Απογευματινή 11/10/2004
Πολύ σημαντικά κι ενδιαφέροντα θέματα απασχόλησαν την Ιεραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδος, κατά την προελθούσα εβδομάδα, θέματα που ανέδειξαν τόσο τις ευαισθησίες και τον προβληματισμό των Ιεραρχών πάνω σε σύγχρονα ποιμαντικά προβλήματα, όσο και την βούληση της Εκκλησίας να βάλει τις βάσεις για μία εξωστρεφή πορεία συνάντησης και επικοινωνίας με τον κόσμο, πορεία που σχετικά αναμενόμενο είναι να παρενοχλείται από φοβίες, αγκυλώσεις και στεγανά του παρελθόντος.
Στα πλαίσια της συζήτησης για την πορεία των Θεολογικών διαλόγων, την Ιεραρχία απασχόλησε η ενδεχόμενη επίσκεψη του Μακαριωτάτου Αρχιεπισκόπου κ. Χριστοδούλου στην έδρα της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, ύστερα από πρόσκληση του Πανεπιστημίου του Λατερανού. Το θέμα προκάλεσε μία από τις πιο εποικοδομητικές και αποδοτικές συζητήσεις των τελευταίων ετών, άσχετα αν κάποιοι εκ των συμμετεχόντων θέλησαν να της δώσουν «πολεμικό» χαρακτήρα, υποδεικνύοντας στα Μ.Μ.Ε. κρίσεις που δεν υπήρξαν ποτέ, προκαλώντας δυσμενείς και λανθασμένες εντυπώσεις στην κοινή γνώμη. Ας καταλάβουν όλοι, επιτέλους, πως η κατάθεση διαφορετικών απόψεων δε συνιστά πολεμική αντιπαράθεση, ούτε αμφισβήτηση του ενός από τον άλλο, αλλά αποθέωση του Συνοδικού – Δημοκρατικού συστήματος, μέσα στο οποίο ο καθένας λειτουργεί ελεύθερα και ανεξάρτητα. Και αυτό συνιστά κατάκτηση της Αρχιεπισκοπίας Χριστοδούλου.
Επί του προκειμένου, όμως, ο Μακαριώτατος έφερε προς συζήτηση την πρόσκληση του Πανεπιστημίου, θέτοντας την ενδεχόμενη μετάβασή του στη Ρώμη υπό την κρίση της Ιεραρχίας, χωρίς ο ίδιος να τοποθετηθεί δυναμικά είτε προς την λύση της μεταβάσεως, είτε προς την λύση της αναβολής. Τελικά, αποφασίστηκε η αναβολή του ταξιδίου δι’ ευθετότερο χρόνο, προκειμένου να προετοιμαστεί καλύτερα και να γίνει κατανοητό από όλους ότι ουδέν κακό θα προκύψει για την Ορθοδοξία εξ αυτού, ενώ αντιθέτως θα ενισχύσει την κοινή παρουσία των Χριστιανικών ομολογιών στην Ευρώπη, χωρίς να τίθενται υπό αμφισβήτηση οι ποικίλες δογματικές διαφορές, σε μια εποχή που επιβάλει την επικοινωνία, τη συνάντηση και τη συνεννόηση των λαών.
Το έτερο μεγάλο θέμα των Διακονισσών δεν προέκυψε ξαφνικά στη ζωή της Εκκλησίας. Πρόκειται για αρχαίο Εκκλησιαστικό θεσμό, σαφώς υποδεέστερο της γνήσιας και κανονικής Ιερωσύνης, όπως ο Κύριός μας παρέδωσε στους Αποστόλους, ο οποίος ουδέποτε καταργήθηκε, αλλά περιήλθε σε ατονία, λόγω της κάλυψης των σχετικών αναγκών στο πέρασμα των αιώνων, αλλά και της συστηματικής ανάπτυξης και οργάνωσης του Εκκλησιαστικού οργανισμού. Υφίσταται, όμως και σήμερα εκεί όπου οι ποιμαντικές ανάγκες τον επιβάλουν, ανάγκες που σχετίζονται κυρίως με τη Μοναστηριακή ζωή και την ποιμαντική των γυναικών. Η Ιεραρχία άφησε στη διακριτική ευχέρεια εκάστου Μητροπολίτου τη δυνατότητα χειροθεσίας μόνο Μεγαλόσχημων Μοναζουσών, για τη διακονία των Ιερών Μονών, υπό αυστηρές και αντικειμενικές προϋποθέσεις. Αυτό, όμως, που πρέπει να τονίσουμε, για να μην υπάρξουν παρεξηγήσεις, είναι ότι ο θεσμός των Διακονισσών ουδεμία σχέση έχει με τη λεγόμενη Ιερωσύνη των γυναικών, θέμα για το οποίο ουδεμία συζήτηση γίνεται, ούτε πρόκειται ποτέ να γίνει, στα πλαίσια της Ορθοδόξου Εκκλησίας, καθώς πολύ σοβαροί Θεολογικοί, ιστορικοί και παραδοσιακοί λόγοι αποκλείουν ένα τέτοιο ενδεχόμενο.
Στη διάρκεια της συζήτησης περί των Ιερατικών κλίσεων, η Ιεραρχία δε δίστασε να αγγίξει υπαρκτά ποιμαντικά προβλήματα και να κοιτάξει με βλέμμα συμπαθείας εκείνους τους Κληρικούς που δοκιμάζονται είτε από την χηρεία σε νεαρή ηλικία, είτε από την εγκατάλειψη των συζύγων τους, γεγονότα που ανατρέπουν ασφαλώς τη ζωή τους, όπως την είχαν ονειρευτεί και προκαλούν ποικίλα προσωπικά αλλά και οικογενειακά αδιέξοδα. Καθώς μάλιστα τ’ αδιέξοδα αυτά είναι δυνατόν να ενεργήσουν αρνητικά και καταστρεπτικά στην ποιμαντική διακονία των νέων κληρικών, η Εκκλησία δε μπορεί παρά ενσκήψει πάνω τους, με μητρικό ενδιαφέρον, χωρίς να αποστεί των Κανονικών της θεσμίων, λειτουργώντας με τη διακριτικότητα και την οικονομία που Την χαρακτηρίζουν, για την προσεκτική θεραπεία τους.