αἰνεῖτε οὐρανοὶ Θεοῦ τὴν δόξαν».
Μὲ τὰ ἱερὰ καὶ χαρμόσυνα αὐτὰ λόγια, προετοιμάζει ὁ Ὑμνωδὸς τὶς ψυχές μας, γιὰ νὰ ὑποδεχθοῦμε τὴν μεγάλη ἑορτὴ τοῦ Εὐαγγελισμοῦ, ποὺ ἀποτελεῖ τὴν ἀπαρχὴ καὶ τὸ κεφάλαιο τῆς σωτηρίας ὅλων τῶν ἀνθρώπων. Διότι ὁ 'Αρχάγγελος Γαβριήλ, ὡς ἀπεσταλμένος τοῦ Θεοῦ, ἔρχεται στὴν πόλη Ναζαρέτ, πρὸς τὴν Θεόπαιδα Κόρη Μαρία, φέρνοντάς της τὴν πιὸ εὐχάριστη ἀγγελία, τὸ πιὸ χαρούμενο μήνυμα, ὅτι δηλαδὴ πρόκειται νὰ γίνη ἡ «Μητέρα τοῦ Θεοῦ». Ἔρχεται νὰ τῆς ἀναφέρει τὴν «Βουλήν» δηλαδὴ τὴν ἀπόφαση τοῦ Θεοῦ, ὅτι ἦλθε ὁ καιρὸς νὰ ἐλευθερωθῆ τὸ γένος τῶν ἀνθρώπων ἀπὸ τὴν κατάρα στὴν ὁποία εἶχε περιπέσει μὲ τὴν παρακοὴ τῆς Εὔας. Καὶ ἐπέλεξε ὁ Θεὸς αὐτὸ τὸ συγκεκριμένο πρόσωπο τῆς Παρθένου Μαρίας, ἡ ὁποία ἦταν ὄντως ἀμόλυντη, ἦταν καθαρὸ σκεῦος τῆς ἁγνείας καὶ τῆς ταπεινώσεως, ἦταν δοχεῖο ὅλων τῶν ἀρετῶν, γιὰ νὰ διακονήσει στὸ μέγα τοῦτο Μυστήριο τῆς οἰκονομίας τοῦ Θεοῦ, νὰ δανείση δηλαδὴ τὴ μήτρα της, ὥστε νὰ σκηνώση σ' αὐτὴν ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ γίνει Υἱὸς ἀνθρώπου, κάνοντας τόν ἄνθρωπο «Θεὸν κατὰ χάριν». Μεγάλη ἡ τιμὴ αὐτὴ στὴν Παρθένον, γι' αὐτὸ καὶ προηγήθηκαν μεγάλα καὶ θαυμαστὰ γεγονότα σ' αὐτήν.
Καὶ πρῶτα ἀπ' ὅλα, ὅτι γεννήθηκε ἀπὸ τὸν γηραιὸ 'Ιωακεὶμ καὶ τὴν στεῖρα Ἄννα, οἱ ὁποῖοι γιὰ πολλὰ χρόνια προσεύχονταν στὸν Θεό, νὰ λύση τὸ ὄνειδος τῆς ἀτεκνίας τους, δίνοντάς τους καρπὸ κοιλίας, τὸν ὁποῖο καὶ θὰ ἀφιέρωναν σ' Αὐτόν. Σύμφωνα λοιπὸν μὲ τὴν τάξη τῆς φύσεως, ἀπό τὴν ἕνωση τοῦ 'Ιωακεὶμ καὶ τῆς Ἄννης, γεννήθηκε ἡ Θεοτόκος Μαρία. Καὶ ὅταν ἔγινε τριῶν ἐτῶν, οἱ γονεῖς της ἐκπληρώνοντας τὴν ὑπόσχεσή τους, τὴν ἀφιέρωσαν στὸ Ναὸ τοῦ Θεοῦ, γιὰ νὰ κατοικεῖ στὰ Ἅγια τῶν Ἁγίων καὶ ἐκεῖ τρεφόταν διὰ χειρὸς 'Αγγέλου. Στὸ σημεῖο αὐτὸ βλέπουμε τὸ ἐξαίσιο τῆς οἰκονομίας τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν ἰδιαιτερότητα τῆς Κόρης ποὺ θὰ γινόταν ἡ Μητέρα τοῦ Υἱοῦ Του, τὸ μέσον τῆς ἐκπληρώσεως τοῦ σωτηριώδους σχεδίου Του, τῆς ἀναπλάσεως δηλαδὴ τοῦ γένους τῶν ἀνθρώπων.
Σὲ ἡλικία δέκα πέντε ἐτῶν, ἡ Παρθένος Μαρία, ἐξῆλθε ἀπὸ τὸ Ναό. Καὶ μένοντας στὸ ταπεινὸ σπίτι τῶν γονέων της, ἔλαβε τὸ μύνημα τοῦ Θεοῦ, ἀπ' τὸ στόμα τοῦ 'Αρχαγγέλου Γαβριήλ. Ἄκουσε δηλαδὴ τό: «Χαῖρε Κεχαριτωμένη, ὁ Κύριος μετὰ Σοῦ».
