Προς
Τον Εξοχώτατον
κ. Ιωάννην Ραγκούσην,
Υπουργόν Εσωτερικών, Αποκεντρώσεως
και Ηλεκτρονικής Διακυβερνήσεως.
Ενταύθα.
Θέμα : Σχόλια επί του Προσχεδίου Νόμου για την «Αναμόρφωση του συστήματος προσλήψεων και καθολική υπαγωγή τους στον πλήρη έλεγχο του ΑΣΕΠ» και στο σχέδιο Υπουργικής Αποφάσεως «Καθιέρωση ανωτάτου ορίου κυβισμού κρατικών αυτοκινήτων και άλλες διατάξεις».
Εξοχώτατε,
Λαβόντες γνώση του υπό διαβούλευση σχεδίου νόμου για την «Αναμόρφωση του συστήματος προσλήψεων και καθολική υπαγωγή τους στον πλήρη έλεγχο του ΑΣΕΠ» επιθυμούμε να θέσουμε υπ’ όψιν τις κατωτέρω παρατηρήσεις, που αφορούν στην Εκκλησία της Ελλάδος, συμμετέχοντες στην δημόσια διαβούλευση.
Με το προτεινόμενο σχέδιο νόμου υπάγονται στο πεδίο εφαρμογής του ν. 2190/1994 οι διορισμοί του προσωπικού των νομικών προσώπων της Ορθοδόξου Εκκλησίας και των λοιπών Εκκλησιών, δογμάτων και των κατά το άρθρο 13 του Συντάγματος γνωστών θρησκειών, εφ’ όσον η μισθοδοσία τους βαρύνει τον κρατικό προϋπολογισμό, πλην των κληρικών και των φερόντων το ιερατικό σχήμα. Σε ό,τι αφορά στην Εκκλησία της Ελλάδος υπενθυμίζεται ότι πρόκειται ουσιαστικά για αδιάθετες οργανικές θέσεις διακόνων (του ν.δ. 1398/1973) και ιεροκηρύκων (του ν. 813/1978), οι οποίες «μετατρέπονται» σε θέσεις λαϊκών υπαλλήλων των Ι. Μητροπόλεων, η δε μισθοδοσία των οποίων βαρύνει το Δημόσιο σε ελάχιστη ανταπόδοση των δημεύσεων και δωρεών ανυπολόγιστης σε αξία ακίνητης περιουσίας της Εκκλησίας προς το Ελληνικό Κράτος. Παρατηρητέα λοιπόν τα ακόλουθα :
Πρώτον, η προτεινόμενη υπαγωγή των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου της Εκκλησίας της Ελλάδος στο σύστημα επιλογής προσωπικού, όπως ρυθμίζεται στον ν. 2190/1994 συνεπάγεται την κατάργηση της αυτοτελούς διαδικασίας επιλογής προσωπικού, που έως τώρα ισχύει δυνάμει του Κανονισμού της Εκκλησίας της Ελλάδος 5/1978 (ΦΕΚ Α΄ 78/3.4.1978) και αποτελεί προϊόν της νομοθετημένης εσωτερικής αυτονομίας της Εκκλησίας της Ελλάδος. Ο εν λόγω Κανονισμός έχει εγκριθή από την Ιερά Σύνοδο της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος στα πλαίσια του δικαιώματος αυτορύθμισης των υπαλληλικών σχέσεων της Εκκλησίας της Ελλάδος, Ι. Μητροπόλεων κλπ., το οποίο παραχώρησε ο τυπικός νομοθέτης με τον Καταστατικό Χάρτη της Εκκλησίας της Ελλάδος, ήτοι τον νόμο 590/1977 («περί Καταστατικού Χάρτου τής Εκκλησίας τής Ελλάδος», ΦΕΚ Α΄ 146), ειδικώτερα το άρθρο 42 παρ. 2 αυτού.
Κατά το εν λόγω άρθρο :
«2. Τα προσόντα, η διαδικασία διορισμού, προαγωγής, μεταθέσεως, μετατάξεως, χορηγήσεως πάσης φύσεως αδειών, τα της πειθαρχικής διώξεως και χορηγήσεως ηθικών αμοιβών, τα των θέσεων, ως και παν έτερον ζήτημα αφορών εις την εν γένει υπηρεσιακήν κατάστασιν του υπαλληλικού προσωπικού της Εκκλησίας της Ελλάδος, των Ιερών Μητροπόλεων, των Ιερών ενοριακών ναών, του ΟΔΕΠ, της Αποστολικής Διακονίας, του Διορθοδόξου Κέντρου, των ιερών Μονών, ως και παντός ετέρου εκκλησιαστικού Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου, συμπεριλαμβανομένων και των ασφαλιστικών του Κλήρου Οργανισμών επιφυλασσομένων των διατάξεων του άρθρου 38 του παρόντος, ρυθμίζονται κατ' αναλογίαν των διατάξεων του Κώδικος περί δημοσίων υπαλλήλων, ως αύται εφαρμόζονται επί των υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ. δι' αποφάσεων της Δ.Ι.Σ., δημοσιευομένων διά της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως.»
