'Ανάμεσα στὶς Δεσποτικὲς ἑορτές, στὶς ἑορτὲς δηλαδὴ ποὺ ἔχουν σχέση μὲ τὸ πρόσωπο τοῦ Δεσπότου Χριστοῦ, σπουδαία καὶ κεντρικὴ θέση κατέχει ἡ 'Ανάληψις τοῦ Κυρίου μας. Κατὰ τὴν ἑορτὴ αὐτή, πανηγυρίζουμε τὸ γεγονὸς ποὺ ἐπισφραγίζει ὅλο τὸ σχέδιο τῆς ἐπὶ γῆς παρουσίας του, τῆς σαρκώσεως του δηλαδή, τῶν τιμίων Παθῶν καὶ τῆς ἐνδόξου 'Αναστάσεως Του. Πανηγυρίζουμε λοιπὸν τὸ μεγάλο καὶ ἱερὸ γεγονός, τοῦ ὅτι ἡ ἀνθρώπινη φύση, στὸ πρόσωπο τοῦ Θεανθρώπου 'Ιησοῦ, ἀνέβηκε στὸ Θρόνο τοῦ Θεοῦ καὶ κάθισε στὰ δεξιὰ τοῦ Θεοῦ Πατρός, ἀπολαμβάνοντας τὴν πρώτη δόξα ποὺ εἶχε πρὶν τὴν πτώση τῶν Πρωτοπλάστων, τὴν δόξα δηλαδὴ γιὰ τὴν ὁποία πλάσθηκε νὰ γευθεῖ καὶ νὰ ἀποκτήσει.
Ἡ λέξη «'Ανάληψις» προέρχεται ἀπὸ τὸ ρῆμα «ἀναλαμβάνω» ποὺ σημαίνει «παίρνω», «σηκώνω» καὶ συγκεκριμένα ὡς πρὸς τὸ γεγονὸς αὐτό, ποὺ ἀφορᾶ τὸ πρόσωπο τοῦ Κυρίου μας, πρόκειται γιὰ τὴν ἀνάβασή Του στοὺς Οὐρανούς, βασταζομένου ὑπὸ 'Αγγέλων. Συνέβηκε σαράντα ἡμέρες μετὰ τὴν ἔνδοξη 'Ανάστασή Του καὶ λίγες μέρες πρὶν τὴν Πεντηκοστή, γι' αὐτὸ καὶ συνδέει τρόπον τινὰ τὶς δύο αὐτὲς κορυφαῖες ἑορτές. Ἄλλωστε ὁ ἴδιος ὁ Κύριος εἶχε πεῖ: «σᾶς συμφέρει νὰ ἀπέλθω ἐγὼ γιὰ νὰ ἔλθη ὁ Παράκλητος εἰς τὸν κόσμον, δηλαδὴ γιὰ νὰ ἔλθη τὸ Πανάγιον Πνεῦμα ποὺ τὸ ἐκπορεύει ὁ Θεὸς Πατέρας καὶ νὰ σᾶς διδάξει καὶ νὰ σᾶς ὁδηγήσει εἰς ὅλην τὴν ἀλήθειαν».
Στὴν εἰκόνα τῆς Ἀναλήψεως, βλέπουμε δύο ἐπίπεδα, ἐξίσου τονισμένα καὶ κυριαρχικά, μέσα σὲ μεγαλοπρέπεια θαυμαστή.
Στὸ ἐπάνω ἐπίπεδο βλέπουμε τὸν Κύριο, σὲ φόντο ὁλοφώτεινο καὶ λαμπερὸ ποὺ συμβολίζει τὴ Θεία Δόξα, νὰ κάθεται ὑψηλὰ σὰν κυρίαρχος τῆς κτίσεως καὶ ἐπιβλητικὰ νὰ εὐλογεῖ μὲ τὸ δεξί Του χέρι. Στὸ ἀριστερό του χέρι κρατεῖ ἕνα «εἰλητάριο», ποὺ εἶναι γνώρισμα τοῦ διδασκάλου, σὰν διδάσκαλος καὶ πηγὴ τῆς αὐτοσοφίας καὶ τῆς γνώσεως ποὺ εἶναι.
