Επιλέξτε τη γλώσσα σας

Μακαριώτατε Πάτερ καί Δέσποτα, σεπτέ Προκαθήμενε τῆς ἁγιωτάτης Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος,
Σεβασμιώτατε ἅγιε ἐκπρόσωπε τῆς Αὑτοῦ Θειοτάτης Παναγιότητος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου,
Σεβασμιώτατοι ἅγιοι Ἀρχιερεῖς,
Σεβαστοί πατέρες,
Ἀξιότιμοι ἐκπρόσωποι τῶν τοπικῶν ἀρχῶν,
Ἀγαπητοί πενθοῦντες ἀδελφοί τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Ἐλασσῶνος,

Μέ βαθειά ὀδύνη ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος στερεῖται σήμερα καί ἀποχωρίζεται ἕνα πολύ ἐκλεκτό καί διαπρεπές Της μέλος, ἕναν ἀπό τούς πιό πολύτιμους καί ἀγαπητούς Ἱεράρχες Της. Δυστυχῶς ὁ Θεός θέλησε νά μετασταθεῖ πολύ νωρίς στίς οὐράνιες μονές, καθιστώντας τήν ἐπί γῆς Ἐκκλησία Του φτωχότερη καί τήν Ἐλασσώνα ὀρφανή. Ὑπῆρξε γιά μᾶς πολύτιμο δῶρο τοῦ Θεοῦ. Περιεβλήθη δικαίως τήν ἀγάπη καί τήν ἀναγνώριση τῶν Ἀρχιερέων, τοῦ ἱεροῦ κλήρου, τῶν συνεργατῶν του καί τοῦ πιστοῦ λαοῦ. Ὅλοι μας αἰσθανόμαστε βαρύτατη καί πικρή τήν ἀπώλεια καί τεράστιο τό κενό πού καταλείπει.


Ἀναλογίζομαι μέ συγκίνηση τή στιγμή πού ἡ εἴδηση τῆς πρός Κύριον ἐκδημίας του ἔφθασε στό Συνοδικό Μέγαρο, σέ στιγμή Συνεδρίας τῆς Διαρκοῦς Ἱερᾶς Συνόδου, καί λύπησε βαθιά καί ἡμᾶς καί τούς κληρικούς καί λαϊκούς συνεργάτες του. Πολλοί εἴχαμε πληροφορηθεῖ μέ πόνο ψυχῆς τήν ὕστατη δοκιμασία τῆς ἀσθενείας του, ἀλλ’ οὐδείς ἐξ ἡμῶν ἤθελε νά συμφιλιωθεῖ μέ τήν ἀπευκταία κατάληξη. Ὅσοι εἶχαν τήν εὐλογία νά τόν γνωρίσουν ἐκ τοῦ πλησίον, δέν τόν ἐνθυμοῦνται ἁπλῶς, ἀλλά βίωσαν κοντά του μία παρουσία προσφορᾶς, ἕναν προσηνῆ ἐκκλησιαστικό ἄνδρα, μέ φωτισμένη, διαυγῆ συνείδηση καί ὑψηλό ἀρχιερατικό ἦθος. Σοῦ μετέδιδε μίαν αὔρα χάριτος καί ἐμπιστοσύνης, σέ βαθμό πού ὅποιος διέβαινε τό κατώφλι τοῦ γραφείου του, αἰσθανόταν ὅτι διέβαινε καί τήν θύρα τῆς καρδιᾶς του. Καί γρήγορα ἐκεῖνος ἦταν πού ἐξερχόταν νά σέ συναπαντήσει. Εὐτυχής ὅποιος εἶχε τήν εὐκαιρία νά τόν συναναστραφεῖ καί νά ἀντλήσει ἀπό τήν πείρα του, νά δεχθεῖ τήν συμπαράστασή του, νά περιβληθεῖ τήν ἀγάπη του. Καί ἔτσι πάντοτε συμβαίνει: πέραν τοῦ ἔργου του, ὁ δίκαιος καί ὁ ἄξιος διδάσκει καί οἰκοδομεῖ μέ τήν ζωή του, ὅσο βραχύτερη κι ἄν τήν καταστήσει ὁ θάνατος.


