Θετική αίσθηση προκάλεσε στην κοινή γνώμη η τόλμη της Ιεράς Συνόδου της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος να συζητήσει, κατά την τελευταία τακτική συνέλευσή της, θέματα και προβλήματα τα οποία μέχρι χθες χαρακτηρίζονταν «ταμπού» και για τα οποία δεν τολμούσε κανείς ν’ αρθρώσει λόγο για να μη θεωρηθεί νεωτεριστής ή και ασεβής. Η Εκκλησία της Ελλάδος, για πρώτη φορά, άγγιξε θέματα όπως ο δεύτερος γάμος των Κληρικών ή η στράτευση των υποψηφίων Κληρικών, τα συζήτησε εκτενώς και τα παρέπεμψε για περαιτέρω επεξεργασία σε ειδική επιτροπή, η οποία θα υποβάλει τις προτάσεις της για να προβεί η Σύνοδος σε τελικές αποφάσεις.
Στη σημερινή μας παρέμβαση θα επικεντρώσουμε την προσοχή μας στο ενδεχόμενο τελέσεως δευτέρου Γάμου από τους Κληρικούς, καθώς κατέστη σαφές ότι η Εκκλησία μας δε μπορεί να μένει απαθής μπροστά σε προβλήματα που ταλανίζουν τις σύγχρονες ιερατικές οικογένειες, ενίοτε λαμβάνουν τραγικές διαστάσεις κι έχουν θλιβερές συνέπειες. Η Εκκλησία της Ελλάδος, ανοίγοντας αυτόν τον διάλογο, ζητεί, ως στοργική μητέρα, να σταθεί φιλάνθρωπα και αγαπητικά δίπλα σ’ εκείνους τους εγγάμους Ιερείς, που μένουν μόνοι σε νεαρή ηλικία, είτε λόγω χηρείας, είτε λόγω εγκατάλειψης από τις συζύγους τους. Οι άνθρωποι αυτοί καλούνται ν’ αντεπεξέλθουν στις απαιτήσεις μιας ζωής την οποία δεν επέλεξαν, καλούνται να ακολουθήσουν ουσιαστικά τη μοναχική ζωή ενώ έχουν επιλέξει τον έγγαμο βίο, καλούνται να μεγαλώσουν παιδιά χωρίς τη συμπαράσταση και την απαραίτητη παρουσία της μητέρας, γεγονός που κλονίζει την εν γένει ιερατική τους διακονία, καλούνται ν’ αντέξουν τους σαρκικούς πειρασμούς, χωρίς να είναι προετοιμασμένοι για κάτι τέτοιο, έχοντας πάντα μπροστά τους το φάσμα της πτώσης και της παρεκτροπής. Πρόκειται για οξέα και ανυπέρβλητα προβλήματα τα οποία οδηγούν σε τραγικές καταστάσεις, που συχνά γίνονται ευρύτερα γνωστές, τραυματίζοντας το σώμα της Εκκλησίας και σκανδαλίζοντας τους πιστούς.
Η ποιμαντική προβληματική επί του ζητήματος αυτού, όμως, δεν προέκυψε τώρα στην Εκκλησία. «Στα 1923 συνήλθε στην Κωνσταντινούπολη Πανορθόδοξο Συνέδριο, υπό την προεδρεία του Πατριάρχου Μελετίου του Δ΄, το οποίο εξέτασε το δυνατόν της συνάψεως δευτέρου γάμου υπό των εν χηρεία διατελούντων κληρικών. Το συνέδριο αποφάσισε ομόφωνα τα εξής:
Α. Είναι επιτρεπόμενος ο δεύτερος γάμος στους συνεπεία θανάτου χηρεύσαντες ιερείς και διακόνους, δεν αντιβαίνει στην Ευαγγελική διδασκαλία και μάλλον προλαμβάνει τον μώμον κατά της ιερατικής καταστάσεως.
Β. Δικαιούνται οι Σύνοδοι των επί μέρους Εκκλησιών να επιτρέπουν σε αιτούντες ιερείς και διακόνους να συνάψουν δεύτερο γάμο ύστερα από γνωμοδότηση του οικείου Επισκόπου τους.
