Η μία μετά την άλλη έρχονται οι αποκαλύψεις σχετικά με το τί πιστεύουν οι ξένοι για την πατρίδα μας, για το ποιά είναι τα πραγματικά σύνορα των Βαλκανικών χωρών και ποιά μορφή, προφανώς, πρέπει να πάρουν στο μέλλον, με την πρώτη ευκαιρία. Ύστερα από την άνευ προηγουμένου «κατραπακιά» των Αμερικανών, οι οποίοι ανενδοίαστα προσέβαλαν την ιστορική αλήθεια και προκάλεσαν την αγανάκτηση του Ελληνικού λαού, αναγνωρίζοντας το γειτονικό κράτος των Σκοπίων με τη συνταγματική του ονομασία, είδε το φως της δημοσιότητας επίσημος και απόρρητος χάρτης του Αμερικανικού Υπουργείου Αμύνης, ο οποίος αποτυπώνει τα «σωστά» όρια των κρατών που συνιστούν την πολύπαθη Βαλκανική χερσόνησο, κατά την άποψη των «φίλων» μας αμερικανών. Ο εν λόγω χάρτης επεκτείνει προκλητικά τα σύνορα των Σκοπίων, στα οποία αποδίδει ολόκληρη τη Μακεδονία και τη χερσόνησο της Χαλκιδικής, συμπεριλαμβανομένου και του Αγίου Όρους. Δε σταματά, όμως, μόνο εκεί. Ορίζει τα σύνορα της Ελλάδος στην περιοχή του Πηνειού και του Ολύμπου, - και κάποιος άλλος είχε πει ότι τα σύνορα της Εκκλησίας της Ελλάδος φτάνουν μέχρι εκεί - περιορίζοντας τα κυριαρχικά μας δικαιώματα, επί των εδαφών μας, αγνοώντας τους αγώνες των προγόνων μας για την ανεξαρτησία της Θεσσαλίας και της Μακεδονίας και εγείροντας αλυτρωτικούς οραματισμούς στους εκ του βορρά και εκ δυσμών γείτονές μας.
Η αποκάλυψη αυτού του χάρτη, με τα εξωφρενικά κείμενα που τον συνοδεύουν, δίνει την αφορμή για τους παρακάτω προβληματισμούς:
Τί έκανε η προηγούμενη Ελληνική κυβέρνηση για ν’ αντιμετωπίσει την αμερικανική αυτή πρόκληση η οποία χρονολογείται από το 1999; Αν δε τη γνώριζε, υπήρξε επιπόλαια. Αν τη γνώριζε και δεν έκανε τίποτα, υπήρξε εθνικά επιζήμια. Προφανώς, η στάση της ήταν ανάλογη με την γενικότερη πολιτική της στο ζήτημα της ονομασίας του κράτους των Σκοπίων, τη διαπραγμάτευση περί του οποίου έβαλε στο ράφι επί μια δεκαετία, με τα γνωστά τελευταία τραγικά αποτελέσματα.
Τα τελευταία γεγονότα αποκαλύπτουν ότι, γύρω από την Ελλάδα μας και τα εδαφικά και κυριαρχικά της δικαιώματα, συνυφαίνεται συστηματικά η προπαγάνδα των γειτόνων μας η οποία έχει καταφέρει να επηρεάσει την εξωτερική πολιτική των ισχυρών της γης που δεν καταλαβαίνουν ούτε από ιστορία, ούτε από αγώνες, ούτε από ηθική στις διακρατικές σχέσεις, αλλά μετρούν τα πάντα με τη δύναμη του χρήματος και την «ηθική» του δολαρίου.
