«Θεολογία και Εκκλησία είναι, εν πολλοίς, ένα πράγμα. Η Εκκλησία χωρίς την Θεολογία είναι εκκοσμίκευση. Αλλά και η Θεολογία χωρίς την Εκκλησία είναι σκέτη ιδεολογία. Η Ορθόδοξη πίστη μας δεν είναι ούτε εκκοσμίκευση, ούτε ιδεολογία». Αυτά, μεταξύ άλλων, τόνισε ο Μακαριώτατος Αρχιεπίσκοπος Αθηνών & Πάσης Ελλάδος κ. Χριστόδουλος, κατά την τελετή υποδοχής των πρωτοετών φοιτητών της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου των Αθηνών, προ ολίγων ημερών. Ο Αρχιεπισκοπικός λόγος, με απλό τρόπο, παρουσίασε το αλληλένδετο των δύο αυτών κορυφαίων εννοιών οι οποίες, όταν δε λειτουργούν από κοινού και δε συνυπάρχουν αρμονικά, παρεκκλίνουν της ορθής πορείας, δημιουργώντας μια Εκκλησία αθεολόγητη και μια Θεολογία χωρίς Εκκλησιαστικό ήθος. Μπορεί, λοιπόν, να σταθεί Θεολογία μακράν της Εκκλησίας;
Ένας από τους μεγάλους Ρώσους Θεολόγους του 20ού αιώνα, ο μακαριστός πλέον π. Αλέξανδρος Σμέμαν, έχοντας εγκαίρως επισημάνει τον πειρασμό της απεκκλησιαστικοποίησης της Θεολογίας, έγραφε προφητικά: «Το βασικό ελάττωμα της ακαδημαϊκής Θεολογίας βρίσκεται στο ότι στην ερμηνεία της των μυστηρίων δεν ξεκινά από το ζωντανό βίωμα της Εκκλησίας, ούτε από τη συγκεκριμένη λειτουργική παράδοση, όπως διατηρείται στην Εκκλησία, αλλά από υποκειμενικές a priori και αφηρημένες κατατάξεις και ορισμούς που δε συμφωνούν εντελώς με την πραγματικότητα της Εκκλησιαστικής ζωής» («Ευχαριστία», σελ. 15). Το ζητούμενο είναι, λοιπόν, τί είδους Θεολόγους «παράγουν» οι Θεολογικές μας Σχολές, ανθρώπους προετοιμασμένους ν’ αντεπεξέλθουν απλά στις απαιτήσεις του εκπαιδευτικού μας συστήματος, διδάσκοντας το τυποποιημένο μάθημα των Θρησκευτικών ή ικανούς να φέρουν πάνω τους το βάρος της Ορθοδόξου Θεολογικής παραδόσεως κάνοντας τους μαθητές τους φορείς και αποδέκτες του Θεολογικού μας πλούτου;
Σίγουρα, η Θεολογική γνώση και εμπειρία δεν αποκτάται μόνο στη Θεολογική Σχολή. Η Θεολογία είναι τρόπος ζωής, είναι η μυστική εμπειρία του ζώντος Θεού, είναι η βιωματική προσέγγιση της υπέρλογης Θεότητας, γεγονός που δεν απαιτεί ούτε πανεπιστημιακές σπουδές ούτε διδακτορικές μελέτες και μεταπτυχιακές σπουδές. Ίσως η Θεολογία είναι η μόνη επιστήμη στην οποία συμβαίνει αυτό, τα όριά της δηλ. να υπερβαίνουν τα στενά πλαίσια πεπερασμένων σπουδών και ν’ αγγίζουν τις πνευματικές δυνάμεις του ανθρώπου, εκείνου φυσικά, που θέλει να γνωρίσει κι έπειτα να ομιλήσει περί Θεού, ύστερα από την μυστική ένωση μαζί του μέσα στο λειτουργικό και μυστηριακό χώρο της Εκκλησίας.
Ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος συμβουλεύει εκείνους που θέλουν να γίνουν ομότιτλοί του: «Βούλει Θεολόγος γενέσθαι ποτέ και της Θεότητος άξιος; Τας εντολάς φύλασσε, διά των προσταγμάτων όδευσον. Πράξις γαρ θεωρίας επίβασις…» (Ε.Π.Ε. 4, 274). Ο Μέγας αυτός Πατήρ της Εκκλησίας μας, δίνει το στίγμα της υγιούς Θεολογικής επιστήμης καλώντας τον θεράποντά της να ζει κατά Χριστόν, να βιώνει την Εκκλησιαστική ζωή στην πράξη, ενεργώντας στην προσωπική του ζωή τα όσα διδάσκει η Γραφή και η παράδοση της Εκκλησίας, πριν αποφασίσει να τα μεταδώσει στους άλλους. Και όλα αυτά γιατί η πρακτική εφαρμογή του Λόγου και του Θελήματος του Θεού είναι σαφώς ανωτέρα των θεωρητικών αναζητήσεων, των «υψηλού» περιεχομένου φιλοσοφικών περί Θεού τοποθετήσεων και των ανέξοδων ακαδημαϊκών αναλύσεων.
Αναρωτιέται, λοιπόν, κανείς, αποκτούν οι σύγχρονοι απόφοιτοι των Θεολογικών μας Σχολών Εκκλησιαστικό φρόνημα; Παρακινούνται να βιώνουν την Εκκλησιαστική ζωή και τη λατρευτική πραγματικότητα του Εκκλησιαστικού χώρου; Διδάσκονται την υψοποιό υποταγή στην Ιεραρχική δομή της Ορθοδόξου Εκκλησίας, όπως αυτή καθορίζεται τόσο στην Αγία Γραφή όσο και στην Παράδοσή της ή ωθούνται στην εύκολη και υπερφίαλη κρητική θεώρηση των Εκκλησιαστικών δρωμένων, και προσώπων, με τα οποία, τις περισσότερες φορές, έχουν επιδερμική έως ανύπαρκτη σχέση; Μαθαίνουν, άραγε, ότι οι μεγάλοι Πατέρες της Εκκλησίας, έγιναν σπουδαίοι και διαχρονικοί Θεολόγοι, επειδή είχαν αγιάσει το βίο τους, είχαν εμποτίσει τη ζωή τους στη Χάρη του Αγίου Πνεύματος, υπήρξαν άνθρωποι της αληθινής προσευχής, της προσφοράς και της θυσίας, της ταπείνωσης και της σωστικής αυτογνωσίας; Διδάσκονται ότι η Θεολογία είναι προσευχή, δοξολογία και ευχαριστία; Ότι είναι ο λόγος περί Ιησού Χριστού, του Σαρκωθέντος, Σταυρωθέντος και Αναστάντος για την αγάπη και τη σωτηρία του κόσμου και δεν έχει καμία σχέση με το διαθρησκειακό πέλαγος του επικίνδυνου συγκρητισμού το οποίο μόνο σύγχυση μπορεί να επιφέρει στον ανθρώπινο ψυχισμό;
Δε θα επιτρέψουμε στον εαυτό μας να πέσει στον πειρασμό της εύκολης κριτικής του έργου των Θεολογικών μας Σχολών, από τις οποίες, άλλωστε, λάβαμε πολύτιμες Θεολογικές γνώσεις και οι οποίες κοσμούνται από πολλούς λαμπρούς διακόνους της Θεολογικής επιστήμης. Καταγράφουμε, όμως, την ανησυχία μας, η οποία προέρχεται από τα δείγματα γραφής των σύγχρονων Θεολόγων καθηγητών, στους οποίους συχνά παρατηρείται πληθύς Θεολογικών – θεωρητικών γνώσεων, συνάμα, όμως, παντελές έλλειμμα πρακτικής Εκκλησιαστικής ζωής και εμπειρίας, γεγονός που καθιστά την Θεολογική τους προσφορά ελλιπή και ανεπαρκή.