Ένας από τους αρχαιότερους Ναούς στον χώρο της Αττικής, είναι και το Καθολικό της Ιεράς Μονής Θεοτόκου Κυπαρισσιωτίσσης και Αγίου Ιεροθέου Μεγάρων. Είναι κτίσμα του 11ου αιώνα. Ναός μικρός, δίκλυτος, ρυθμοῦ Βασιλικῆς σταυροειδοῦς μετά τρούλλου. Ο τρούλλος έχει τοιχογραφίες αξιόλογες, που αξίζει να τις μελετήσουμε και να θαυμάσουμε τον πλούτο των εικονογραφικών παραστάσεων, που σπάνια συναντούμε. Και όταν μάλιστα σκεφθούμε ότι ο Ναός που αναφέρουμε είναι πολύ μικρός και απέριτος, θαυμάζουμε περισσότερο τα αριστουργήματα αυτά της Βυζαντινής αγιογραφίας και οδηγούμασθε στην σκέψη ότι η Μονή είχε γνωρίσει τότε ημέρες δόξης και ακμής, ώστε να φιλοτεχνήσει τέτοιες αξιόλογες δημιουργίες.
Στο κέντρο του τρούλλου δεσπόζει ο Παντοκράτωρ Κύριος, ο οποίος παριστάνεται όχι στηθαίος (όπως συνηθίζεται) αλλά ολόσωμος, καθήμενος επί θρόνου δόξης. Ο θρόνος έχει διακοσμηθεί με πολύ λεπτομέρεια και σεμνή μεγαλοπρέπεια. Επίσης και το υποπόδιο των ποδών του Κυρίου είναι καταστόλιστο, και εντυπωσιάζει όποιον το παρατηρήσει καλά από κοντινή απόσταση.
Ο Δεσπότης του Παντός, «ο κρατών τη δυνάμει Αυτού τα σύμπαντα», στην συγκεκριμένη παράσταση έχει το δεξιό του χέρι εκτεταμένο, όπως συνηθίζεται και στην εικονογράφιση της Αναλήψεως, για να τονιστεί η δόξα της Θεότητός Του. Με το αριστερό χέρι κρατάει Ευαγγέλιο κλειστό. Το φωτοστέφανο που περιβάλλει την κεφαλή Του είναι φωτεινό, με στολισμένα τα διαχωριστικά διαστήματα. Και εκατέρωθεν αυτού σε στρογγυλά μοτίβα είναι τοποθετημένα τα συνήθη αρχικά ΙΣ ΧΣ που διακρίνονται έντονα. Όλη η παράσταση διαθέτει επιβλητικότητα και εκπέμπει λαμπρότητα.
Ακολουθεί ένα διαχωριστικό διάκοσμο, το λεγόμενο σασανικό ανθέμιο, που είναι το πιό συνηθισμένο διακοσμητικό στοιχείο στο χώρο των ιστορημένων χειρογράφων. Αλλά σε διακοσμήσεις των Βυζαντινών τρούλλων σπανιότατα συναντάται, πράγμα που προσεπιδηλώνει την αίγλη και το κάλλος του συγκεκριμένου αγιογραφικού συνόλου.
Κατόπιν ακολουθούν σε διακοσμημένα μοτίβα (στρογγυλές ισομετρικές παραστάσεις) τα ακόλουθα:
α) Κάτω από το υποπόδιο του Κυρίου παρουσιάζεται η «Ετοιμασία του Θρόνου», δηλαδή η παράσταση όπου εικονίζεται στο κέντρο της ο Θρόνος με το "προσκεφάλαιον" και το ύφασμα που είναι απλωμένο σ' αυτόν, η Περιστερά που κάθεται επάνω στο Ιερό Ευαγγέλιο, και τα σύμβολα του Πάθους, δηλαδή ο Τίμιος Σταυρός με το Ακάνθινο Στεφάνι, η Λόγχη και ο Σπόγγος εκατέρωθεν αυτού, και τέσσερα καρφιά χαμηλά κάτω, λεπτομέρεια που σπανίως συναντάται. Η όλη παράσταση της «Ετοιμασίας του Θρόνου» μας συνδέει με την εικόνα της Δευτέρας Παρουσίας, της οποίας αποτελεί σταθερό συστατικό στοιχείο και η οποία επικεντρώνει την Θεολογία της Εκκλησίας.
β) Ακριβώς απέναντι, δηλαδή προς το μέρος της κεφαλής του Κυρίου, παρουσιάζεται η Θεοτόκος Μητέρα με τα χέρια της υψωμένα σε στάση δεήσεως και τα τρία σταυροειδή αστέρια στο μέτωπο και στους δύο ώμους της, που δηλώνουν το αειπάρθενο της. Η έκφραση του προσώπου της φανερώνει την ακατάπαυστη ικεσία της στον Θεό, για την σωτηρία όλου του κόσμου.
