Αγαπητοί μου,
Η Χάρις και η ευλογία του Αγίου Θεού και το οφειλόμενο χρέος μας έναντι της μνήμης ενός σεμνού, πεπαιδευμένου, λογίου και εξαιρέτου Ιεράρχου της Εκκλησίας μας, του αειμνήστου Μητροπολίτου Σερβίων & Κοζάνης κυρού Διονυσίου, συγκάλεσαν την Εκκλησιαστική και φιλόμουση σημερινή σύναξη. Και η σύναξη αυτή πραγματοποιείται εξ αφορμής της επισήμου παρουσιάσεως του ογκώδους μουσικολογικού έργου του με τίτλο «183 Εκκλησιαστικοί ύμνοι εις Βυζαντινήν και Ευρωπαϊκήν παρασημαντικήν», το οποίο, με δίκαιη υπερηφάνεια, το Ίδρυμα Βυζαντινής Μουσικολογίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, προσφέρει στην Εκκλησιαστική αλλά και επιστημονική – μουσική κοινότητα, ικανοποιώντας, έστω και τώρα, τον δικό του ιερό πόθο να δει αυτό το έργο ζωής, που με ευλάβεια και ευθύνη συνέθεσε, το φως της δημοσιότητας.
Η μορφή και η προσωπικότητα του αειμνήστου Γέροντος Μητροπολίτου Διονυσίου, ανακαλείται πάντοτε στη σκέψη όλων μας όταν αναζητείται στηριγμός, αταλάντευτο όριο ευθυκρισίας, ακριβές πρότυπο και υπόδειγμα κατά Χριστόν σοφίας, κανόνας ποιμαντικής διακονίας, τύπος λειτουργικής ακριβείας, αλλά και πνεύμα τόλμης, με την ανάληψη καινοτόμων πρωτοβουλιών στα πλαίσια της λειτουργικής διαδικασίας. Ο Γέρων Διονύσιος συνδύαζε την απαράμιλλη πιστότητα στα κελεύσματα και στις υποδείξεις της παραδόσεως, με την ικανότητα να υπερβαίνει τους νεκρούς τύπους διακονώντας την ουσία της ορθόδοξης Λειτουργικής ζωής, ακολουθώντας το παράδειγμα των Αγίων Πατέρων της Εκκλησίας οι οποίοι πάντοτε έβρισκαν τρόπους προκειμένου να διατηρούν την παράδοση ζωντανή και επίκαιρη, φορέα υγιών κανόνων και προτύπων και όχι νεκροταφείο αναμνήσεων μιας άλλης εποχής, ωραίας μεν, αλλά νεκρής.
Τα παραπάνω αναφέραμε γιατί είναι εύλογο να αναρωτηθεί κανείς, ποιός λόγος υπήρχε, ένας ιεράρχης του κύρους, της αυστηρότητος και του βεληνεκούς του Κοζάνης Διονυσίου να μεταγράψει στην ευρωπαϊκή παρασημαντική πλειάδα ύμνων της Ορθοδόξου Εκκλησίας, οι οποίοι είναι ευρύτατα διαδεδομένοι με την γνωστή και εξαιρετική Βυζαντινή μουσική επένδυση; Ποιός λόγος υπήρχε να διακινδυνεύσει να χαρακτηριστεί «νεωτεριστής ή και επιλήσμων των πατρώων και ιερών παραδόσεων» από τους αυτόκλητους «αμύντορες» και αυτοπροσδιοριζόμενους «προστάτες» της γνήσιας λειτουργικής μας πραγματικότητας; Την απάντηση δίδει ο ίδιος στον πρόλογο του έργου του, όπου επισημαίνει χαρακτηριστικά: «Αι μελωδίαι παρασημαίνονται εις διπλήν γραφήν, βυζαντινήν και ευρωπαϊκήν, εις δύο παραλλήλους οριζοντίως γραμμάς, κατά τον και εν τη Εκκλησία της Ρουμανίας κρατήσαντα τρόπον εκδόσεως των βυζαντινών εκκλησιαστικών ασμάτων. Ο λόγος είναι ευνόητος, παρά το γεγονός ότι η εις το πεντάγραμμον μεταγραφή των βυζαντινών εκκλησιαστικών μελωδιών συναντά δυσκολίας. Αλλά αι δυσκολίαι αύται πρέπει οπωσδήποτε να υπερνικηθούν, διότι άλλως η βυζαντινή λεγομένη μουσική θα εξακολουθεί να παραμένει άγνωστος και «βιβλίον εσφραγισμένον σφραγίσιν επτά», όχι μόνον εις τους ξένους αλλά και εις τους Έλληνας. Η εις διπλήν γραφήν παρασήμανσις των μελωδιών λύει κατά τινα τρόπον το πρόβλημα, παρέχει δε την ευκαιρίαν και την δυνατότητα της, διά συγκριτικής μελέτης, εκμαθήσεως της εν χρήσει ελληνικής ή βυζαντινής παρασημαντικής».
