Έχουμε επισημάνει και άλλες φορές τους κινδύνους που εγκυμονούν για την κοινωνία μας οι δράσεις και το καταχθόνιο έργο των ποικίλων σατανιστικών ομάδων και κυκλωμάτων, τα οποία λυμαίνονται την αθωότητα των νεανικών ψυχών, στην πατρίδα μας και στο εξωτερικό, αποσκοπώντας στη δημιουργία υπανθρώπων, επικίνδυνων για εαυτούς και αλλήλους. Φαίνεται, όμως, ότι το κύκλωμα αυτό υιοθετεί τις πιο σύγχρονες επιστημονικές και τεχνολογικές κατακτήσεις, προκειμένου να προσεγγίσει ευκολότερα όλους εκείνους που, είτε δεν είναι δυνατοί στην πίστη, είτε δεν διαθέτουν τ’ απαραίτητα πνευματικά αναχώματα, που θα τους καταστήσουν άτρωτους σε αυτού του είδους τη διαστροφή.
Ο σατανισμός έχει απλώσει τα πλοκάμια του και στη χώρα μας χρησιμοποιώντας τις ευκολίες και την τεχνολογία του διαδικτύου. Ο κάθε χρήστης αυτού του τεχνολογικού θαύματος, μπορεί να επισκεφθεί ό,τι θέλει, ανά πάσα στιγμή, καθώς δεν υπάρχει ακόμη ένας νομοθετικός περιορισμός ο οποίος θα εμποδίζει τους διεστραμμένους και εγκληματικούς νόες να έχουν ελεύθερη πρόσβαση στην ανθρώπινη καθημερινότητα. «Πάνω από 10.000 είναι οι καθημερινές επισκέψεις στην «Εκκλησία του διαβόλου»…. Γενικότερα στο διαδίκτυο γίνεται χαμός από ιστοσελίδες σατανιστικού περιεχομένου….. Στην Ελλάδα υπάρχουν ιστοσελίδες που υμνούν το σατανά, που δίνουν όλες τις πληροφορίες για το σατανισμό και το βουντού, ενώ δίνουν τη δυνατότητα στους «επισκέπτες» να διαβάσουν τη «μαύρη βίβλο» του σατανισμού του ιδρυτού της «Εκκλησίας του σατανά»…. Αυτό που τρομάζει είναι ότι οι γνωριμίες μέσω τέτοιου είδους sites έχουν δεσπόζουσα θέση. Εκεί, δηλ. όπου κανείς δεν είναι σε θέση να ξέρει ποιός είναι στην άλλη άκρη της γραμμής ή με ποιόν συνομιλεί και τέλος, σε ποιόν δίνει τα στοιχεία του και με ποιόν κλείνει ραντεβού» («Απογευματινή», 30/9/2004).
Τις περισσότερες φορές, στον τόπο μας, το ενδιαφέρον των αρμοδίων φορέων ή και των οικογενειών περιορίζεται στα γνωστά λεγόμενα ναρκωτικά και τους τρόπους πρόληψης ή αντιμετώπισης της τραγικής αυτής μάστιγας. Περνά, όμως, σε δεύτερη μοίρα, δυστυχώς, το ενδιαφέρον για τα εξίσου τρομακτικά και με τα ίδια ή και τραγικότερα αποτελέσματα ψυχοναρκωτικά που οδηγούν, με μαθηματική ακρίβεια, τον άνθρωπο στον ψυχικό αρχικά και στον βιολογικό του αφανισμό στη συνέχεια. Ο σατανισμός είναι ένα από τα χαρακτηριστικότερα ψυχοναρκωτικά της εποχής μας, για την αντιμετώπιση του οποίου απαιτούνται κοινές δράσεις, τολμηρές αποφάσεις και πολιτικές κινήσεις που δεν είναι απαραίτητο να διέπονται οπωσδήποτε και από τις αρχές της ανεκτικότητας, της ευγένειας και της ελευθερίας της έκφρασης, που διέπουν τις δημοκρατίες. Μπροστά στον κίνδυνο αλώσεως ανθρωπίνων ψυχών, απειλής του δημοκρατικού πολιτεύματος, παρακίνησης στη διενέργεια εγκλημάτων, μπροστά στην απειλή κατά της κοινωνικής ασφάλειας και συνοχής, στα φαινόμενα ανομολόγητης ύβρεως των ιερών θρησκευτικών συμβόλων και προσώπων, μπροστά στην αναβίωση καταδικασμένων στο χρόνο ρατσιστικών πρακτικών, καθώς όλα αυτά συνιστούν τις αρχές και τα ιδανικά του σατανισμού, δεν είναι και τόσο απαραίτητη η δημοκρατική αντιμετώπιση των πραγμάτων, που στην προκειμένη περίπτωση μπορεί ν’ αποδειχθεί από αφελής, το λιγότερο, έως επικίνδυνη, το χειρότερο.
