«Είμαι πεπεισμένος πως η περιστολή της πολιτικής και δη της διεθνούς πολιτικής, στην ψυχρή και μόνο εξυπηρέτηση εφήμερων και ιδιοτελών συμφερόντων, αποτελεί βασικό αίτιο της παγκόσμιας αστάθειας και αταξίας στη μετα-διπολική εποχή που διανύουμε. Ως οργανικό μέρος ενός ιστορικού λαού, του οποίου οι προτεραιότητες ουδέποτε υπήρξαν εφήμερες, ούτε καν ιδιοτελείς και ως Εκκλησιαστικός υπηρέτης μιας θρησκευτικής παράδοσης – της Ορθοδοξίας – που ο Λόγος και το μήνυμά της εδράζονται στην οικουμενικότητα και τη διαχρονικότητα, επιθυμώ, διά της παρούσης, να εκδηλώσω, με τον πλέον έντονο τρόπο, τα αισθήματα αγωνίας που με διακατέχουν για τον κόσμο που διαμορφώνουμε με πλήρη απαξία στην αντικειμενικότητα και την αλήθεια».
Η επιστολή του Μακαριωτάτου Αρχιεπισκόπου Αθηνών & Πάσης Ελλάδος κ. Χριστοδούλου προς τους 25 ηγέτες των Κρατών – Μελών της Ε.Ε. - τον επίλογο της οποίας παραθέσαμε - με αφορμή την ανιστόρητη αναγνώριση του κράτους των Σκοπίων με το όνομα «Μακεδονία» από την κυβέρνηση των Η.Π.Α., προκάλεσε ποικίλες αντιδράσεις στον πολιτικό και όχι μόνο κόσμο, την εβδομάδα που πέρασε. Εκείνοι που χειρίζονται το θέμα αυτή την εποχή ήταν ουδέτεροι έως θετικοί, ενώ οι «ζευγάδες» της προηγούμενης δεκαετίας - που το είχαν τοποθετήσει στο υψηλότερο ράφι της αδράνειας, με αποτέλεσμα, πέφτοντας να χτυπήσει τη χώρα κατακέφαλα, προκαλώντας πανελλήνια ζάλη - ήταν από πικρόχολοι έως αρνητικοί. Το ζήτημα που τους απασχόλησε δεν ήταν το περιεχόμενο της επιστολής, αλλά το κατά πόσο ο Προκαθήμενος της Εκκλησίας είχε το δικαίωμα ν’ αποστείλει τέτοιο έγγραφο σε αρχηγούς κρατών, για ένα θέμα, κατά τη γνώμη τους, ακραιφνώς πολιτικό το οποίο είναι της αποκλειστικής αρμοδιότητας της Ελληνικής Κυβέρνησης.
Ως προς το περιεχόμενό της, η επιστολή χαρακτηρίζεται από μία υψηλοτάτου επιπέδου ιστορική θεώρηση του «Μακεδονικού» ζητήματος, παραθέτει δε και τα σύγχρονα δεδομένα που σηματοδοτούν τις σχέσεις και τη συνύπαρξη των Βαλκανικών λαών στην πολύπαθη αυτή γωνιά της Ευρωπαϊκής Ηπείρου, στοιχεία με τα οποία ουδείς εχέφρων νους, διακρινόμενος από την ελάχιστη έστω αγάπη γι’ αυτή την πατρίδα, μπορεί ν’ αμφισβητήσει ή ν’ απορρίψει. Ως προς το δικαίωμα της Εκκλησίας να αρθρώνει λόγο, διά του Προκαθημένου της, για ζητήματα ξεκάθαρα εθνικά και όχι μόνο πολιτικά, όπως ισχυρίζονται οι επικριτές της Αρχιεπισκοπικής πρωτοβουλίας, θέλουμε να επισημάνουμε τα εξής:
Για ζητήματα που άπτονται των εθνικών μας δικαίων η Εκκλησία διατηρεί το ιστορικώς κατοχυρωμένο δικαίωμα να ομιλεί και να τοποθετείται, αναλαμβάνοντας, φυσικά και το μερίδιο της ευθύνης που της αναλογεί για την κάθε της τοποθέτηση. Όταν, μάλιστα, ο λόγος της δεν έρχεται σε αντίθεση με τους υπεύθυνους κυβερνητικούς χειρισμούς, δεν προκαλεί οξύτητες και δεν λειτουργεί εκρηκτικά, ενεργεί υποβοηθητικά προς αυτούς. Όταν, ακόμη, αυτός ο λόγος μετατρέπεται σε φορέα έκφρασης της αγωνίας και της αγανάκτησης του λαού, που είναι το ποίμνιό της, τότε το δικαίωμα γίνεται υποχρέωση. Η στάση της αυτή είναι καρπός της κοινώς αποδεκτής ταύτισης των εθνικών και εκκλησιαστικών δράσεων για την κατάκτηση της εθνικής ανεξαρτησίας και ελευθερίας αυτού του τόπου. Η αναγνώριση δε αυτού του δικαιώματος εκ μέρους του Ελληνικού λαού συνιστά παραδοχή της εθνικής της προσφοράς και κατάθεση ιστορικού χρέους.