ΣΠΟΥΔΗ ΣΤΗΝ ΕΙΚΟΝΑ ΤΟΥ ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΥ
Παρατηρώντας τὴν εἰκόνα τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου, ποὺ εἶναι ἔργο τοῦ Φωτίου Κόντογλου, βλέπομαι τὸν 'Αρχάγγελο Γαβριὴλ νὰ κρατάει στὸ ἀριστερό του χέρι σκῆπτρο ποὺ συνηθίζεται στοὺς ἀγγελιοφόρους, γιὰ νὰ δηλώση ὅτι εἶναι ἀπεσταλμένος τοῦ Θεοῦ, κομίζοντας τὴν ἀγγελία τῆς σαρκώσεώς του. Μὲ τὸ δεξί του χέρι, ποὺ εἶναι ἔντονα ἐκτεταμένο, ἀπευθύνεται πρὸς τὴν Παρθένο Κόρη, ἡ ὁποία τὸν ἀτενίζει μὲ βλέμμα ταπεινὸ καὶ συνεσταλμένο. Καὶ ἀρχίζει ὁ μεταξύ τους παράδοξος καὶ ἱερώτατος διάλογος. Ὅταν δηλαδὴ ἡ Παναγία ἄκουσε ὅτι θὰ γίνη Μητέρα τοῦ Θεοῦ, ἀπόρησε. Πῶς ἦταν δυνατὸν νὰ γίνει κάτι τέτοιο, ἀφοῦ δὲν γνώρισε ποτέ της ἄνδρα; Ἔχοντας ὑπ' ὅψιν μάλιστα καὶ τὸ ὀλίσθημα τῆς Εὔας ἀπὸ τὴν κακὴ συμβουλὴ τοῦ ὄφεως, δίστασε καὶ γεμάτη σύνεση καὶ ταπεινοφροσύνη ἐζήτησε νὰ μάθει τὸ πῶς.
Γι' αὐτὸ ὁ ἁγιογράφος τὴν ἀπεικονίζει μὲ τὸ δεξὶ χέρι λίγο ὑψωμένο, γιὰ νὰ δηλώση τὴν συνομιλία της μὲ τὸν 'Αρχάγγελο. 'Ενῶ στὸ ἀριστερό της χέρι κρατεῖ τὸ ἀδράχτι μὲ τὸ νῆμα, ποὺ ὅπως θέλει ἡ Ἱερὰ Παράδοσις καὶ γράφεται καὶ στὸ ἀπόκρυφο βιβλίο τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης - τὸ Πρωτευαγγέλιο τοῦ 'Ιακώβου - , ἔπεσε ἀπὸ τὰ χέρια της, ὅταν ἄκουσε τὸ παράδοξο αὐτὸ μήνυμα τοῦ 'Αρχαγγέλου. Τότε ἐκεῖνος τὴν καθυσηχάζει καὶ μὲ δέος τῆς ἀπαντᾶ ('Εδῶ δανειζόμαστε τὰ θαυμάσια λόγια τοῦ Ὑμνωδοῦ): «Τὶ μὲ φοβεῖ πανάμωμε, τὸν μᾶλλον Σὲ φοβούμενον; Τὶ εὐλαβεῖ με Δέσποινα, τὸν Σὲ σεπτῶς εὐλαβούμενον; » Δηλαδή, ἐγὼ Παρθένε σὲ εὐλαβοῦμαι καὶ σὲ ἀτενίζω μὲ φόβο μὲ δέος καὶ μὲ συστολή, γιατὶ γνωρίζω αὐτὸ ποὺ θὰ συμβεῖ σὲ Σένα, ὅτι δηλαδή, σὰν μέλλουσα Μητέρα τοῦ Θεοῦ, θὰ εἶσαι ἀσυγκρίτως ἀνωτέρα ἀπὸ ἐμένα. Μὴ φοβάσαι λοιπὸν Παρθένε. Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα θὰ κατεβεῖ σὲ Σένα, καὶ ἡ Δύναμις τοῦ Ὕψιστου Θεοῦ θὰ σὲ ἐπισκιάση, γι' αὐτὸ καὶ θὰ γεννηθῆ ἀπὸ ἐσένα ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ.
Παρατηρώντας λοιπὸν στὸ ἐπάνω κεντρικό μέρος τῆς εἰκόνας, βλέπουμε μέσα σὲ κύκλο ἀκτίνες ἀστραπόμορφες, ποὺ συμβολίζουν τὶς ἄκτιστες ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ ποὺ ἐκκχύνονται ἀπὸ τὸν Οὐρανὸ πρὸς τὴ γῆ. 'Απὸ αὐτὸν τὸν φωτεινὸ κύκλο, ξεκινᾶ μία δέσμη ἀκτίνων, στὸ κέντρο τῶν ὁποίων εἰκονίζεται ἕνα περιστέρι μὲ φωτοστέφανο, ποὺ συμβολίζει τὸ Πανάγιο Πνεῦμα, ποὺ κατέρχεται πρὸς τὴν Παναγία, ἡ ὁποία ἀπαντᾶ μὲ ταπείνωση τὰ λόγια τῆς ὑπακοῆς καὶ τῆς συγκαταθέσεώς της: «'Ιδοὺ ἡ δούλη Κυρίου, γένοιτό μοι κατὰ τὸ ρῆμα Σου».
