Καθημερινή 10/10/2004
Ένας πολύτιμος και χρήσιμος διάλογος ξεκίνησε προσφάτως, με αφορμή την πρωτοβουλία του Μακαριωτάτου Αρχιεπισκόπου ν’ αποδίδονται στη νεοελληνική τα Αγιογραφικά αναγνώσματα στις Εκκλησίες των Αθηνών. Σχετικοί και λιγότερο σχετικοί, θεολογούντες και φιλοσοφούντες, κάποιοι έχοντες βιωματική σχέση με την Εκκλησία και άλλοι θεωρητικώς και ακαδημαϊκώς ομιλούντες, ως αυθεντίες δοκούντες είναι, αντήλλαξαν απόψεις συχνά εποικοδομητικές, άλλοτε πάλι, όμως, άκρως επιπόλαιες έως και υβριστικές, θεωρώντας εαυτούς και όχι αλλήλους, αποκλειστικούς κατόχους και μετόχους της Εκκλησιαστικής αλήθειας και ζωής.
Τις περισσότερες φορές, η κριτική τους δεν περιορίστηκε σ’ αυτή καθ’ εαυτή την πρωτοβουλία, αλλά κυρίως στόχευσε και στοχεύει στο πρόσωπο του Προκαθημένου της Ελλαδικής Εκκλησίας, για τον οποίο - τί περίεργο - ποτέ δε βρήκαν ένα καλό λόγο να πουν, ποτέ δεν αναγνώρισαν ως θετική μια πρωτοβουλία του για να την επαινέσουν. Όχι, ασφαλώς, γιατί ο Αρχιεπίσκοπος έχει ανάγκη από τα καλά τους λόγια, αλλά, έστω για να ρίξουν «στάχτη στα μάτια» εκείνων που υποπτεύονται τη σκοπιμότητα της χωρίς μέτρο κριτικής τους.
Ο γνωστός καθηγητής Χρήστος Γιανναράς, κατηγορεί τον Μακαριώτατο (Καθημερινή, 3/10/2004) για υποχώρηση στα «προοδευτικά» κελεύσματα της εποχής, για «προτεσταντική» πρακτική, για ασέβεια προς τον πολιτισμό της Λατρείας, αλλά και για «επικοινωνιακές» επιπολαιότητες. Ο κ. Γιανναράς, χρησιμοποιώντας γλώσσα των «Προοδευτικών» της δεκαετίας του ΄80, στο άκουσμα της οποίας άπαντες στέκονταν με το στόμα ανοικτό, αλλά ελάχιστοι καταλάβαιναν, δε διστάζει να προκαλέσει την Εκκλησιαστική κοινότητα χαρακτηρίζοντας τον πρώτο τη τάξει Αρχιερέα «κωμικό, άσχετο & επιπόλαιο», όρους που υποκρύπτουν σαφώς εμπάθεια και αδυναμία. Παράλληλα, δε χάνει την ευκαιρία να εξαπολύσει μύδρους, μη δυνάμενος, δυστυχώς, να θεωρήσει τα πράγματα από την ποιμαντική τους σκοπιά, κάτι ασφαλώς δύσκολο και υπεύθυνο, περιοριζόμενος έτσι στην εύκολη και εν πολλοίς ανεύθυνη οδό της θορυβώδους αρνήσεως.
Η Εκκλησία μας και ο Αρχιεπίσκοπος δε δρουν με κριτήριο το τί αρέσει και τί όχι είτε στους «προοδευτικούς» είτε στους «συντηρητικούς» κύκλους της Ελληνικής κοινωνίας. Η Εκκλησιαστική δράση δε διεξάγεται με γνώμονα τις ακρότητες που εκφράζουν οι δύο αυτές τάσεις, οι οποίες επαγγέλλονται αντιστοίχως, είτε την απογύμνωση από κάθε τι παραδοσιακό, είτε την περιχαράκωση σε δυσκίνητα σχήματα του παρελθόντος που εκφράζουν ξεκάθαρα έναν υφέρποντα εγωισμό. Η Εκκλησία μας δρα με βάση την καθημερινή ποιμαντική της αγωνία, τις ποιμαντικές ανάγκες της κάθε εποχής, δε διστάζει να προσαρμόζει τα δεδομένα του σήμερα στο ύφος και το ήθος της, ενώ γνωρίζει να ελίσσεται με τέτοιο τρόπο, ώστε και το παρελθόν της να τιμά, ζώντας, όμως, στο σήμερα και φροντίζοντας για το αύριο του ποιμνίου της.