'Ακτῖνες χρυσαυγίζουσες ποὺ δηλώνουν τὴ δόξα τῆς Θεότητός Του, ἐκπορεύονται ἀπὸ τὴ θεϊκή Του σάρκα. Τὰ ἐνδύματά του εἶναι ἐξίσου ὁλοφώτεινα, ποὺ συμβολίζουν τὴ λάμψη τῆς Οὐράνιας Βασιλείας Του ἀλλὰ καὶ ἐρυθρά, γιὰ νὰ μᾶς θυμίζουν τὸ πάθος τοῦ Σταυροῦ ὅπου ἔχυσε ὁ Κύριος τὸ αἷμα Του τὸ Πανάγιο γιὰ νὰ μᾶς συμφιλιώσει μὲ τὸν Θεὸ Πατέρα. Ἄλλωστε καὶ στὴν Ὑμνολογία τῆς Ἐκκλησίας μας ποὺ ἀφορᾶ τὴν ἑορτή, διαβάζουμε σχετικά, νὰ ἀναρωτιῶνται οἱ 'Αγγελικὲς Δυνάμεις λέγοντας: «Ποιὸς εἶναι αὐτὸς ὁ ὡραῖος ἄνδρας καὶ γιατὶ τὰ ἱμάτιά Του εἶναι ἐρυθρά;».
Ὁ Κύριος πλαισιώνεται ἀπὸ φόντο στρογγυλό, σὲ σχῆμα δίσκου, ποὺ τὸν κρατοῦν δύο Ἄγγελοι, οἱ ὁποῖοι τὸν ἀτενίζουν μὲ ἔκσταση καὶ παράλληλα διακονοῦν λειτουργικὰ στὴν ἄνοδο Του. Τὰ φτερά τους δείχνουν συγχρόνως κίνηση καὶ θαυμασμό. Μ' αὐτὸν τὸν τρόπο ἀποδίδει ὁ Ἁγιογράφος τὸν στίχο τοῦ Ψαλμωδοῦ: «ἀνέβη ὁ Θεὸς ἐν ἀλλαγμῷ, Κύριος ἐν φωνῇ σάλπιγγος», δηλαδὴ οἱ Ἄγγελοι αἰνοῦντες τὸν Κύριο, ἀνέβαιναν μαζί του στὸν οὐρανό, ἀλαλάζοντας καὶ δοξάζοντάς Τον.
Στὸ κάτω ἐπίπεδο τῆς εἰκόνας βλέπουμε ἕνα τοπίο μὲ βουνὰ καὶ δένδρα, ἀφοὺ τὸ σημείο ποὺ ἔγινε ἡ «'Ανάληψις» ἦταν κατάφυτο ἀπὸ δένδρα ἐλαιῶν. Τὴν κεντρικὴ θέση αὐτοῦ τοῦ ἐπιπέδου κατέχει ἡ Παναγία Μητέρα τοῦ Κυρίου. Ἐπειδὴ στὸν καιρὸ τοῦ Πάθους τοῦ Υἱοῦ της λυπήθηκε καὶ πόνεσε, ὅπως ἦταν φυσικό, περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλον, γι' αὐτὸ καὶ ἔπρεπε τὴ στιγμὴ τῆς ἐνδόξου 'Αναλήψεώς του, νὰ εἶναι παροῦσα, γιὰ νὰ χαρεῖ καὶ νὰ εὐφρανθεῖ ἡ Μητρική της καρδιά.
Τὰ χέρια της εἶναι ὑψωμένα μέν, ἀλλὰ ὄχι σὲ στάση δεήσεως. Τὰ ἐνδύματά της εἶναι μεγαλόπρεπα καὶ ἐπιβλητικά, - σὰν Μητέρα τοῦ Θεοῦ καὶ Βασίλισσα τοῦ κόσμου -, μὲ τὰ τρία φωτεινὰ ἀστέρια ποὺ πάντοτε εἰκονίζονται στὸ μέτωπο καὶ στοὺς δύο ὤμους της, ποὺ φανερώνουν τὸ Ἀειπάρθενό της, δηλαδὴ τὴν Παρθενία της πρὸ τόκου, ἐν τόκω καὶ μετὰ τὸν τόκον.