Ἦρθε γι’ αὐτόν ὁ θάνατος τήν στιγμή πού ὁ Κύριος ὅρισε, «ὁ κυριεύων ζωῆς καί θανάτου καί βάθει σοφίας ἀπείρου τά πάντα πρός τό συμφέρον φιλανθρώπως οἰκονομῶν». Δυστυχῶς κατεβλήθη ὑπό τό βάρος τῆς ἀσθενείας, ὑπέμεινε ὅμως μέ ἱερά ἐγκαρτέρηση, μέ κραταιά τήν ψυχή καί πολλή ταπεινότητα τήν δοκιμασία τῆς σαρκός πού τοῦ ἔλαχε στόν ἐπίλογο τοῦ βίου.
Ἄς φέρουμε εὐλαβῶς στόν νοῦ μας τό πλούσιο ἔργο τοῦ κοιμηθέντος Μητροπολίτου• ὄχι μόνο γιά νά τιμήσουμε ὀφειλετικῶς καί δικαίως τό τίμιο πρόσωπό του, ἀλλά κυρίως γιά νά ἐμπνευσθοῦμε «ἡμεῖς οἱ ζῶντες οἱ περιλειπόμενοι» (Α΄ Θεσ. 4, 15) ἀπό τήν πολυσχιδῆ δράση καί τήν θεοφιλῆ διακονία του.

Ὁ μακαριστός Μητροπολίτης Ἐλασσῶνος κυρός Βασίλειος (Κολόκας) γεννήθηκε τό ἔτος 1953 στήν Νῆσο τῶν Ἰωαννίνων. Ἀπόφοιτος τῆς Ριζαρείου Ἐκκλησιαστικῆς Σχολῆς, σπούδασε θεολογία στό Ἀριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης κοντά στόν ἀείμνηστο καθηγητή Παναγιώτη Χρήστου. Διάκονος χειροτονήθηκε τό 1975 καί Πρεσβύτερος τό 1979. Διετέλεσε Ἐφημέριος καί Προϊστάμενος τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ Ἁγίου Θεράποντος Κάτω Τούμπας ἐπί 18 ἔτη, καθώς καί Ἡγούμενος στήν Ἱερά Μονή Ἁγίας Θεοδώρας Θεσσαλονίκης. Μητροπολίτης Ἐλασσῶνος ἐξελέγη στίς 19 Ἰουλίου 1995, ἐπί μακαριστοῦ Ἀρχιεπισκόπου Σεραφείμ, στήν Συνεδρία τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἱεραρχίας κατά τήν ὁποία ἐξελέγησαν καί οἱ Σεβασμιώτατοι Μητροπολῖτες Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου κ. Ἱερόθεος, καί Σάμου καί Ἰκαρίας κ. Εὐσέβιος. Ἡ χειροτονία του ἐτελέσθη δύο ἡμέρες μετά στόν Ἱερό Ναό Ἁγίου Παύλου τῆς ὁδοῦ Ψαρῶν. Ἐνθρονίστηκε στήν Ἐλασσώνα στίς 17 Σεπτεμβρίου τοῦ ἰδίου ἔτους. Ἀνέλαβε τήν ποιμαντική εὐθύνη μιᾶς ἱστορικῆς Μητροπόλεως, πού σεμνύνεται γιά τόν Ἅγιο Ἀρσένιο καί γιά σπουδαῖες ἐκκλησιαστικές προσωπικότητες, ὅπως ὁ ἱερομόναχος Ἄνθιμος ὁ Ὀλυμπιώτης καί ὁ Κωνσταντῖνος Οἰκονόμος, γόνος τῆς Τσαριτσάνης, ἐπιφανής λόγιος του Νεοελληνικοῦ Διαφωτισμοῦ, τό σκήνωμα μάλιστα τοῦ ὁποίου εἶναι ἐνταφιασμένο στόν περίβολο τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ἀσωμάτων Πετράκη, παρά τῇ Ἱερᾷ ἡμῶν Συνόδῳ.