Ο λόγος, λοιπόν, ήταν καθαρά και μόνο ποιμαντικός και ιεραποστολικός. Θυμίζει το έργο των Αγίων Ιεραποστόλων Κυρίλλου και Μεθοδίου, των Φωτιστών των Σλάβων, οι οποίοι δε δίστασαν να δημιουργήσουν μια νέα γλώσσα και να μεταφέρουν σ’ αυτή τις αλήθειες του Ευαγγελίου και της Ορθοδόξου πίστεως, προκειμένου να μιλήσουν στις καρδιές των Σλάβων και να τους κατηχήσουν εν Χριστώ. Ο Ιεράρχης, βαθύς γνώστης της Βυζαντινής Εκκλησιαστικής μουσικής, την οποία σπούδασε στο αναγνωρισμένο Ωδείο «Μαντολινάτα» των Αθηνών στα τέλη της δεκαετίας του ΄30, αγωνιούσε για τη δυνατότητα μετάδοσης αλλά και εκμάθησής της, τόσο από τους εν Ελλάδι μύστες της Μουσικής τέχνης, όσο και από τους εκ του εξωτερικού προερχομένους εραστές της μουσικής μας παράδοσης. Θεωρούσε και εν μέρει είχε δίκιο, ότι ο δυσνόητος και δύσκαμπτος, όσο, όμως και ευφυής, τρόπος γραφής της Βυζαντινής μουσικής θα αποτελούσε ανυπέρβλητο εμπόδιο σε ανθρώπους που σπούδαζαν και ζούσαν τη μουσική μέσα από το πεντάγραμμο. Αμετάβλητα σταθερός στο γεγονός ότι η Βυζαντινή μουσική είναι λειτουργική, επομένως, εντός της Θείας Λατρείας πρέπει να αποδίδεται αυθεντικά και γνήσια, δε λησμονούσε ότι είναι παράλληλα και τέχνη μέτοχοι της οποίας δικαιούνται να είναι οι πάντες, είτε είναι Ορθόδοξοι Χριστιανοί, είτε όχι, είτε την προσεγγίζουν λειτουργικά, είτε επιστημονικά. Σ’ όλο αυτό το φιλόμουσο κοινό, ο Ιεράρχης άνοιξε ένα παράθυρο γνώσης και του προσέφερε τη δυνατότητα, διά του πενταγράμμου και της Ευρωπαϊκής σημειογραφίας, να προσεγγίσει τον πολύτιμο μαργαρίτη της Ορθοδόξου υμνογραφίας, να γίνει μέτοχος της υπέρλογης έμπνευσης των μεγάλων Αγίων και συγχρόνων υμνογράφων της Ορθοδόξου Εκκλησίας και να γευθεί το μεγαλείο της Βυζαντινής Μουσικής, το οποίο, υπό άλλες συνθήκες, θα του ήταν παντελώς ξένο. Του έδωσε, όμως, την δυνατότητα να καταλάβει και το μεγαλείο της Βυζαντινής σημειογραφίας, διδάσκοντας ότι η τέχνη του Δαμασκηνού δε μπορεί να αποδοθεί επακριβώς από κανένα μουσικό εργαλείο της κοσμικής μουσικής κληρονομιάς, παρά μόνο από το Θεία εμπνεύσει δημιουργηθέν ανθρώπινο λαρύγγι.