Η υπόθεση αυτή ανέδειξε την πολιτική υποκρισία εκείνων που συστηματικά αρνούνται κάθε άλλη δραστηριότητα στην Εκκλησία πέραν της λατρευτικής και φιλανθρωπικής, διεκδικώντας αυθαιρέτως για τον εαυτό τους την ιδιότητα του «προοδευτικού». Χαρακτηριστικό παράδειγμα της σχετικής έναντι της Εκκλησίας στάσης ο εκπρόσωπος Τύπου του ΠΑ.ΣΟ.Κ. ο οποίος, σχολιάζοντας την επιστολή του Αρχιεπισκόπου, περιορίστηκε, μη έχοντας δυνατότητα ουσιαστικής κριτικής, στο γνωστό λογοπαίγνιο «ή Παπάς – Παπάς ή ζευγάς – ζευγάς». Ο κ. Αθανασάκης, με την ατυχέστατη αυτή δήλωσή του, αρνήθηκε το δικαίωμα λόγου στην Εκκλησία για τέτοιου είδους σοβαρότατα εθνικά ζητήματα. Προφανώς, όμως, δε γνώριζε ότι ο αρχηγός του, ως Υπουργός Εξωτερικών των κυβερνήσεων Σημίτη, επισκεπτόταν συχνά τον Αρχιεπίσκοπο με δική του πρωτοβουλία, προκειμένου να τον ενημερώσει για τα εθνικά μας θέματα και για ζητήματα τρέχουσας εξωτερικής πολιτικής. Θυμίζουμε απλά στον εκπρόσωπο του ΠΑ.ΣΟ.Κ. ότι ο Γιώργος Παπανδρέου, στις 28/7/2003, εξερχόμενος του Αρχιεπισκοπικού οίκου, ύστερα από δίωρη συνάντηση με τον Αρχιεπίσκοπο, είχε δηλώσει, μεταξύ άλλων, στους δημοσιογράφους: «Η συνάντηση ήταν σχετική με τις εξελίξεις της Προεδρίας της χώρας μας στην Ε.Ε. όσο και με την καλή συνεργασία μας στον τομέα της ανθρωπιστικής, αναπτυξιακής βοήθειας… Όπως, άλλωστε, κατά καιρούς κάνω, ενημερώνω τον Μακαριώτατο ώστε να έχει μια πλήρη εικόνα των δικών μας πρωτοβουλιών, αλλά και των εν γένει εξελίξεων, σε θέματα όπως είναι οι σχέσεις μας με τα Βαλκάνια, οι Ελληνοτουρκικές σχέσεις, το Κυπριακό. Θέλω να κρατώ τον Μακαριώτατο ενήμερο». Ύστερα από τα παραπάνω ή ο αρχηγός του ΠΑ.ΣΟ.Κ. είναι ανακόλουθος με όσα έπραττε και δήλωνε, κατά το πρόσφατο παρελθόν, γεγονός που δεν πιστεύουμε ή ο εκπρόσωπός του, προφανώς, είναι κακώς πληροφορημένος για τις θέσεις του αρχηγού του.
Είτε έτσι, είτε αλλιώς, πάντως, η πρωτοβουλία της Εκκλησίας μας, να εκφράσει την αγωνία της για τις εξελίξεις στα βόρεια σύνορά μας, διά της Αρχιεπισκοπικής επιστολής, δείχνει, αν μη τι άλλο, ότι στον τόπο μας, επί του ζητήματος τουλάχιστον αυτού, όλες οι δυνάμεις, πολιτικές και θρησκευτικές, ομονοούν, αγωνιούν και αγρυπνούν. Και όταν αυτό συμβαίνει σε πεδία που άπτονται των εθνικών μας δικαίων, εκεί δηλ. όπου ο λαϊκισμός δεν έχει καμία θέση, τότε η φωνή της αλήθειας είναι ιστορικά συνεπής, ενώ γίνεται πιο ισχυρή και πιο αποτελεσματική.