Ο Πέτρος Φιλανθίδης προκειμένου να τεκμηριώσει και δια παραδειγμάτων τον ισχυρισμό που διετύπωσε περί των Ελληνικών και Ασιατικών χορευτικών ασμάτων, παραθέτει ορισμένα εξ αυτών, τα οποία έχουν καταγραφεί με την Παρασημαντική της Βυζαντινής Εκκλησιαστικής Μουσικής. (Παρασημαντική είναι η παράστασις των μουσικών φθόγγων ενός άσματος με γραπτά σύμβολα ή σημεία). Πρέπει να υπογραμμισθεί εδώ ότι εις τα εν λόγω παραδείγματα σημειώνεται τόσον ο Ήχος, εις τον οποίο είναι μελοποιημένο το κάθε άσμα, όσο και ο Ρυθμός, (π.χ. ΄Ηχος Πλάγιος του πρώτου, Υποδώριος, Ρυθμός δίσημος). Και τούτο διότι ο θεμελιώδης ελληνικός χαρακτήρας της μουσικής αυτής εδέσποζε εις την Ασία, την Αφρική και όλη την Μεσόγειο.
Αποτελεί ιστορική αλήθεια ότι οι Έλληνες ειδωλολάτραι, ασπαζόμενοι τον Χριστιανισμό, «έφερον μεθ' εαυτών την Μουσικήν, την γλώσσαν και άπαντα τα ήθη και εθιμά των». Αποτελεί επίσης αλήθεια ότι οι Ασιάται ούτε την ποίηση ήταν δυνατό να είχαν αναπτύξει την εποχή εκείνη, ούτε την μουσική. Αφού μόλις κατά τον Ζ΄ μ.χ. αιώνα, οπότε και άρχισαν τις κατακτήσεις των, προσέθεσαν εις την μουσική το στρατιωτικό τύμπανο και «τον τουρκικόν αυλόν» (=πνευστό μουσικό όργανο) δια τα εμβατήριά των (= μουσικές μελωδίες προς τον ρυθμό των οποίων ρυθμίζουν το βήμα, κατά την πορεία τους, συντεταγμένες ομάδες).
Αργότερα βεβαίως, κατά τον ΙΔ΄ και ΙΕ΄ μ.χ. αιώνα οι Ασιάται, αφού κατέκτησαν πολλά μέρη της παραθαλασσίου «Μικρασίας», εις τα οποία κατοικούσαν ώς επί το πλείστον Έλληνες χριστιανοί, εκυρίευσαν και την Κωνσταντινούπολη, «την Εστίαν της Ελληνικής παιδείας», απ' όπου και παρέλαβαν πολλά από τα ήθη και έθιμα των Ελλήνων, όπως και την μουσική.
Εις τούτο, λέγει ο Π. Φιλανθίδης, συνετέλεσαν και οι Χριστιανοί εκείνοι, οι οποίοι είχαν ήδη εξισλαμισθεί. Συνέβη δηλαδή τότε, προσθέτει ο συγγραφεύς, ό,τι είχε συμβεί και κατά την χρονική περίοδο του εκχριστιανισμού των Ελλήνων ειδωλολατρών.
Έκτοτε οι κατακτηταί, παρ' όλον ότι άλλαξαν τα ονόματα των μουσικών ήχων, των ρυθμών, των γενών κ.α., διετήρησαν εν τούτοις, όπως και όλα τα ευρωπαϊκά έθνη, «το γλαφυρόν όνομα της Ελληνικής ταύτης επιστήμης», δηλαδή το όνομα «ΜΟΥΣΙΚΗ».
Οι Ιταλοί π.χ. προφέρουν το όνομα mousica, οι Γάλλοι mousique κ.λπ. Το γεγονός αυτό, λέγει ο συγγραφεύς, αποδεικνύει με μέγιστη πειστικότητα ότι οι μουσικές όλων των εθνών έχουν πηγή την Ελληνική μουσική. Τούτο άλλωστε έγινε και με την γλώσσα, αφού «αι πλείσται των γλωσσών – εξεπήγασαν εκ της γλώσσης της ελληνικής».