Ὁ ἀοίδιμος Ἱεράρχης διεκρίθη γιά τήν σεμνότητα, τό φιλομοναχικό πνεῦμα, τήν ἐκκλησιαστική του κατάρτιση, τήν ἀφοσίωσή του στήν παράδοση, «τήν ἅπαξ τοῖς ἁγίοις παραδοθεῖσαν πίστιν». Διηκόνησε ἐνζήλως τήν Μητρόπολη Ἐλασσῶνος καί τήν Ἱερά Σύνοδο. Ὑπῆρξε διδάσκαλος καί οἰκονόμος, ποιμήν καί ὑπηρέτης τῶν ἀνθρώπων, ἔμπειρος πνευματικός πατήρ καί γνήσιος θεράπων, «ὑψηλός μέν τοῖς ἔργοις, ταπεινός δέ τῷ φρονήματι, ... εὐπρόσιτος, πρᾶος, ἀόργητος, συμπαθής, ἡδύς τόν λόγον, ἡδίων τόν τρόπον» , τύπος γενόμενος τῶν ἀδελφῶν του «ἐν λόγῳ, ἐν ἀναστροφῇ, ἐν ἀγάπῃ, ἐν πνεύματι, ἐν πίστει, ἐν ἁγνείᾳ» (Α΄ Τιμ. 4, 11). Ἡ Ἱερά Σύνοδος εὐλογήθηκε τῶν ὑπηρεσιῶν τοῦ Ἱεράρχου πού συνδύαζε στή συνείδηση τῆς ἀποστολῆς του τήν παρρησία μέ συγκινητική ἐπιείκεια, τήν ταπεινοφροσύνη μέ τήν ἀξιοπρέπεια, τή σοβαρότητα μέ ἁπλότητα, πραότητα καί πηγαία εὐγένεια.
Ὁ Θεός εὐδόκησε νά διαδεχθεῖ στήν Μητρόπολη Ἐλασσῶνος τόν ἀγαπητό του Γέροντα καί πνευματικό πατέρα του, ἀείμνηστο Μητροπολίτη Σεβαστιανό, τόν ὁποῖο καί γηροκόμησε ὡς γνήσιος υἱός. Ἐκ τῶν τιμίων χειρῶν του ἔλαβε καί τούς τρεῖς βαθμούς τῆς ἱερωσύνης, γεγονός πού πρέπει νά σημειωθεῖ γιά τήν σπανιότητά του στήν ἐκκλησιαστική ἱστορία. Ὁ ἴδιος ἔχοντας συναίσθηση τῆς εὐθύνης καί τῆς τιμῆς πού ἐπωμιζόταν, ἀναφέρει στόν χειροτονητήριο λόγο του:
«Βαρειά ἡ εὐθύνη γιά τούς ἀσθενεῖς ὤμους μου. Καλοῦμαι νά ἐφαρμόσω ὅσα ἡ ἀγαθή καρδία Σας μέ δίδαξε ἀπό μαθητή τοῦ Γυμνασίου, δηλαδή ν’ ἀγαπῶ μέ ἀνιδιοτέλεια πού ὑπερβαίνει τά ἀνθρώπινα κριτήρια καί ὑπερβάλλει τήν ἀνθρώπινη λογική. Καλοῦμαι ὡς Ποιμήν ν’ ἀγαπῶ τόν πεπτωκότα, γεγονός πού προϋποθέτει θεία δύναμη καί θεῖο φωτισμό, διότι τόν εὐσεβῆ, τόν δίκαιο, τόν ἐνάρετο, εἶναι εὔλογο κάποιος νά τόν ἀγαπᾶ, καί ἡ ἀγάπη αὐτή δέν κοστίζει. Καλοῦμαι νά ἐφαρμόσω τήν ἐπιείκεια τοῦ Πατρός, πού εἶναι δραστική, καί τήν αὐστηρότητα, πού εἶναι φιλάνθρωπη. Στίς μέρες μας ἡ ἔννοια τοῦ πνευματικοῦ Πατρός λησμονεῖται, διότι συνδέθηκε μέ τήν καταπίεση καί καταδυνάστευση, διότι δέν καταλαβαίνουμε ὅτι ἡ λύτρωσή μας δέν πραγματοποιεῖται τελικά μέ τίς νουθεσίες, τίς συμβουλές, τά κηρύγματα, ἀλλά μέ τήν ἐγκατάλειψη στό ἔλεος τοῦ Θεοῦ».