Γ. Το μέτρο αυτό λογίζεται κανονικό και έγκυρο μέχρι της συγκλίσεως Πανορθοδόξου Συνόδου «ήτινι μόνη απόκειται όπως περιβάλη την διάταξιν ταύτην διά κύρους καθολικού» {βλ. πρακτικά και αποφάσεις του εν Κωνσταντινουπόλει Πανορθοδόξου Συνεδρίου, 10/5 – 8/6/1923}…Η πιο πρόσφατη αναφορά στο ζήτημα αυτό έγινε από τον Οικουμενικό Πατριάρχη Αθηναγόρα, όταν ευρισκόμενος στη Βιέννη για θεραπεία, σε ιδιαίτερη συνομιλία με τον δημοσιογράφο Παλαιολόγο αναφέρθηκε στο θέμα με τα εξής χαρακτηριστικά: “Ουδέν μυστήριον εμποδίζει άλλον μυστήριον. Η ιερωσύνη δεν εμποδίζει τον γάμον όπως ο γάμος δεν εμποδίζει την ιερωσύνη διά τους διακόνους και τους ιερείς”» (Μητρ. Αλεξανδρουπόλεως Ανθίμου Κουκουρίδη, «Μελάνι και Θυμίαμα», σελ. 79).
Το συμπέρασμα που βγαίνει από τα παραπάνω είναι ότι οι αποφάσεις εκείνου του Πανορθοδόξου Συνεδρίου, στο οποίο συμμετέσχον και εκπρόσωποι της Αυτοκεφάλου Εκκλησίας της Ελλάδος, εφόσον δεν έχει συγκληθεί έως τώρα Πανορθόδοξη Σύνοδος, έχουν κανονική ισχύ και ο δεύτερος γάμος των εν χηρεία Κληρικών είναι έγκυρος αφού δεν έρχεται σε αντίθεση με την Ευαγγελική διδασκαλία, με την προϋπόθεση, βέβαια, η τέλεσή του να έχει την έγκριση των τοπικών Συνόδων, ύστερα από εισήγηση του οικείου Επισκόπου.
Το σκεπτικό εκείνου του Συνεδρίου είναι εντυπωσιακό, αν σκεφθεί κανείς ότι έλαβε χώρα σε μια εποχή που στον τόπο μας επικρατούσε εντονότατος συντηρητισμός και ήταν δύσκολο για την Ορθόδοξη Εκκλησία να ξεφύγει από μια νοοτροπία περιχαράκωσης στα παραδεδομένα, τα οποία συχνά συνιστούν πλαίσιο ασφαλείας. Μπορεί να καταστεί, όμως, ιδιαίτερα χρήσιμο και για το έργο της σύγχρονης επιτροπής που συνέστησε η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος, μιας επιτροπής που οφείλει να δει κατάματα την πραγματικότητα, όπως τόλμησαν να κάνουν οι σοφοί πρόγονοί μας, να λειτουργήσει φιλάνθρωπα και προστατευτικά προς τους δοκιμαζόμενους αυτούς κληρικούς, ορίζοντας, βέβαια, σοβαρότατες και αυστηρότατες προϋποθέσεις, προκειμένου να μην επιτρέψει ανεξέλεγκτες καταστάσεις.
Πρόσφατα η Ιερά Σύνοδος επέτρεψε, κατ’ άκραν οικονομίαν, την τέλεση του μυστηρίου του γάμου σε ζευγάρι ηλικιωμένων πρώτων εξαδέλφων, οι οποίοι συζούσαν επί σειρά δεκαετιών, είχαν αποκτήσει παιδιά και δεν άντεχαν να ζουν άλλο μακριά από την ευσπλαχνία και το έλεος του Θεού και της Εκκλησίας. Η σχετική άδεια δόθηκε ύστερα από την υπεύθυνη και σοβαρότατη εισήγηση του οικείου Μητροπολίτου, «ίνα μη το κακόν αθάνατον γένηται επί της γης», για να πάψουν δηλ. οι άνθρωποι να ζουν υπό το καθεστώς της αμαρτίας το οποίο συνιστά αποξένωση από τον Θεό. Επρόκειτο για κίνηση αγάπης που πάντα χαρακτηρίζει τις αποφάσεις της Εκκλησίας.