Ένα από τα σημαντικά έργα εκκλησιαστικής τέχνης είναι και οι «κώδωνες» των εκκλησιών, οι κοινώς ονομαζόμενες «καμπάνες». Έχουν σκοπό να καλούν τους πιστούς στις λατρευτικές τους συνάξεις, να τους μηνύουν χαρμόσυνα γεγονότα (όπως π.χ. τον ερχομό ενός επισήμου εκκλησιαστικού ηγέτου, ενός επισκόπου κ.λπ.) ή και λυπητερά γεγονότα (όπως π.χ. την εκδημία ενός πιστού εκ του παρόντος βίου).
Ομοίως χτυπούν χαρμόσυνα κατά την έναρξη των Ιερών Ακολουθιών, κατά την διάρκεια της λατρευτικής συνάξεως όταν ψάλλεται η «Τιμιωτέρα» δηλαδή η ενάτη Ωδή προς τιμήν της Θεοτόκου, όταν ψάλλεται η μεγάλη Δοξολογία (ή διαβάζεται η μικρή), καθώς και στην απόλυση των μεγάλων εορτών.
Η χρήση τις καμπάνας είναι αρχαιότατη. Την συναντάμε στην προχριστιανική εποχή της εθνικής λατρείας, όπως επίσης και στους Σύρους, τους Αιγυπτίους και τους Ρωμαίους.
Έχουμε μαρτυρία ότι στη Ρώμη, επί Αυγούστου είχε τοποθετηθεί καμπάνα μπροστά στο Ναό του Διός, για να σημαίνει την έναρξη και την λήξη των ιεροτελεστιών. Επίσης μαρτυρείται ότι στους αρχαίους χρόνους χρησιμοποιούσαν μεγάλα τεμάχια μετάλλου που τα αναρτούσαν με σχοινί και τα έκρουαν με μεταλική ή ξύλινη ράβδο. Κάτι παρόμοιο δηλαδή με τα σημερινά σήμαντρα των Ιερών Μονών ή και των εξωκκλησίων.
Η ιστορία της καμπάνας, ως όργανο εκκλησιαστικής χρήσεως και υφής, ανάγεται στους πρώτους χριστιανικούς αιώνες αμέσως μετά το τέλος των διωγμών. Τα σκοτεινά και δύσκολα εκείνα χρόνια των διωγμών, υπήρχαν οι λεγόμενοι «Θεοδρόμοι» ή «λαοσυνάκται» οι οποίοι γυρνούσαν από σπίτι σε σπίτι και ειδοποιούσαν τους χριστιανούς για τον τόπο και την ώρα της λατρείας των. Πολλές φορές όμως και ο ίδιος ο ιερουργός κατά την απόλυση της συνάξεως, ενημέρωνε τους πιστούς για την επόμενη σύναξή των.
Μετά τους διωγμούς αρχίζουν να κατασκευάζονται στη Δύση μεγάλες καμπάνες, και μάλιστα για πρώτη φορά από τον περίφημο χαλκό της Καμπανίας, γι’ αυτό και πήραν την ονομασία «καμπάνες». Η κατασκευή τους ήταν τέχνη που αναπτύχθηκε στα μοναστήρια. Τόσο πολύ επεκράτησε στην Δύση η χρήση τους, ώστε έκαναν και ειδικές τελετές για να τις εγκαινιάσουν, να τις βαπτίσουν με αγιασμένο ύδωρ και έλαιο και να τις στολίσουν με επιγραφές και άλλες διακοσμήσεις.
Στην Ορθόδοξη Εκκλησία οι καμπάνες εισήχθησαν από τη Δύση κατά τον 9ο αιώνα. Από ιστορικές πηγές πληροφορούμαστε, ότι ο Βυζαντινός Αυτοκράτορας Μιχαήλ (στα μέσα του 9ου αιώνα) τίμησε τον Δούκα της Ενετίας Ούρσο, με το αξίωμα του Πρωτοσπαθάριου του Βυζαντινού Θρόνου. Ανταποδίδοντας ο Ούρσος αυτή την τιμή, πρόσφερε στον Αυτοκράτορα δώδεκα (12) υπερμεγέθεις καμπάνες που τις κρέμασαν σε ιδιαίτερο πύργο, στην αυλή του Ναού της Αγίας Σοφίας στην Κωνσταντινούπολη. Προοδευτικά οι καμπάνες καθιερώθηκαν στην Ορθόδοξη λατρεία.
Οι σπουδαιότεροι κατασκευαστές καμπάνας υπήρξαν τεχνίτες από το Βέλγιο και την Ολλανδία. Η μεγαλύτερη καμπάνα του κόσμου βρίσκεται στη Μόσχα. Κατασκευάστηκε κατά τα έτη 1733 – 1735 και ζυγίζει 180.000 περίπου κιλά. Το 1737, στη διάρκεια μιας πυρκαγιάς, έσπασε και έτσι δεν ήχησε ποτέ.
Στην Ελλάδα, στα χρόνια της Τουρκοκρατίας απαγορεύθηκε η χρήση της καμπάνας, για να μην ταράσσεται ο ύπνος των νεκρών Μουσουλμάνων, σύμφωνα με τη δική τους θρησκευτική αντίληψη. Εξαίρεση αποτελούσαν το Άγιον Όρος, τα Ιωάννινα και μερικά νησιά, όπου επιτρεπόταν η χρήση της καμπάνας ως ειδικό προνόμιο.
Μετά όμως τα ζοφερά χρόνια της σκλαβιάς, όταν ο χριστιανισμός απέκτησε και πάλι την δόξα του και την ακμή του, μαζί με κάθε άλλο εκκλησιαστικό όργανο εισήλθε περίτρανα και η «καμπάνα» που σαν στόμα του Θεού, καλεί τους πιστούς για να τον δοξάζουν λατρευτικά.