Τὴν Θεοτόκο, πλαισιώνουν οἱ Ἅγιοι 'Απόστολοι, ποὺ ὅλοι ἀτενίζουν πρὸς τὸν οὐρανό, βλέποντας ἔκθαμβοι τὸν Κύριο ποὺ ἀναλαμβάνεται ἐν δόξη. Στὰ δεξιὰ τῆς Παναγίας εἰκονίζεται ὁ 'Απόστολος Παῦλος, τὸ σκεῦος τῆς ἐκλογῆς καὶ τῆς χάριτος, ὁ 'Απόστολος τῶν 'Εθνῶν, αὐτὸς ποὺ ἐκοπίασε περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλον 'Απόστολο γιὰ τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ ἀπὸ ὑπερβολικὴ ἀγάπη πρὸς Αὐτὸν ποὺ προηγουμένως ἀπὸ ἄγνοια ἐδίωκε μὲ πολλὴ σπουδὴ καὶ σφοδρότητα. Ἡ θέση τοῦ Παύλου εἶναι τιμητική, ἀφοῦ δὲν ἦταν παρὼν τὴ στιγμὴ τῆς 'Αναλήψεως, γιατὶ δὲν εἶχε ἀκόμη συγκαταριθμηθεῖ μὲ τοὺς Ἁγίους 'Αποστόλους. Ὁ Ἁγιογράφος ὅμως, συμπληρώνοντας τὴ θέση τοῦ προδότου 'Ιούδα, θέτει τὸν μετέπειτα 'Απόστολο Παῦλο, ἔχοντας ἔτσι τὸν ἱερὸ ἀριθμὸ τῶν δώδεκα 'Αποστόλων.
'Αριστερὰ τῆς Θεοτόκου, εἰκονίζεται ὁ 'Απόστολος Πέτρος, ἡ πέτρα τῆς πίστεως, ὁ Πρωτοκορυφαῖος, ποὺ πρῶτος ὁμολόγησε τὸν Κύριό μας ὡς «Θεοῦ Υἱόν», ἐνώπιόν Του, ὅταν ὁ Κύριος ρωτοῦσε τοὺς Μαθητές Του: «ἐσεῖς ποιὸς λέγετε ὅτι εἶμαι;». Καὶ μετὰ τὴν ὁμολογία του αὐτὴ ἔλαβε ἀπὸ τὸν Κύριο τὴν ἐπιβράβευση, ἀκούγοντας ἀπὸ τὸ Πανάγιο Του στόμα τὴν ὑπόσχεση: «'Εσὺ εἶσαι Πέτρος καὶ πάνω σ' αὐτὴν τὴν πέτρα θὰ οἰκοδομήσω τὴν 'Εκκλησία μου καὶ οἱ πύλες τοῦ Ἄδου δὲν θὰ τὴν νικήσουν ποτέ».
Τὴν Θεοτόκο, πλαισιώνουν ἐκτὸς ἀπὸ τοὺς 'Αποστόλους, καὶ δύο Ἄγγελοι, ποὺ βρίσκονται δίπλα της. Τὰ ἐνδύματά τους εἶναι λευκὰ καὶ ἀστραφτερά, γιατὶ εἶναι Λειτουργοὶ τοῦ Οὐρανοῦ καὶ ἐπόπται τοῦ φωτός. Κρατοῦν στὰ χέρια τους ρομφαία, θυμίζοντάς μας ὅτι φυλάττουν τὴν πύλη τοῦ Παραδείσου τῆς Ἐδέμ. Αὐτὴν τὴν φλογισμένη ρομφαία ἔσβησε ὁ Κύριος μὲ τὸ Πάθος τοῦ Σταυροῦ καὶ τὴν ἔνδοξη 'Ανάστασή του. Καὶ τώρα ποὺ ἀναλαμβάνεται στὸν Οὐρανό, ἀνεβάζει τὴ φύση τοῦ ἀνθρώπου στὸ Θρόνο τοῦ Θεοῦ, ἀπ' ὅπου ἐξέπεσε μὲ τὴν παρακοὴ καὶ τὴν πτώση τῶν Πρωτοπλάστων.