Τί πρέπει να γίνει, λοιπόν; Καταρχήν η Πολιτεία να προχωρήσει στη δημιουργία νομοθετικού πλαισίου αντιμετώπισης τέτοιου είδους διατροφικών φαινομένων στο διαδίκτυο, χωρίς να περιμένει τη διεθνή κοινότητα να τοποθετηθεί επί του προβλήματος. Η δημιουργία ασφαλιστικών δικλείδων πρόσβασης και χρήσης του διαδικτύου είναι απαραίτητη, ούτως ώστε να μην έχει ο οποιοσδήποτε και οποτεδήποτε πρόσβαση σε σελίδες με εγκληματικό περιεχόμενο, έστω κι αν αυτό προσκρούει στα λεγόμενα δημοκρατικά δικαιώματα. Ο σατανισμός διαθέτει ένα θρησκευτικό επικάλυμμα, αλλά ουσιαστικά πρόκειται για μια εγκληματική δραστηριότητα, πίσω από την οποία κρύβονται σκοτεινά πρόσωπα αλλά και άνομα συμφέροντα που σκοπεύουν όχι απλά στο ν’ απομακρύνουν τους νέους και όχι μόνο ανθρώπους από το δρόμο του Θεού, αλλά και να καλλιεργήσουν εγκληματικές φυσιογνωμίες για ν’ αλλοιώσουν έτσι τα στοιχεία εκείνα και τις προϋποθέσεις που καθιστούν τον άνθρωπο φιλάδελφο και αγαπητικό προς τον συνάνθρωπό του. Μπροστά, λοιπόν, σε μια τέτοια αμείλικτη αλήθεια και πραγματικότητα η λιγότερη δημοκρατία δε βλάπτει.
Πρέπει, όμως και η οικογένεια να λάβει τα μέτρα της. Πρέπει οι σύγχρονοι γονείς, που έχουν συνηθίσει να παρέχουν στα παιδιά τους τα πάντα, εν ονόματι του ελεύθερου πνεύματος που διέπει τις σύγχρονες ανθρώπινες σχέσεις, να μάθουν να λένε και «όχι», γιατί το «όχι» της γονεϊκής εμπειρίας και ευθύνης, καθίσταται, τις περισσότερες φορές, σωτήριο και ευεργετικό απέναντι στο θέλημα και την επιμονή της παιδικής αθωότητας και αγνωσίας. Εκείνος που αγαπά κάνει τα πάντα για να σώσει αυτόν που αγαπά, έστω κι αν κάποιες φορές γίνεται σκληρός. Οι γονείς να είναι περισσότερο προσεκτικοί απέναντι στα παιδιά τους, όσον αφορά το τί διαβάζουν, ποιούς συναναστρέφονται, τί θεάματα βλέπουν, ποιές περιοχές του διαδικτύου επισκέπτονται. Και αυτό το οφείλουν και σ’ εκείνα αλλά και στον εαυτό τους αν δε θέλουν να μαζεύουν τα συντρίμμια και τα ερείπια των παιδικών ψυχών θυσία στο βωμό της άκρατης και αφελούς ελευθερίας.