Εξ όσων ακολούθως παραθέτει ο κάλλιστος μουσικός Πέτρος Φιλανθίδης, διαπιστώνει κανείς ότι άσβεστη καίει εις τα βάθη της ψυχής του η φλόγα διά την βελτίωση και διάδοση της ιεράς μουσικής. Γνωρίζοντας δε ότι με την υλική και ηθική αμοιβή των ιεροψαλτών θα ήταν δυνατόν να σημειωθεί πρόοδος εις την μουσική, ερωτά: «Τις μουσικός ετιμήθη ποτέ ή αντημείφθη δι' ους κατέβαλε κόπους προς βελτίωσιν της επιστήμης ταύτης»; «Οι χριστοήθεις ιεροψάλται (=οι διακρινόμενοι δια τα χρηστά των ήθη), συνεχίζει ο συγγραφεύς, απρεπώς περιφρονούνται και από τους αμαθείς υποβλέπονται και συκοφαντούνται και «προπηλακίζονται» (=εξυβρίζονται). «Ενώ οι αμαθείς και χαμερπείς κόλακες (=οι κολακεύοντες τους ισχυρούς κατά τρόπο εξευτελιστικό) προτιμώνται». Το θέμα αυτό εξεταζόμενο δεόντως από τον εκλεκτό συγγραφέα μας οδηγεί εις τις επόμενες παρατηρήσεις, που αποτελούν και την μόνη λύση, η οποία έχει ως εξής: Θα πρέπει οι συνετοί και καλώς σκεπτόμενοι αρμόδιοι να επιληφθούν του θέματος της μουσικής με εντατική εποπτεία, ώστε τα μεν «εσθλά» (= τα καλά) να ανταμείβονται και επαινούνται, τα δε «αισχρά» να τιμωρούνται και να «ψέγωνται» (=κατακρίνονται).
Διακατεχόμενος ο Πέτρος Φιλανθίδης από αγωνιώδη ανησυχία απευθύνει προς τους αρμοδίους την ακόλουθη προτροπή.
«Ανανήψωμεν εκ του ληθάργου της ακηδίας» (= ας ανακτήσουμε την πνευματική μας διαύγεια από τον ύπνο της αμελείας) και ας συναισθανθούμε το αμάρτημα, το οποίο διεπράξαμε εμείς οι ίδιοι κατά της θείας μουσικής μας τέχνης. Εις το σημείο αυτό ο συγγραφεύς επιθυμώντας να περιβάλει τις απόψεις του με το αιώνιο κύρος της Αγίας Γραφής, δανείζεται ορισμένα χωρία εκ της Καινής Διαθήκης, τα οποία και παραθέτει με μικρή παραλλαγή. Ας θέσουμε κατά μέρος, λέγει, τα έργα που έγιναν, κατά το παρελθόν, από ξένους εις το σκότος και ας ενδυθούμε «τα όπλα του εθνικού ημών φωτός» (Ρωμ.13, 12). Και όπως συμπεριφέρεται κανείς την ημέρα «ευσχημόνως» (= με ευπρέπεια), έτσι ας συμπεριφερθούμε και εμείς (Ρωμ. 13, 13), όχι ως ασύνετοι θαυμασταί των ξένων, αλλά ως σώφρονες υπερασπισταί των πατρικών μας παραδόσεων, «ότι αι ημέραι πονηραί εισι» (= διότι εις τις ημέρες μας οι αφορμές προς το κακό έχουν πολλαπλασιασθεί. Εφεσ. 5, 15-16).
Υποκάρδιος πόθος του συγγραφέως είναι η απρόσκοπτη πρόοδος της πατροπαραδότου λειτουργικής μας μουσικής. Διάπυρη επιθυμία του είναι να ιδεί να συμπορεύονται, όπως σημειώνει, η ελληνική ποίηση με την ελληνική μουσική συμπόρευση, την οποία χαρακτηρίζει ως «επαγωγόν ( = που έχει ελκυστική επίδραση), σεμνήν, τερπνήν και ευάρεστον». Διότι θεωρεί ότι είναι παντελώς ανάρμοστο ελληνικοί εκκλησιαστικοί ύμνοι να παρασημαίνονται με «ξενοφώνους» συλλαβάς των φθόγγων της ευρωπαϊκής μουσικής. Ενώ θα πρέπει να τίθενται συλλαβές ελληνικών φθόγγων, πράγμα, το οποίο είναι αρκούντως ικανό να καταδείξει, συν τοις άλλοις, και την ελληνική προέλευση της φιλοθέου μουσικής μας.
Αλλά και αν ακόμη υπήρχε κάτι «επιλήψιμον» (= κάποιο ελάττωμα) εις την εθνική μας μουσική, λέγει ο συγγραφεύς, «η εθνική ημών αξιοπρέπεια και φιλοτιμία θα επέβαλεν εις ημάς την προτίμησιν» της δικής μας μουσικής από οιανδήποτε άλλη, έστω και αν η άλλη ήταν η τελειότερη και η πλέον αψεγάδιαστη. Όμως και εις την περίπτωση αυτή θα έπρεπε να επιδιώκουμε «την βελτίωσιν και διαρρύθμισιν (=τακτοποίηση) και ανάπτυξιν και τελειοποίησιν της εθνικής ημών ταύτης περιουσίας». Διότι παραδεχόμενοι μία μουσική που ανήκει σε άλλους, οικειοποιούμεθα περιουσία «ξένη και οθνεία» (= που προέρχεται από άλλο τόπο και είναι αλλογενής». Η πράξη όμως αυτή, λέγει ο συγγραφεύς, «δεν περιποιεί τιμήν εις το ημέτερον Έθνος», να χρησιμοποιεί δηλαδή ξένη μουσική διά τα ελληνικά άσματα, πολύ δε περισσότερο «δι' αυτήν έτι την εν τη Εκκλησία ιεράν Υμνωδίαν».
«Εστί δε τραγέλαφος (= πράγμα αλλόκοτο) όντως και αποφώλιον τέρας (= τερατώδες γέννημα), το να βλέπη τις, την ελληνικήν ποίησιν, την εθνικήν ωδήν και τον ιερόν ύμνον διά χαρακτήρων πάντη (= καθ' ολοκληρία) ξενικών και ονομαστών όλως τω Έλληνι ακαταλήπτων και να γράφηται και ν' απαγγέλληται και διά προφοράς ουδαμώς ελληνικής να προφέρηται, και δι' ύφους ουδόλως ελληνικού να ψάλληται. Άπορον τη αληθεία πως ανέχονται οι εν Αθήναις ομoγενείς...την εν τοις Eλληνικoίς εκπαιδευτηρίoις κατά προτίμησιν διδασκαλίαν της ξένης ταύτης μουσικής, ενώ ουδόλως αγνοούσιν ότι έχομεν και ημείς εθνικήν μουσικήν την κρατίστην...».
(Απόσπασμα από την ως άνω αναφερομένη Μελέτη του Πέτρου Φιλανθίδου)