Η αναγκαιότητα της νεοελληνικής απόδοσης των Αγιογραφικών κειμένων προέκυψε από την σαφή γλωσσική ένδεια των νεοελλήνων, η οποία έχει φτάσει σε τέτοιο σημείο ώστε τα παιδιά μας σήμερα, για να διαβάσουν Παπαδιαμάντη, χρειάζονται λεξικό. Μπορεί οι παππούδες και οι γιαγιάδες μας να μην είχαν ανάγκη από ένα τέτοιο μέτρο, μπορεί οι ραγιάδες στα χρόνια της Τουρκοκρατίας να μη χρειάζονταν μια τέτοια επέμβαση, αλλά ποιός μπορεί ν’ αρνηθεί ότι οι στοιχειώδεις γραμματικές γνώσεις των εποχών εκείνων ήταν κατά πολύ ανώτερες από τις σύγχρονες πανεπιστημιακές; Ποιός μπορεί ν’ αρνηθεί ότι οι συνθήκες της ζωής εκείνων των εποχών καθιστούσαν τους ανθρώπους σοφούς, ενώ η εποχή μας παράγει σωρεία απνευμάτιστων πτυχιούχων με μονομερείς γνώσεις και παντελή άγνοια των υπολοίπων γνωστικών πεδίων; Μπροστά σ’ αυτή την πραγματικότητα η Εκκλησία μας θα σκεφθεί τους ποικίλους «συμβολισμούς της λατρείας»; Θα νοιαστεί για «το ρυθμό της δραματουργίας»; Θα περιοριστεί στη «μουσική της γλώσσας»; Αν ενεργήσει έτσι, θα παραδεχτεί ότι η Θεία Λατρεία δεν είναι τίποτα άλλο από μια θεατρική παράσταση στην οποία αρκεί να είναι παρών κανείς για να γίνει μέτοχος της καλλιτεχνίας, έστω και αν δε καταλαβαίνει και πολλά – πολλά. Τότε το «Θείο Δράμα» εξελίσσεται σε κωμωδία και ο ρόλος των Ποιμένων μετατρέπεται, από βοηθητικός για την καλύτερη δυνατή συμμετοχή των πιστών στο μυστήριο της σωτηρίας, διά της Θείας Λατρείας, σε ρόλο καλλιτεχνικού παραγωγού, ξένο προς την φύση και την αποστολή της Εκκλησίας.
Η Εκκλησία δεν πειραματίζεται, αντιθέτως δρα σεβόμενη τη Λειτουργική μας παράδοση, γι’ αυτό και δεν αγγίζει το υμνολογικό και ποιητικό μέρος της Θείας Λατρείας. Προσθέτει τη νεοελληνική, γιατί πιστεύει ότι η κατανόηση ωφελεί και δε βλάπτει την βιωματική λειτουργική εμπειρία, ενώ δεν υποκαθιστά την κλασική απόδοση των Αγιογραφικών κειμένων, γιατί μέσα τους κρύβεται το μεγαλείο της Ορθόδοξης πίστης, αυτά είναι οι φορείς της αλήθειας του Ιησού Χριστού στους αιώνες, αλήθειες τις οποίες πάντες πρέπει να κατανοούν για να τις βιώνουν. Τα ιερά αυτά κείμενα, από κοινού με την κηρυγματική τους ερμηνεία και το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας, συνιστούν τον αναντικατάστατο πυρήνα της Θείας Λειτουργίας, όπως διασώθηκε στους αιώνες. Αυτόν τον πυρήνα περιέβαλε με τον υμνολογικό και ποιητικό της πλούτο η Εκκλησία, έναν πλούτο που λειτουργεί δορυφορικά και συμπληρωματικά στην Ορθόδοξη Λειτουργική πραγματικότητα.
Όσο για την κατηγορία περί «επικοινωνιακής επιπολαιότητας» του Ποιμένος, απαντούμε ότι το μυστικό της επικοινωνίας είναι να μπορείς να «χαϊδεύεις» τα ώτα όλων και να τα έχεις καλά με όλους. Αυτό ταυτόχρονα, όμως, είναι και ο ορισμός της αποτυχίας για έναν ποιμένα που θέλει να είναι συνεπής με το ρόλο και την ιστορία του. Ο Αρχιεπίσκοπος, από τους πιο λειτουργικούς, κατά γενική ομολογία, Προκαθημένους των τελευταίων εκατό χρόνων, δεν είναι αρεστός σε πολλούς, είτε από το ένα, είτε από το άλλο άκρο, γιατί τολμά και δρα και καινοτομεί, έχει τα ποιμαντικά του αισθητήρια ανοικτά, όπως έπραξαν οι υπεύθυνοι Εκκλησιαστικοί άνδρες του παρελθόντος, δεχόμενοι κατά ριπάς τις βολές των επικριτών τους – οι οποίοι, τί περίεργο, είναι ίδιοι όλες τις εποχές – με πιο πικρές τις έσωθεν προερχόμενες.