«Σήμερα εδώ στην πατρίδα μας, εάν δεν υπήρχε η Εκκλησία να τονίζει ότι πέρασαν 100 χρόνια από τότε που σκοτώθηκε ο Παύλος Μελάς για τη Μακεδονία, κανένας δε θα θυμόταν αυτή την επέτειο». Τάδε έφη ο Μακαριώτατος Αρχιεπίσκοπος Αθηνών & Πάσης Ελλάδος κ. Χριστόδουλος στη διάρκεια ομιλίας του για τον Μακεδονικό αγώνα σε επετειακή εκδήλωση που διοργάνωσε η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος στη Στοά του Βιβλίου (Αθήνα, 18/10/2004). Δυστυχώς, ο Αρχιεπισκοπικός λόγος αντικατοπτρίζει με ρεαλισμό την ζοφερή πραγματικότητα. Αν δεν υπήρχε η Εκκλησία να διοργανώσει εορταστικές εκδηλώσεις στη Μακεδονία, με επίκεντρο την Ιερά Μητρόπολη Καστορίας, η Ιερά Σύνοδος να διοργανώσει την σχετική ημερίδα και κάποιοι πολιτιστικοί Μακεδονικοί σύλλογοι να τελέσουν μνημόσυνα και να μιλήσουν για τους θρυλικούς Μακεδονομάχους, ελάχιστοι θα θυμόντουσαν στον τόπο μας ότι για να είναι σήμερα η Μακεδονία Ελληνική, κάποιοι πολέμησαν και θυσιάστηκαν πριν από 100 χρόνια, αγωνιζόμενοι ενάντια στον Τουρκικό ζυγό και την Βουλγαρική επεκτατική πολιτική.
Δυστυχώς, η Πολιτεία, περί άλλων τυρβάζει. Η Πολιτεία σκέπτεται εθνικά δυο φορές το χρόνο, την 28η Οκτωβρίου και την 25η Μαρτίου, όταν αναγκάζεται να συμμετάσχει στον καθιερωμένο εδώ και δεκαετίες εθνικό εορτασμό, εξαντλώντας, όμως, την παρουσία της στην παρέλαση, στους σημαιοστολισμούς και σε κάποιες βαρύγδουπες και διαχρονικά επαναλαμβανόμενες δηλώσεις για το αξιόμαχο των ενόπλων δυνάμεων και την ετοιμότητα της χώρας απέναντι σε κάθε δύσκολη περίσταση. Πώς, όμως, πραγματικά η χώρα θα είναι έτοιμη να επαναλάβει τα εθνικά θαύματα του παρελθόντος, αν, ω μη γένοιτο, χρειαστεί, όταν στις μέρες μας γίνεται συστηματική προσπάθεια απογύμνωσης των νεοελλήνων από την αγάπη για την πατρίδα και την αφοσίωση στα ιδανικά της Ελληνικής φυλής; Πώς θα κρατηθεί το εθνικό αίσθημα ζωντανό όταν η Ελληνική Παιδεία απογυμνώνει το μάθημα της ιστορίας από επιμελείς και σοβαρές αναφορές στα κατορθώματα και τις θυσίες των προγόνων μας για να μη στενοχωρηθούν και θιχθούν οι καλοί μας γείτονες; Πώς θα αποκτήσουν σήμερα τα παιδιά μας εθνική συνείδηση όταν βλέπουν πόσο εύκολη είναι για κάποιους επωνύμους, διάσημους ηθοποιούς και πάσης φύσεως καλλιτέχνες, (σε αντίθεση με τα κορόιδα), η απαλλαγή από το ιερό προς την πατρίδα καθήκον της στρατιωτικής θητείας, απλά για να μη διακοπεί ην καριέρα; Πώς θα οπλίσουμε τη χώρα, όχι με νέα οπλικά συστήματα αλλά με αποθέματα καρδιάς όταν οι νέοι μας σήμερα δε