Δυνάμει του σχεδίου νόμου ουσιαστικά εν μέρει καταργείται η παραπάνω νομοθετική εξουσιοδότηση του Καταστατικού Χάρτη, τίθεται δηλαδή εκποδών η κανονιστική αυτονομία της Εκκλησίας της Ελλάδος ως προς το ζήτημα καθορισμού των προσόντων και της διαδικασίας και των αρμοδίων οργάνων επιλογής των λαϊκών υπαλλήλων, οι οποίοι θα υπηρετούν σε οργανικές θέσεις των εκκλησιαστικών νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου.
Και δυστυχώς η εν λόγω μεταβολή στον Καταστατικό Χάρτη της Εκκλησίας της Ελλάδος προτείνεται παρ’ ότι αποτελεί «ζήτημα κοινού ενδιαφέροντος», άνευ της αυτονόητης προηγούμενης συνεννοήσεως μετά της Πολιτείας, την οποίαν ο ίδιος ο Καταστατικός Χάρτης επιβάλλει στο άρθρο 2 αυτού. Άλλωστε η πρόθεση για απ’ ευθείας συνεννόηση Πολιτείας και Εκκλησίας της Ελλάδος για θέματα αμοιβαίου ενδιαφέροντος και συμπόρευση επιβεβαιώθηκε κατά την πρόσφατη συνάντηση με τον Εξοχώτατο Πρόεδρο της Κυβερνήσεως κ. Γεώργιο Παπανδρέου.
Δεύτερον, θεωρούμε ως δεδομένο ότι η καθιέρωση αρμοδιότητας του Α.Σ.Ε.Π. :
Α), ώστε να εκδίδη προκηρύξεις ή να ασκεί έλεγχο στο περιεχόμενο των προκηρύξεων, που αφορούν στην επιλογή προσωπικού στα εκκλησιαστικά νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου,
Β) να ελέγχη, να τροποποιεί τους πίνακες επιτυχόντων και να οριστικοποιεί τους πίνακες διοριστέων,
παραγνωρίζει τις ιδιαίτερες συνθήκες λειτουργίας και προαγωγής του θρησκευτικού και πνευματικού έργου των εκκλησιαστικών νομικών προσώπων της Εκκλησίας της Ελλάδος και είναι ενδεχόμενο ότι προσκρούει και στην κατοχυρωμένη θρησκευτική ελευθερία τους.
Ειδικώτερα, εντός της κατά πάντα σεβαστής αρχής της αξιοκρατίας τα εκκλησιαστικά νομικά πρόσωπα οφείλουν να αναγράφουν και επιπρόσθετες προϋποθέσεις στις προκηρύξεις επιλογής προσωπικού, οι οποίες κατ’ ανάγκην άπτονται της ιδιότητάς τους και ως θρησκευτικών νομικών προσώπων και έχουν προβλεφθή ήδη στον Κανονισμό 5/1978, όπως ενδεικτικώς οι κατωτέρω:
«Ουδείς διορίζεται εκκλησιαστικός υπάλληλος εάν δεν είναι χριστιανός ορθόδοξος και εάν δεν κέκτηται το προσήκον δι' εκκλησιαστικόν υπάλληλον ήθος» (8 παρ. 1)
«Δεν διορίζεται εκκλησιαστικός υπάλληλος ό λόγω ή έργω επιδεικνύων έλλειψιν σεβασμού προς την ορθόδοξον χριστιανικήν θρησκείαν» (άρθρο 12)
Σημειώνεται δε ότι οι πρόσθετες αυτές και κυριώδους σημασίας προϋποθέσεις ισχύουν έως σήμερα αδιακρίτως της ειδικότητας του υπό πρόσληψη προσωπικού στα εκκλησιαστικά νομικά πρόσωπα. Οι αναγκαίες αυτές προϋποθέσεις για την ομαλή λειτουργία τους συνεπάγονται κατ’ ανάγκην την εξέταση της συνδρομής ιδιοτήτων, όπως οι θρησκευτικές πεποιθήσεις και το χριστιανικό ήθος, οι οποίες δεν ζητούνται προκειμένου περί διορισμού στον υπόλοιπο δημόσιο τομέα, και αξιολογούνται από όργανα των εκκλησιαστικών νομικών προσώπων, τα οποία είναι και πρέπει να παραμείνουν ως τα καθ’ ύλην και τελειωτικώς αρμόδια, από πλευράς ουσίας αλλά και νομιμότητας, για την διατύπωση αξιολογικών κρίσεων επί τέτοιου είδους προϋποθέσεων.
