Στη χρυσή εποχή του Ελληνικού κινηματογράφου της δεκαετίας του ΄60, ανήκουν κωμικές σκηνές με κορυφαίους ηθοποιούς εκείνης της περιόδου να υποδύονται μέντιουμ και χαρτορίχτρες, καφετζούδες και ωροσκόπους. Ποιός δε θυμάται τη Γεωργία Βασιλειάδου ή το Σταύρο Παράβα να ερμηνεύουν το φλιτζάνι ή να ρίχνουν τα χαρτιά στους αφελείς επισκέπτες, για να εξασφαλίσουν εύκολα κέρδη, αναδεικνύοντας με κωμικό τρόπο, τις ανασφάλειες των ανθρώπων της μεταπολεμικής Ελλάδος, οι οποίοι αναζητούσαν στην τύχη και στα άστρα την καλή είδηση για το πρόσωπό τους ή την κακή είδηση για τον κακό γείτονα; Θα περίμενε κανείς ότι, με το πέρασμα των χρόνων, με την άνοδο του μορφωτικού επιπέδου, με την θαυμαστή εξέλιξη της επιστήμης, τέτοιου είδους φαινόμενα θα περνούσαν στη φάση της απαξίωσης και θα τοποθετούνταν στη σφαίρα του κωμικού. Η πραγματικότητα, όμως, είναι εντελώς διαφορετική, καθώς τα φαινόμενα της καταφυγής των ανθρώπων στη «σοφία» των κάθε λογής μάντεων, αστρολόγων και καφετζούδων, λαμβάνει και στις μέρες μας απογοητευτικές διαστάσεις.
Τα Μ.Μ.Ε., «σοβαρές» εφημερίδες και περιοδικά λειτουργούν ως φιλόξενη διαφημιστική εστία για όλους αυτούς, χωρίς ν’ αναλογίζονται τον πνευματικό ευτελισμό στον οποίο οδηγούν το αναγνωστικό τους κοινό. Η τηλεόραση δε, κάνει «χρυσές δουλειές», καθώς, διά παρηκμασμένων και δευτεροκλασάτων, ευτυχώς, τηλεοπτικών συχνοτήτων, βάζει τους επιτήδειους κερδοσκόπους, ανθρώπους με πλανεμένο τρόπο σκέψης, στα σπίτια των αφελών οι οποίοι αναζητούν στα χαρτιά, στον καφέ και στα άστρα τη λύση των προβλημάτων τους, με το αζημίωτο, βέβαια. Η νοοτροπία αυτή φέρνει στην επιφάνεια ένα τεράστιο κοινωνικό πρόβλημα που έχει να κάνει με την ανασφάλεια που νιώθουν οι σύγχρονοι άνθρωποι, οι οποίοι αναζητούν στηρίγματα και επενδύουν φρούδες ελπίδες σε χώρους και πρόσωπα που μόνο ως απατεώνες μπορούν να χαρακτηριστούν, επικίνδυνοι έμποροι ελπίδων, που μετατρέπουν τους αφελείς σε προϊόντα άνομης και ειδεχθούς κερδοσκοπίας, γεγονός που θα έπρεπε να ενεργοποιήσει το ενδιαφέρον της υπεύθυνης Πολιτείας.
Η αστρολογία και οι παρεμφερείς με αυτήν δραστηριότητες, πιστεύουν ότι η θέση των άστρων την ώρα που γεννιέται κάποιος, βάζει μια ανεξίτηλη σφραγίδα στην προσωπικότητά του! Προδιαγράφει η θέση τους το μέλλον του! Δε μας λέει, όμως, πώς γίνεται αυτό. Τί είδους επίδραση είναι αυτή που υποτίθεται ότι ασκούν τα άστρα; Ουσιαστικά πρόκειται για έναν υπερτονισμό της δυναμικής που ασκούν τα φυσικά φαινόμενα στην πορεία της ανθρώπινης ζωής, γεγονός με έντονα «θρησκευτικά» στοιχεία, πουν κατατάσσουν τις περιγραφόμενες δραστηριότητες στο ευρύτερο πλαίσιο του αποκρυφισμού και της ειδωλολατρίας, που ως γνωστόν, αρνούνται το Θεό και θεοποιούν τη φύση.