Ὁ κλῆρος καί ὁ λαός τῆς Ἐλασσώνας ἦταν πάντοτε στίς προσευχές καί τήν ἄγρυπνη μέριμνά του. Μέ τά λόγια του ἰδίου, «ὁ ἐπίσκοπος εἶναι ὑποχρεωμένος κατά τόν ἀπόστολον νά ἀγρυπνεῖ, νά ἀγωνίζεται, νά κακοπαθεῖ, νά εὐαγγελίζεται, νά συμπαρίσταται εὐκαίρως ἀκαίρως, νά ἐλέγχει, νά ἐπιτιμᾶ, νά παρηγορεῖ».
Πνευματικό κεφάλαιο ὄχι μόνο γιά τήν τοπική ἀλλά συνολικά γιά τήν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος. Μεγάλη ὑπῆρξε ἡ προσφορά του στόν τομέα τῆς κεντρικῆς διοικήσεως. Γνώριζε ἄριστα τά οἰκονομικά, ὥστε νά θεωρεῖται ἀναντικατάστατος σ’ αὐτόν τόν τομέα τῆς διακονίας, κατά τήν ὁποία χρημάτισε ἀπό τό 2003 Μέλος καί ἐν συνέχειᾳ Πρόεδρος τῆς Διοικούσης Ἐπιτροπῆς τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Κεντρικῆς Ὑπηρεσίας Οἰκονομικῶν. Συνέβαλε τά μέγιστα ὥστε νά ὀρθοποδήσει ἡ Ἐκκλησία καί νά μή ναυαγήσει οἰκονομικά. Ἐπανέφερε τήν ἀσφάλεια μέ τίς ἐνέργειές του καί τήν ἐξισορροπητική του παρουσία. Ἔλεγε: «Ἡ Ἐκκλησία δέν εἶναι δυνατόν νά διέλθη κρίσιν. Ἡ Ἐκκλησία ἀποτελεῖ τήν αὐτοαλήθειαν καί ἡ ἀλήθεια οὐδέποτε διέρχεται κρίσιν. Κρίσιν διέρχονται οἱ τήν ἀλήθειαν διαστρεβλοῦντες καί ἀποφεύγοντες. Ἡ Ἐκκλησία στηρίζεται εἰς τόν δομήτορά της». Ἀντιλαμβάνεται λοιπόν κανείς τήν οὐσιαστική συμβολή του, προσωπική κατάθεση ψυχῆς καί μαρτυρίας ἐκκλησιαστικοῦ βίου μέ γνώμονα πάντα τό καλό της Ἐκκλησίας. Καλλιεργοῦσε παντοῦ τό πνεῦμα τοῦ συντονισμοῦ, τοῦ εἰλικρινοῦς διαλόγου, τῆς καταλλαγῆς. Ἐργαζόταν συνετά καί διακριτικά, ἀλλά μέ εὐστοχία καί ἀποτελεσματικότητα. Πρωτοστατοῦσε σέ ἐργώδη ἐγχειρήματα, πρωτοβουλίες καί ὁραματισμούς, στήν σύλληψη καί τήν ἐκτέλεση σπουδαίων καί μοναδικῶν ἔργων στόν ἐκκλησιαστικό χῶρο.

Ὁ μακαριστός Ἱεράρχης ἄφησε ἀνεξίτηλη τήν σφραγίδα του στήν Ἱερά Σύνοδο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος. Εὔστροφος, ὀξύνους, μεστός καί ἀκέραιος, ξεχωρίζει μεταξύ τῶν ἐκλεκτῶν. Γίνεται ἕνας ἀπό τούς πιό στενούς καί σημαντικούς συνεργάτες τοῦ Μακαριωτάτου Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν καί πάσης Ἑλλάδος κ.κ. Ἱερωνύμου. Παίρνει ἀποφάσεις σέ καίρια ζητήματα. Πρωτοστατεῖ στίς συνομιλίες τῆς Ἐκκλησίας μέ τήν Πολιτεία. Ὁμιλεῖ ἀπό τό βῆμα τῆς Βουλῆς ὡς ἐκπρόσωπος τῆς Ἐκκλησίας. Συμμετέχει σέ πολλές ἐκκλησιαστικές ἀποστολές στό ἐξωτερικό.

Τό μητροπολιτικό του ἔργο ὑπῆρξε πραγματικά ἀναγεννητικό: πρώτη του μέριμνα ὑπῆρξε ἡ στήριξη καί ἡ ἐνίσχυση τῶν ἐκκλησιαστικῶν δομῶν τῆς ἐπαρχίας του. Θεμελίωσε καί ἐγκαινίασε Ἱερούς Ναούς καί Πνευματικά Κέντρα σέ ὅλες σχεδόν τίς Ἐνορίες. Καθιέρωσε μηνιαῖες ἱερατικές συνάξεις μέ διακεκριμένους ὁμιλητές καί ἁγιορεῖτες Πατέρες. Συμμετεῖχε ἐνεργά στά προβλήματα τῆς τοπικῆς κοινωνίας. Ὄργωνε ἀκούραστα τήν Μητρόπολή του. Ὅσες φορές εἴχαμε τήν εὐκαιρία νά ἐπισκεφθοῦμε τήν Ἐλασσώνα, διαπιστώσαμε ἐξ ἰδίας πείρας τόν θαυμασμό καί τήν ἀγάπη τοῦ τοπικοῦ κλήρου καί ποιμνίου γιά τόν Δεσπότη του.