Συνεπώς, θεωρούμε ότι εν όψει του θρησκευτικού και ειδικώτερα σωτηριολογικού προορισμού, αλλά και της εσωτερικής αυτονομίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, που έχει και νομοθετικώς αναγνωρισθή ως «θείον καθίδρυμα» (άρθρο 1 παρ. 1 ν. 590/1977), υφίστανται σοβαροί λόγοι να παραμείνει ως είχε εξ αρχής το άρθρο 14 του ν. 2190/1994 και να μην υπαχθούν τα νομικά πρόσωπα της Εκκλησίας της Ελλάδος στο πεδίο εφαρμογής του ν. 2190/1994 ως προς τον τρόπο επιλογής, τα αρμόδια όργανα αξιολόγησης και τα προσόντα επιλογής προσωπικού τους. Ειδάλλως, τυχόν τροποποίηση θα αποτελεί, μεταξύ άλλων, και μονομερή τροποποίηση του Καταστατικού Χάρτη της Εκκλησίας της Ελλάδος χωρίς προηγούμενη συνεννόηση Πολιτείας και Εκκλησίας της Ελλάδος.
Εν κατακλείδι, παραθέτουμε και δύο παρατηρήσεις ως προς το σχέδιο της υπουργικής αποφάσεως «Καθιέρωση ανωτάτου ορίου κυβισμού κρατικών αυτοκινήτων και άλλες διατάξεις», στην οποία για πρώτη φορά, προβλέπεται στο άρθρο 2 παρ. β ότι με αυτοκίνητα κυβισμού 1.600 κ.ε. της Γενικής Γραμματείας Δημόσιας Διοικήσεως και Ηλεκτρονικής Διακυβερνήσεως του Υπουργείου Εσωτερικών, Αποκέντρωσης και Ηλεκτρονικής Διακυβερνήσεως έχει το δικαίωμα να εξυπηρετείται (μόνον) ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος, ενώ κατά την ισχύουσα ως σήμερα Κοινή Υπουργική Απόφαση υπ’ αριθμ. 543/5543/2.3.2000 (άρθρο 4 παρ. θ) προεβλέπετο η εξυπηρέτησή του, όπως και όλων των Μητροπολιτών της Εκκλησίας της Ελλάδος, με αυτοκίνητα των Μητροπόλεών τους. Παράλληλα με το σχέδιο της νέας αποφάσεως τίθεται χαμηλότερο όριο κυβισμού 1400 κ.ε. για τα αυτοκίνητα, που θα χρησιμοποιούν οι λοιποί Μητροπολίτες της Εκκλησίας της Ελλάδος. Πρώτον, αφού σας ευχαριστήσω προσωπικώς, σας δηλώνω ότι δεν επιθυμώ να χρησιμοποιώ κρατικό όχημα του Υπουργείου Εσωτερικών και μάλιστα μεγαλύτερου κυβισμού από των αδελφών μου Μητροπολιτών.
Δεύτερον, γνωρίζετε ασφαλώς ότι οι Μητροπολίτες δεν είναι κάτοικοι του κέντρου των Αθηνών, ούτε συχνάζουν καθημερινά σε αυτό. Δεν μπορώ λοιπόν να μην παρατηρήσω ότι ο περιορισμός του κυβισμού στα 1.400 κ.ε. για τους Μητροπολίτες, οι οποίοι υποχρεούνται να διανύουν συχνά μεγάλες αποστάσεις από τις ανά την Ελλάδα επαρχίες τους προς άλλες επαρχίες ή και εντός της επαρχίας τους αλλά και από/προς την Αθήνα, όταν καλούνται να συμμετάσχουν στα όργανα διοικήσεως της Εκκλησίας της Ελλάδος, είναι μη ρεαλιστικός. Εάν συνυπολογίσετε ότι ήδη στο άρθρο 5 του σχεδίου της αποφάσεως προβλέπεται εξαίρεση για τις μετακινήσεις «στην Περιφέρεια» ως προς τα μέλη της Κυβερνήσεως, είμαι σίγουρος ότι εσείς και οι συνεργάτες σας θα πραγματοποιήσετε μια δεύτερη σκέψη επί του ζητήματος.
Επί δε τούτοις επικαλούμενος επί την υμετέρα Εξοχότητα πλούσια την χάρη του Θεού και το άπειρο Αυτού έλεος, διατελώ μετ' ευχών διαπύρων και τιμής.