γ) Την παράσταση της «Ετοιμασίας του Θρόνου» πλαισιώνουν δύο Άγγελοι γονατιστοί, σε στάση δεήσεως. Άλλοι δύο Άγγελοι με απαράλακτη μορφή και στάση πλαισιώνουν την παράσταση της Θεοτόκου. Οι Άγγελοι της «Ετοιμασίας του Θρόνου» έχουν τα ονόματα "Μι(χ)αήλ" και "ΑΡΧ(άγγελος) ΓΑΒ(ριήλ)". Καθώς είναι πρώτοι στην ιεραρχία των Αγγέλων, έχουν προνομιακή θέση εκατέρωθεν της «Ετοιμασίας του Θρόνου» που την προσκυνούν και ταυτόχρονα την προσφέρουν για προσκύνηση στους πιστούς, όπως δείχνει το βλέμμα τους που κατευθύνεται προς τον θεατή.
Οι Άγγελοι που περιστοιχίζουν την Θεοτόκο, δεν έχουν ονόματα. Απευθύνονται προς αυτήν με τα μάτια τους χαμηλωμένα, και τα φτερά τους μιμούνται φτερά παγωνιού, τονίζοντας έτσι την παραδεισιακή τους υπόσταση. Η στάση τους και η λεπτομέρεια στην έκφραση του προσώπου τους δείχνει το βαθύ δέος και τον σεβασμό προς την Θεοτόκο, την οποία ως Κυρία και Δέσποινά τους υμνολογούν και δοξάζουν.
δ) Μεταξύ των γονατιστών τούτων Αγγέλων, προς Βορράν και Νότον, παρουσιάζονται εικονιζόμενοι μέσα σε στρογγυλά διακοσμημένα μετάλια, δύο Άγγελοι στηθαίοι. Αποτελούν τις πιο προβληματικές μορφές σ' ολόκληρο το πρόγραμμα του τρούλλου.
Ο Άγγελος στο Νότιο μέρος ονομάζεται Γιήλ ("ΓΙΙΛ"). Στα κείμενα της τελετουργικής μαγείας ο Γιήλ αναφέρεται ως ο άγγελος που έχει εξουσία στο ζώδιο των Διδύμων.
Ο αντικρυστός του Άγγελος στο Βόροιο μέρος ονομάζεται "ΓΙ". Πιθανότατα πρόκειται για τον άγγελο Γιδαήλ, που σχετίζεται με τις αλλαγές των εποχών του έτους, σύμφωνα με το βιβλίο του Ενώχ.
Κατά την παρατήρηση της Αρχαιολόγου Ντούλας Μουρίκη, δεν συναντάμε αλλού αυτούς τους δύο τελευταίους Αγγέλους, πράγμα που δίνει ακόμη μεγαλύτερη διάσταση στο κοσμολογικό περιεχόμενο του προγράμματος του τρούλλου του Αγίου Ιεροθέου.
Το τύμπανο του τρούλλου, είναι διακοσμημένο με τις μορφές οκτώ (8) Προφητών, ανάμεσα σε ισάριθμα παράθυρα, οι οποίοι διατηρούνται σε άσχημη σχετικά κατάσταση. Τα ονόματά τους είναι ελλειπή και δυσδιάκριτα. Προνομιακή θέση έχουν οι Προφήτες και Βασιλείς Δαυΐδ καί Σολομών (κάτω από την παράσταση της «Ετοιμασίας του Θρόνου»). Πλάι στον Δαυΐδ ιστορείται ο Μωϋσής και πιο δίπλα ο Ιωνάς, ο Δανιήλ, ο Ιεζεκιήλ, ο Ιωήλ και τέλος ο Ησαΐας.
Ο προφήτης Μωϋσής πολύ σπάνια συναντάται και μάλιστα σε τρούλλο με μικρό αριθμό προφητών.
Οι Προφήτες Ιεζεκιήλ και Δανιήλ κρατούν ανοικτά ειλητάρια με κείμενα που αναφέρονται στην Παναγία, η οποία έγινε το μέσο για την Ενσάρκωση του Κυρίου.
Στο σύνολο του ο ζωγραφικός διάκοσμος του τρούλλου του Καθολικού της Ιεράς Μονής Θεοτόκου Κυπαρισσιωτίσσης και Αγίου Ιεροθέου Μεγάρων, εξαίρει την δόξα του Παντοκράτορα Χριστού, στον οποίο προσφέρει τις ικεσίες της η Παναγία Μητέρα του και την λατρεία και δοξολογία τους τα Αγγελικά Τάγματα.
Οι τοιχογραφίες χρονολογούνται στον 12ο αιώνα (1170 μ.Χ), είχαν καλυφθεί με ασβέστη και ήλθαν στο φως στις αρχές του 1978, μετά από εργασίες της Α΄ Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων Αττικής και της Διευθύνσεως Βυζαντινών Αρχαιοτήτων της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας.
Όπως αποκαλύφθηκε αποτελούν το δεύτερο αγιογραφικό στρώμα, διότι ευρήματα αποδεικνύουν την ύπαρξη προγενεστέρου συνόλου Παντοκράτορος και Προφητών του 11ου αιώνα.
Η Αρχαιολόγος Ντούλα Μουρίκη, δημοσίευσε περί του εν λόγω τρούλλου και του ζωγραφικού του διακόσμου, εκτενή μελέτη στο περιοδικό "Αρχαιολογικά Ανάλεκτα" του έτους 1981 (σελ. 115-136), αναλύοντας λεπτομερώς την κάθε παράσταση.