Κατ' αυτόν τον τρόπο συνεχίζει ο Π. Φιλανθίδης, η ελληνική μουσική απέβη «κοινόν κτήμα» όλων των λαών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Έτσι λοιπόν κάτοχοι της μουσικής αυτής έγιναν αδιακρίτως Έλληνες και Οθωμανοί και Αρμένιοι και Ισραηλίται, καθώς και όλα τα έθνη και οι φυλές που ευρέθησαν υπό «το σκήπτρον» (=εξουσία) των Οθωμανών. Πολλοί μάλιστα από αυτούς περιώδευαν τις Ευρωπαϊκές και Ασιατικές χώρες, προκειμένου να εξασφαλίσουν δια της «λιγυροφθόγγου ευφωνίας των» (=μελωδικής και γλυκειάς φωνής των) και της εν λόγω μουσικής «τα προς το ζην».
Εις το σημείο αυτό ο λάτρης της Εκκλησιαστικής μουσικής καί φιλόπατρις συγγραφεύς δεν παραλείπει να τονίσει μια αλήθεια, ότι δηλαδή εξ όλων των λαών οι Έλληνες ήταν εκείνοι που υπερτερούσαν εις την μουσική. Έλληνες μάλιστα Χριστιανοί λόγω των εξόχων μουσικών προσόντων, τα οποία διέθεταν, αξιώθηκαν να βραβευτούν και από αυτούς ακόμη τους αλλοδόξους μουσικωτάτους ανωτάτους άρχοντας. Αν όμως οι αλλόδοξοι άρχοντες επέδειξαν «τοιαύτην» συγκινητική εκτίμηση και αγάπη προς την εκκλησιαστική μας μουσική, υπήρξαν δυστυχώς «ημέτεροι», οι οποίοι, όπως τονίζει ο συγγραφεύς, «ακρίτως, αδίκως και παραλόγως» κατεδίκασαν την θεσπεσία αυτή τέχνη «εις την αιώνιον κόλασιν της αφανείας και της λήθης».
Εν συνεχεία ο Π. Φιλανθίδης συγκρίνει την Βυζαντινή Εκκλησιαστική μουσική προς την Ευρωπαϊκή τονίζοντας την «αφθονίαν» των μελών της πρώτης, (τα τρία δηλαδή γένη αυτής, το διατονικό, χρωματικό και εναρμόνιο) έναντι της δευτέρας, η οποία, όπως χαρακτηριστικώς λέγει, «ευμοιρεί» (= θεωρείται πλουσία) αν και ένα μόνο γένος έχει, το διατονικό.
«Τοσούτοv θεοπρεπώς και καταvυκτικώς ετέλουv τας ιεράς ακολουθίας οι Βυζαvτιvοί, ώστε ότε οι απεσταλμέvοι της Ρωσίας υπό του Μοvάρχου αυτής Βλαδιμήρου, πρώτου εισηγητού του Xριστιαvισμoύ εv τη απεράvτω ταύτη επικρατεία, επισκεψάμεvοι κατά το 989 τοv Ναόv της Αγίας Σοφίας μετ' εκπλήξεως και μεγίστου σεβασμού εξέθεvτο προς τοv Μοvάρχηv αυτώv τηv αίσθησιv, ην εvεποίησεv αυτοίς ήτε μουσική και η άλλη παράταξις της Ορθοδόξου Αvατολικής Εκκλησίας, προστιθέvτες ότι εvόμιζον ευρίσκεσθαι ουχί πλέοv εv τη γη, αλλ' εv τω παραδείσω».
(Απόσπασμα από την ως άνω αναφερομένη Μελέτη
του Πέτρου Φιλανθίδου)