Αξίζει, όμως, πέραν του μεγαλειώδους επιστημονικού έργου το οποίο καταγράφεται στον σήμερα παρουσιαζόμενο τόμο, να σταθούμε ευλαβικά και με διάθεση προβληματισμού και στο υπόμνημα του αειμνήστου Μητροπολίτου Διονυσίου, το οποίο απέστειλε είκοσι και πλέον χρόνια πριν στη Ιερά Σύνοδο, με τίτλο «Περί της Θείας Λατρείας ήτοι περί τινων αναγκαίων μεταρρυθμίσεων εν ταις ιεραίς Ακολουθίαις και τη Θ. Λειτουργία».
Στον πρόλογο του υπομνήματος, το οποίο δημοσιεύεται στο βιβλίο, ο μεγάλος και τολμηρός Ιεράρχης έγραφε: «Νομίζομε πως όσα θίγονται στο υπόμνημα είναι πράγματα που δεν μπορούμε να τα προσπεράσουμε απαρατήρητα. Περιμένουμε πως θα υπάρξουν αντιρρήσεις και επιφυλάξεις και αλλοίμονο αν δεν υπάρξουν, αλλά θα το θεωρήσουμε μεγάλη επιτυχία στην προσπάθειά μας, να αρχίσει καλόπιστος διάλογος επάνω στα θέματα που θίγονται. Πενήντα και ένα χρόνια στη διακονία της Εκκλησίας, η πείρα μάς δίδαξε ότι δε μπορούμε να αγνοούμε το πνεύμα και τις ανάγκες των ανθρώπων του καιρού μας, όχι για ν’ αρνηθούμε την πίστη και την τάξη της Εκκλησίας, αλλά για να τους πλησιάσουμε. Η προσέγγιση των ανθρώπων είναι η μεγάλη ανάγκη του καιρού μας». Αυτή η προσέγγιση είναι ο ιερός σκοπός της διακονίας μας και σήμερα στην Εκκλησία, καθώς φαντάζει υπέρ ποτε και άλλοτε αναγκαία και επιβεβλημένη. Και αυτή η προσέγγιση οφείλει να γίνεται με σύγχρονα μέσα, με επίκαιρη γλώσσα, με καινοτόμες πρωτοβουλίες, με ρήξεις και τομές, απέναντι στις δύσκαμπτες, στείρες και μονόχνοτες δυνάμεις του «ου κατ’ επίγνωσιν ζήλου», οι οποίες δε μπορούν να κοιτάξουν κατάματα τις πνευματικές ανάγκες του λαού μας που ζητά πολύ απλά από τους ποιμένες του να ζούμε στην εποχή μας και όχι στο χθες.
Κλείνοντας την σύντομη αυτή προσλαλιά μου, θεωρώ χρέος να ευχαριστήσω και να συγχαρώ κάποιους ανθρώπους που κοπίασαν και μόχθησαν για να εκδοθεί το μνημειώδες αυτό έργο του μακαριστού Μητροπολίτου Κοζάνης. Πρωτίστως, τον Διευθυντή του Ιδρύματος Βυζαντινής Μουσικολογίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, καθ. Γρηγόριο Στάθη, ο οποίος ανέλαβε το έργο της συλλογής, αναλύσεως και εισαγωγικής παρουσιάσεως των μουσικών κειμένων, τον Σεβ. Μητροπολίτη Καρπενησίου και αγαπητό εν Χριστώ αδελφό κ. Νικόλαο, φιλόμουσο Ιεράρχη και πνευματικό τέκνο και ανάστημα του Διονυσίου, που έφερε εισήγηση στο Δ.Σ. του Ιδρύματος, στις 19 Ιουνίου 2001, «περί προγραμματισμού εκδόσεως του βιβλίου του αειμνήστου Μητροπολίτου Σερβίων & Κοζάνης κυρού Διονυσίου, με περιεχόμενο εκκλησιαστικούς ύμνους σε διπλή σημειογραφία: βυζαντινή και ευρωπαϊκή», καθώς και την Νομαρχιακή αυτοδιοίκηση Κοζάνης για την γενναία οικονομική χορηγία.