔτως, ἡ 20ὴ Νοεμβρίου ἐ.ἔ , ἡμέρα κατὰ τὴν ὁποίαν θὰ ὑπογραφῆ τὸ Σύνταγμα, θὰ ἀποτελέση μίαν ἀκόμη, ἴσως τὴν πλέον σημαντικήν, ἡμέραν εἰς τὴν ἱστορίαν τῆς Εὐρώπης.
Ἡ Ἱερὰ Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἐκφράζει ἐπίσης τὴν χαράν της διότι τὸ Σύνταγμα θὰ ὑπογραφῆ εἰς τὴν Ρώμην, πόλιν εἰς ἥν ὑπεγράφη τὸ 1957 ἡ ἱδρυτικὴ Συνθήκη τῆς Εὐρω-παϊκῆς Οἰκονομικῆς Κοινότητος, ὡς ἐλέγετο τότε ἡ νῦν Εὐρωπαϊκὴ Ἕνωσις.
Δὲν ὑπῆρξεν, βεβαίως, τυχαία ἡ ἐπιλογὴ τῆς Ρώμης διὰ τὴν ὑπογραφὴν τῆς ἱδρυτικῆς Συνθήκης. Δὲν λησμονῶμεν ὅτι ἡ ἐπιλογὴ εἶχεν συμβολικὴν σημασίαν: δι αὐτῆς ἐτονίσθη ἡ ἀνα-γνώρισις τῆς πατρότητος τῆς Εὐρώπης, ἐτονίσθη τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ Εὐρώπη ὡς πολιτικὴ ὀντότης εἶναι γέννημα τοῦ χριστια-νισμοῦ, ὁ ὁποῖος διέσωσε καὶ ἐν συνεχείᾳ ἐστερέωσε εἰς ὅλην τὴν ἥπειρόν μας τὴν κλασικὴν κληρονομίαν – τὴν ἀρχαίαν ἑλληνικὴν παιδείαν καὶ τὸν ρωμαϊκὸν κανόνα δικαίου.
Ἡ Ἱερὰ Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἐπισημαίνει μετὰ μεγάλης στενοχωρίας ὅτι εἰς τὸ Σύνταγμα δὲν κατέστη δυνατὴ ἡ ρητὴ ἀναφορά εἰς τὸν γεννήτορα τῆς Εὐρώπης, τὸν χριστιανισμόν. Εἰς τὸ Προοίμιον τοῦ Συντάγματος ἀναφέρεται βεβαίως ὅτι ἡ Ἕνωσις ἐμπνέεται «ἀπὸ τὴν πολιτιστικήν, θρησκευτικὴν καὶ ἀνθρωπιστικὴν κληρονομίαν τῆς Εὐρώπης, ἐκ τῆς ὁποίας ἀνεπτύχθησαν αἱ καθολικαὶ ἀξίαι τῶν απαραβιάστων καὶ ἀναφαιρέτων δικαιωμάτων τοῦ ἀνθρώπου, ἡ δημοκρατία, ἡ ἰσότης, ἡ ἐλευθερία καὶ ὁ κανὼν δικαίου», καὶ ὁ νοῶν νοήτῳ.
Δεδομένης ἀκριβῶς τῆς ἱστορικῆς σημασίας του, τὸ Σύνταγμα ἔπρεπε ὁπωσδήποτε νὰ ἀναφέρεται ρητῶς εἰς τὴν μητέρα τῆς Εὐρώπης, τὴν Ἐκκλησίαν, ἡ ὁποία μετέτρεψεν μίαν γεωγραφι-κὴν ἔννοιαν εἰς μίαν καὶ ἑνιαίαν πολιτιστικὴν ὀντότητα.
Ἄλλωστε, ἡ ρητὴ αναφορὰ εἰς τὸν χριστιανισμόν, οὔτε τὸ λαϊ-κὸν κράτος περιορίζει, οὔτε τὴν ἀνεξιθρησκείαν ἀπειλεῖ, οὔτε τὴν ἀκολουθητέαν πολιτικὴν προσδιορίζει. Πλέον δὲ τούτου, ἀς τονισθῆ ὅτι ἐκ τῆς ρητῆς ἀναφορᾶς εἰς τὸ Σύνταγμα, οὔτε ὁ χρι-στιανισμὸς οὔτε ἡ Ἐκκλησία θὰ ἀπέκτων ἰσχύν. Ἰσχὺν ἐκ τῆς ρητῆς ἀναφορᾶς θὰ ἀπέκτα μόνον ἡ Εὐρωπαϊκὴ Ἕνωσις.
Ἐνέχει, συνεπῶς, ἰδιαιτέραν σημασίαν, καὶ δίκαιον εἶναι νὰ ἐπαινεθῆ, ἡ στάσις τῶν χωρῶν αἱ ὁποῖαι ἐπέμενον διὰ τὴν ρητὴν ἀναφορὰν τοῦ χριστιανισμοῦ. Ἡ ἱστορία θὰ ἀτενίζη μὲ σεβασμὸν τὰ ὀνόματά των: Μάλτα, Πολωνία, Τσεχία, Ἰταλία, Λιθουανία, Πορτογαλία καὶ Σλοβακία. Ἐπισημαίνομεν διὰ τὴν ἱστορίαν ὅτι μεταξὺ τῶν χωρῶν αὐτῶν εἰς ἂς ὀφείλεται τιμή, δὲν κατέστη δυνατὸν νὰ ἀνήκουν μήτε ἡ Ἑλλὰς μήτε ἡ Κύπρος.
Ἡ Ἱερὰ Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἐπαναλαμβάνει τὴν θέσιν ἥν ἔχει διατυπώσει ὁ Προκαθήμενος αὐτῆς, κατὰ τὴν ὁποίαν ἀνεξαρτήτως τῆς στάσεως τῆς πολιτικῆς ἡγεσίας, στάσις ἡ ὁποία πιθανῶς ὑπακούει εἰς πολιτικὰ κριτήρια και δὲν ἀποτελεῖ ὁμολογίαν πίστεως, ἡ Ἐκκλησία θὰ συνεχίση καὶ θὰ ἐντείνη τὰς προσπαθείας της διὰ τὴν ἐνίσχυσιν τῆς εὐρωπαϊκῆς ταυτότητος. Εἰς τὸ ἔργον της τοῦτο, εἶναι βεβαία ὅτι θὰ ἔχη τὴν πλήρη συμπαράστασιν τόσον τῆς ἑλληνικῆς ὅσον και τῶν ἄλλων κυβερνήσεων. Διότι ἀνεξαρτήτως τῶν ἐπικαίρων πολιτι-κῶν ἐκτιμήσεων, ἡ Ἐκκλησία εἶναι βεβαία ὅτι ἡ εὐρωπαϊκὴ ἡγεσία καὶ οἱ λαοὶ τῆς Εὐρώπης ἔχουν καὶ συνείδησιν τῆς χριστιανικότητός των καὶ ἰσχυρὰν αἴσθησιν τῆς πνευματικῆς κοινότητός των.