γνωρίζουν τί θα πει εθνική παλιγγενεσία, δε γνωρίζουν τίποτα για την εθνική αντίσταση, όταν νομίζουν ότι στις 28 Οκτωβρίου θα γιορτάσουμε την επανάσταση εναντίων των Τούρκων; Πώς θα κρατηθεί αυτός ο τόπος ζωντανός απέναντι στην απειλή της ισοπέδωσης αρχών και αξιών, στο όνομα της παγκοσμιοποίησης, όταν διεξάγεται συστηματική προσπάθεια ενός περίεργου και λίαν επικίνδυνου «εκσυγχρονισμού» στο όνομα του οποίου δεν πρέπει να μιλάμε για πατρίδα, για θρησκεία, για Μακεδονικό αγώνα, για τις αλησμόνητες πατρίδες, για την αδικία στην Κύπρο, για τον αφελληνισμό της Πόλης, απλά για να είμαστε αρεστοί στους φίλους και συμμάχους μας;
Η Ελλάδα, όπως συχνά τονίζει ο Προκαθήμενος της Εκκλησίας μας, είναι η μόνη χώρα στον κόσμο που αυτοχειριάζεται. Είναι η μόνη χώρα που κόβει το κλαδί πάνω στο οποίο κάθεται πιστεύοντας ότι έχει βγάλει φτερά να πετάξει και δεν έχει ανάγκη από ερείσματα, από βάσεις ισχυρές, από το ένδοξο παρελθόν, από το παράδειγμα των προγόνων. Νομίζει ότι έτσι θα εκσυγχρονιστεί. Νομίζει ότι έτσι θα ομοιάσει στους άλλους , στους μεγάλους. Αλλά πότε χώρες σαν τη Γερμανία, τη Γαλλία, την Ισπανία, αρνήθηκαν το παρελθόν τους; Πότε δίστασαν να προβάλουν την ιστορία τους, πότε δέχθηκαν να διαπραγματευτούν τα ιστορικά δεδομένα τους, πότε αρνήθηκαν να καυχηθούν για το παρελθόν τους ή και να αυτοκριθούν για τα ιστορικά τους λάθη; Ποτέ. Μόνο σ’ αυτό τον τόπο κάνουμε το παν για να θάψουμε το παρελθόν βάζοντας σε δοκιμασία την μελλοντική μας πορεία, προσπαθώντας έτσι τάχα να εκσυγχρονιστούμε. Ο εκσυγχρονισμός είναι σίγουρος και ασφαλής όταν στηρίζεται στα διδάγματα του παρελθόντος, όταν τιμά την ιστορία και δε ξεχνά είτε τις μεγάλες ιστορικές στιγμές, είτε τα λάθη του ιστορικού παρελθόντος.
Και μένει η Εκκλησία, ο μόνος φορέας διατήρησης και συντήρησης της ιστορικής μνήμης, η μόνη που δε διστάζει να ομιλεί για έθνος και πατρίδα, να διδάσκει την ιστορική αλήθεια, έχοντας απέναντί της όχι εκείνους που, ενδεχομένως, θίγονται απ’ αυτή την αλήθεια, αλλά εκείνους που, στο εσωτερικό, επαγγέλλονται μια Ελλάδα χωρίς Χριστό ή μια Ελλάδα με πολλούς Θεούς, μια Ελλάδα με την ιστορία της ωραίο μουσειακό αντικείμενο και όχι δυναμική πραγματικότητα, στήριγμα και βακτηρία για το παρόν και το μέλλον μας. Αυτή η Εκκλησία πολεμείται και ο Προκαθήμενός της συκοφαντείται. Αυτή η Εκκλησία, όμως, επιτελεί το ιστορικό της χρέος και το καθήκον της συνειδήσεώς της, αρνούμενη να υποκύψει στον πειρασμό της απραξίας για να είναι αρεστή σε όλους.