Η χώρα μας, στο διεθνές πεδίο, κινείται με την ευγένεια και τη θετική σκέψη που χαρακτηρίζει την ιδιοσυγκρασία του Ελληνικού λαού αφενός και την λογική μιας χώρας που αγωνίζεται για τη διασφάλιση των δικαίων της και την επικράτηση της ειρήνης στην γύρω από αυτήν περιοχή, αφετέρου. Η εμπειρία, όμως, των τελευταίων ετών και των εσχάτων εξελίξεων διδάσκει πως οι γείτονές μας δεν εμφορούνται από την ίδια νοοτροπία. Μπορεί, στις επίσημες επαφές και συνομιλίες, να φορούν το προσωπείο του φίλου και καλού συζητητή, πίσω από την πλάτη μας, όμως, καρφώνουν τη μία μαχαιριά μετά την άλλη, βάζοντας τις βάσεις για την, βήμα προς βήμα, ικανοποίηση των εχθρικών επιδιώξεών τους, που συντηρούνται από τον καταγεγραμμένο ανθελληνισμό που κατοικεί στα εσώψυχά τους.
Μήπως, λοιπόν, ήρθε η στιγμή η χώρα μας να πάψει να είναι τόσο ευγενική στις διεθνείς της σχέσεις; Μήπως πρέπει ν’ απαιτεί ξεκάθαρα ανταλλάγματα όταν αποφασίζει να ικανοποιήσει τις, άνευ όρων και προϋποθέσεων, απαιτήσεις των γειτόνων μας; Μήπως πρέπει να πάψει να είναι το θύμα, ο ευκολόπιστος σύμμαχος, στην πλάτη του οποίου οι ισχυροί της γης απεργάζονται την μελλοντική συρρίκνωσή του; Μήπως πρέπει να μάθει να χρησιμοποιεί τα κεκτημένα δικαιώματά της για να βάλει φρένο στις ανιστόρητες επιδιώξεις πολλών, αλλά και για να διαφυλάξει τόσο την δική της όσο και την Ευρωπαϊκή πραγματικότητα από μελλοντικές τραγωδίες και αδιέξοδα; Μήπως πρέπει ν’ αναγκάσουμε τους εταίρους μας στο εξωτερικό να μας σεβαστούν και να πάψουν να μας αντιμετωπίζουν σαν φτωχούς συγγενείς, οι οποίοι πρέπει να υπακούμε τυφλά στα διεθνή κελεύσματα, απεμπολώντας την εθνική μας αξιοπρέπεια; Μήπως πρέπει να κατανοήσουμε ότι δε μπορούμε να παίζουμε με τα όσια και τα ιερά αυτού του τόπου, για τα οποία οι πρόγονοί μας έχυσαν ποταμούς αιμάτων, για να έχουμε εμείς μια πατρίδα ελεύθερη, ανεξάρτητη και κυρίαρχη του εαυτού της; Μήπως πρέπει να πάψουμε να λαϊκίζουμε στο εσωτερικό, αρνούμενοι σε πνευματικούς φορείς με ιστορία και προσφορά, όπως η Εκκλησία, να βροντοφωνάζουν την αλήθεια, ενισχύοντας έτσι τη φωνή του λαού μας στα διεθνή κέντρα των αποφάσεων; Μήπως πρέπει να διδάξουμε στα νέα παιδιά την αληθινή ιστορία του τόπου μας για να μπορούν ν’ αντιδράσουν στην απροκάλυπτη παραχάραξη της ιστορικής μας πραγματικότητας που επιχειρούν, με περισσό θράσος, εκείνοι που νομίζουν ότι εξουσιάζουν τον κόσμο, επειδή εμείς τους αφήσαμε; Μήπως πρέπει να συνέλθουμε πριν ξυπνήσουμε μια ωραία πρωία και ακούσομε τους Σκοπιανούς να ζητούν τη Θεσσαλονίκη, του Αλβανούς την Άρτα και τα Ιωάννινα, τους Τούρκους, τη Λήμνο και το μισό Αιγαίο και μάλιστα με τις ευλογίες των Αμερικανών και των όποιων άλλων «ευγενών» συμμάχων μας;
Είθε να μην αφήσει ο Θεός να συμβεί κάτι τέτοιο. Αλλά, «συν Αθηνά και χείρα κίνει…»