Στο σημείο αυτό τίθεται το εύλογο ερώτημα, είναι δυνατόν ένας Χριστιανός να έχει τέτοιου είδους ενδιαφέροντα και σχέσεις με το σκοτεινό αυτό αποκρυφιστικό κύκλωμα; Η Εκκλησία μας σαφώς απαντά ότι η αστρολογία και οι περί αυτήν δραστηριότητες, είναι ασυμβίβαστες προς την Ορθόδοξη πίστη. Δε μπορεί ένας Χριστιανός να πιστεύει ταυτόχρονα στις αρχές της αστρολογίας. Μάλιστα οι εμμένοντες στην ενασχόληση με την αστρολογία, όπως και με την μαντεία και μαγεία, υποβάλλονται σε σοβαρά επιτίμια, όπως προβλέπουν οι Ιεροί Κανόνες και ουσιαστικά αποκόπτουν τον εαυτό τους από την Εκκλησία.
Επί του ζητήματος αυτού τοποθετείται με σαφήνεια και ο μέγας Δογματικός Πατήρ της Ορθοδόξου Εκκλησίας μας, Όσιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός: «Οι ειδωλολάτρες παραδέχονται ότι με την ανατολή και τη δύση και τη σύγκρουση των αστεριών καθορίζονται η ζωή και οι πράξεις μας. Με αυτά καταγίνεται η αστρολογία. Εμείς, όμως, παραδεχόμαστε ότι από αυτά διαμορφώνονται οι καιρικές καταστάσεις, αλλά με κανένα λόγο οι πράξεις μας. Γιατί εμείς, επειδή γίναμε αυτεξούσιοι από τον Δημιουργό, είμαστε κύριοι σ’ αυτές. Αν, λοιπόν, από την κίνηση των αστεριών κάνουμε τα πάντα, κατ’ ανάγκη κάνουμε αυτό που κάνουμε. Και αυτό που γίνεται κατ’ ανάγκη ούτε αρετή είναι, ούτε κακία. Κι αν ούτε αρετή, ούτε κακία έχουμε, δεν είμαστε άξιοι ούτε για τους επαίνους και τα στεφάνια, ούτε για τις κατηγορίες ή τις τιμωρίες. Επιπλέον, θα βρεθεί και ο Θεός άδικος, δίνοντας σε άλλους αγαθά και σε άλλους θλίψεις. Αλλά ακόμη, ούτε ο Θεός θα κυβερνά, ούτε θα προνοεί για τα πλάσματά του, αν τα πάντα κατ’ ανάγκη άγονται και φέρονται. Επίσης και η λογική θα μας ήταν περιττή, αφού δεν είμαστε κύριοι καμιάς πράξεως, σκεφτόμαστε περιττά. Το λογικό, πάντως, μας έχει δοθεί για τη σκέψη. Κατά συνέπεια, κάθε λογικό ον είναι και αυτεξούσιο» (Ε.Ο.Π., Β΄, 7).
Η πίστη της Εκκλησίας μας, λοιπόν, είναι σαφής: ο άνθρωπος είναι απόλυτα υπεύθυνος των πράξεών του στο πλαίσιο, βέβαια, που καθορίζουν οι δυνατότητές του. Το μέλλον το γνωρίζει μόνον ο Θεός, ως παντογνώστης, χωρίς αυτό να καταργεί την ανθρώπινη ελευθερία. Δε το γνωρίζει ούτε ο Διάβολος, ούτε βέβαια, οι αστρολόγοι. Γι’ αυτό είναι απίστευτο, αλλά και θλιβερό, στον 21ο αιώνα, οι άνθρωποι ν’ αναζητούν τον εαυτό τους και να χάνουν το χρόνο τους σε πρακτικές του Μεσαίωνα, αρνούμενοι την χάρη και την ευλογία του Θεού ο οποίος κατευθύνει, σκέπει, καθοδηγεί, συνέχει και φροντίζει τα πάντα.