Στὴν εἰκόνα ἐπίσης βλέπομε, τὴν Θεοτόκο νὰ στέκεται πάνω σὲ ἕνα εὐπρεπὲς ὑποπόδιο καὶ πίσω της ὑπάρχει ἕνας λιτὸς καὶ ἐπιβλητικὸς θρόνος μὲ δύο καλαίσθητα μαξιλάρια, ὅπου καθόταν ἡ Θεοτόκος, πρὶν ἔλθη ὁ Ἀρχάγγελος.
Στὸ πίσω μέρος εἰκονίζονται κτίρια, μέ ὡραιοστόλιστους κίονες καὶ καλαίσθητα ὑπέρθυρα. Συμβολίζουν ἀπὸ τὸ μέρος τοῦ 'Αρχαγγέλου τὴν πόλη τῆς Ναζαρέτ καὶ ἀπὸ τὸ μέρος τῆς Θεοτόκου τὴν οἰκία τῶν γονέων της, ὅπου ἔμενε, ὅταν τὴν ἐπισκεύτηκε ὁ 'Αρχάγγελος κομίζοντάς της τὸ κοσμοσωτήριο ἄγγελμα τῆς σαρκώσεως τοῦ Θεοῦ Λόγου. Βέβαια ὁ οἶκος τῶν Ἁγίων 'Ιωακεὶμ καὶ Ἄννης ἦταν ταπεινὸς, ὅμως ὁ ἁγιογράφος προσπαθεῖ νὰ ἀποδώσει μὲ τοὺς θαυμάσιους χρωματισμοὺς καὶ τὰ περίλαμπρα καὶ μεγαλοπρεπῆ στολίδια, τὴν ἀξία τῆς Παναγίας μας, ποὺ εἶναι ἡ Βασίλισσα ὅλου τοῦ κόσμου.
Πάνω στὶς κεραμοσκέπαστες στέγες τῶν δύο κτιρίων, βλὲπουμε ἕνα λεπτὸ ὕφασμα λευκὸ μὲ γαλάζιες διακοσμήσεις, ποὺ τὶς ἑνώνει καὶ δεσπόζει ἐπιβλητικά. Αὐτὸ συμβολίζει τὶς δύο Διαθῆκες δηλαδὴ τὴν Παλαιὰ καὶ τὴν Καινὴ, ποὺ μέσῳ τῆς Θεοτόκου ἑνώθηκαν στὸ πρόσωπο τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ καὶ ἔτσι ἐκπληρώθηκαν οἱ ἀπ' αἰῶνος ἐπαγγελίες τοῦ Προανάρχου Θεοῦ Πατέρα.
Στὴν Θεοτόκο διακρίνουμε ὅπως πάντοτε τρία ἄστρα˙ ἕνα στὴν κεφαλὴ καὶ δύο στοὺς ὤμους. Αὐτὰ δηλώνουν τὸ «ἀειπάρθενον» τῆς Παναγίας. Δηλαδὴ ἦταν Παρθένος «πρὸ τοῦ τόκου», πρὶν νὰ γεννήση τὸν Θεὸ. Παρθένος παρέμεινε καὶ «ἐν τῷ τόκῳ», δηλαδὴ καὶ ὅταν τὸν γέννησε. Τέλος Παρθένος διαμένει καὶ «μετὰ τὸν τόκον» δηλαδὴ πάντοτε, στοὺς αἰῶνες. Ἡ Παναγία εἶναι ἄβυσσος Παρθενικῆς καθαρότητας, ποὺ κάνει ἀκόμα καὶ τοὺς 'Αγγέλους νὰ θαυμάζουν γιατὶ ἀσύγκριτα ὑπερέχει αὐτῶν ὡς τιμιωτέρα, ὑπερενδοξοτέρα, καὶ ὑπερτέρα πάσης κτίσεως.
Ἄπειροι εἶναι οἱ χαρακτηρισμοὶ ποὺ τῆς δόθηκαν. Ἡ θέση της εἶναι ξεχωριστή. Ἡ προσφορά της ἀμέτρητη. Ὁ ἀνθρώπινος νοῦς σταματᾶ μπροστὰ στὸ μεγαλεῖο της. Ἀγγελικοὶ νόες ἐξίστανται καὶ ἀποροῦν, ὑμνώντας την ἀκατάπαυστα.
Αὐτὴν ἂς παρακαλέσουμε καὶ ἐμεῖς νὰ μεσιτεύση στὸν Υἱό της, ὥστε νὰ ἀξιωθοῦμε νὰ κάνουμε ὅπως καὶ ἡ ἴδια, ὑπακοὴ στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ γιὰ νὰ κερδίσουμε τὴν οὐράνια Βασιλεία του.