Αὐτοὶ οἱ δύο Ἄγγελοι μιλοῦν στοὺς 'Αποστόλους καὶ τοὺς λένε: «Ἄνδρες Γαλιλαῖοι, τὶ στέκεσθε μὲ ἀπορία καὶ βλέπετε στὸν Οὐρανό; Αὐτὸς ὁ 'Ιησοῦς ποὺ τώρα βλέπετε νὰ ἀνεβαίνει στὸν Οὐρανό, Αὐτὸς θὰ ἔλθει καὶ πάλι μὲ πολλὴ δόξα καὶ δύναμη, γιὰ νὰ κρίνει τὸν κόσμο».
Καὶ εἶναι δύο οἱ Ἄγγελοι, γιὰ νὰ εἶναι ἀσφαλέστερη καὶ βεβαιότερη ἡ μαρτυρία τους, γιατὶ τόσο ὁ Μωϋσὴς στὸ Δευτερονόμιο, ὅσο καὶ ὁ Εὐαγγελιστὴς Ματθαῖος τονίζουν ὅτι : «'Επὶ στόματος δύο καὶ τριῶν μαρτύρων σταθήσεται πᾶν ρῆμα».
Πραγματικὰ εἶναι μεγαλειώδης ἡ παροῦσα ἑορτή. Ὁ Κύριος γιὰ λίγο χωρίζεται ἀπὸ τοὺς Μαθητές Του, ποὺ τοὺς εἶχε προηγουμένως προετοιμάσει λέγοντάς τους: «Αὐτοὶ οἱ λόγοι εἶναι ποὺ σᾶς εἶπα, ὅταν ἀκόμη ἤμουν σωματικὰ μαζί σας, ὅτι δηλαδὴ πρέπει νὰ ἐκπληρωθοῦν ὅλα ὅσα ἔχουν γραφεῖ στὸ νόμο τοῦ Μωϋσέως καὶ στοὺς προφῆτες καὶ στοὺς ψαλμοὺς σχετικὰ μὲ ἐμένα». Καὶ τότε φώτισε τὸν νοῦ τους καὶ τὸν ἔκανε ἱκανὸ νὰ κατανοήσει τὶς Γραφὲς καὶ τὶς προρρήσεις τῶν προφητῶν. Καὶ τοὺς ἐξήγησε ὅτι ἔτσι ἔχει γραφεῖ καὶ αὐτὸ εἶναι τὸ σχέδιο τοῦ Θεοῦ, νὰ ὑποστεῖ ὁ Χριστὸς τὰ πάθη, τὸν Σταυρὸ καὶ τὸν θάνατο. Καὶ μετὰ τὴν τριήμερη ταφή Του, νὰ ἀναστηθεῖ ἐκ τῶν νεκρῶν, ὡς Βασιλεὺς τῆς ζωῆς καὶ τοῦ θανάτου, καὶ ὡς νικητὴς τοῦ Ἄδου καὶ τῆς φθορᾶς.
Καὶ ἔδωσε ἐντολὴ στοὺς 'Αποστόλους, νὰ κηρύξουν στὸ ὄνομά Του μετάνοια καὶ ἄφεση ἀμαρτιῶν, σὲ ὅλα τὰ ἔθνη τῆς γῆς, ἀφοῦ πρῶτα «καθίσουν στὴν πόλη Ἱερουσαλήμ, μέχρι νὰ ἐνδυθοῦν τὴν δύναμη τὴν ἐξ ὕψους». Ὅπως καὶ ὑπήκουσαν καὶ παρέμειναν εἰς τὸ ὑπερῶον προσευχόμενοι καὶ ἀναμένοντες τὴν ἔλευσιν τοῦ Παναγίου Πνεύματος.