Ἰδιαίτεροι ἦταν οἱ δεσμοί του πρός τό Οἰκουμενικό μας Πατριαρχεῖο καί τήν ἀθωνική πολιτεία. Εὐλαβεῖτο ἰδιαίτερα τό Ἅγιον Ὅρος, ὅπου μετέβαινε συχνά ὡς ταπεινός προσκυνητής. Ἐπί ποιμαντορίας του ἐπεσκέφθη πρώτη φορά τήν Ἐλασσώνα ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης κ.κ. Βαρθολομαῖος, κατά τόν Σεπτέμβριο τοῦ 2009. Φιλάδελφος καί φιλόξενος, ἀγαπητός σέ ὅλους, ἀπό τούς ἁπλούς πιστούς ὥς τούς προκαθημένους τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, μέ χαρακτηριστικό γνώρισμα τήν ἀρχοντική φιλοξενία πρός πάντας.

Ἀσκητικός, φιλακόλουθος καί φιλομόναχος, ὁ ἐκλιπών Ἱεράρχης ἀγκάλιασε μέ ὅλη του τήν δύναμη τόν μοναχισμό καί μέ τή βοήθεια τοῦ Θεοῦ κοπίασε γιά τήν συντήρηση, τήν ἀνακαίνιση καί τήν ἐπάνδρωση τῶν ἱστορικῶν ἱερῶν μονῶν τῆς περιοχῆς. Ἔλεγε: «Τάς θεωρῶ ὀχυρά της Ἐκκλησίας, ζωτικούς πνεύμονας ἀπ’ ὅπου ὁ ἀπογοητευμένος ἀπό τήν σῆψιν τῆς ἐποχῆς μας ἄνθρωπος ἀναπνέει τό ὀξυγόνον τοῦ Ἁγίου Πνεύματος».

Μέ δική του πρωτοβουλία ἀνοικοδομήθηκε ὁ Ἱερός Ναός τοῦ Ἁγίου Ἀρσενίου, Ἀρχιεπισκόπου Ἐλασσῶνος (16ος αἱ.), ποῦ ἁγίασε στήν ρωσική γῆ. Τό 2006, ὕστερα ἀπό σχετικό αἴτημα τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Ἐλασσῶνος, τήν σύμφωνη γνώμη τοῦ ἐπιτοπίου Ρώσου Ἀρχιεπισκόπου Βλαδίμηρ καί Σούζδαλ, καί τήν συγκατάθεση τῶν ἀρχαιολογικῶν ἀρχῶν, ἔγινε ἀνακομιδή τῶν ἱερῶν του λειψάνων καί ὁ ἀοίδιμος Πατριάρχης Μόσχας κυρός Ἀλέξιος παρέδωσε ἐπισήμως στόν μακαριστό Μητροπολίτη Ἐλασσῶνος τμήματα ἐκ τῶν ἱερῶν λειψάνων τοῦ ἁγίου Ἀρσενίου. Μετά ἀπό λίγες μέρες ἔγινε στήν Ἐλασσώνα ἡ ἐπίσημη ὑποδοχή τῶν ἱερῶν λειψάνων, τά ὁποῖα ἐναποτέθηκαν στόν νεόδμητο Ἱερό Ναό ἀφιερωμένο στόν Ἅγιο, σέ εἰδικά διαμορφωμένο προσκυνητάριο.
Θεώρησε ἱερό του καθῆκον νά διασώσει καί νά παραδώσει στίς ἑπόμενες γενεές τήν ἐκκλησιαστική ἱστορία τῆς Ἐλασσῶνος. Προϊόν μόχθου καί ἐπιμονῆς, ἡ διάσωση καί ἀνάδειξη σημαντικῶν κειμηλίων. Ἐπίσης, βαρυσήμαντες ἐκδόσεις, ὅπως: ὁ μνημειώδης Τόμος, σχεδόν χιλίων σελίδων, γιά τήν Ἱερά Μητρόπολη Ἐλασσῶνος, ὅπου παρουσιάζονται ἡ ἱστορία τῆς Μητροπόλεως, οἱ ἱεροί ναοί, τά μοναστήρια καί τά σπουδαία ἱερά κειμήλια• Τό Κειμηλιαρχεῖο τῆς Μονῆς Ὀλυμπιωτίσσης• Ὁ Βίος καί ἡ Ἀκολουθία τοῦ ἁγίου Ἀρσενίου Ἐλασσῶνος• βιβλίο γιά τόν προκάτοχό του Καλλίνικο Λαμπρινίδη, ὁ ὁποῖος θεμελίωσε τόν Μητροπολιτικό Ναό Ἁγ. Δημητρίου Ἐλασσῶνος• πρόσθετο βιβλίο, ἀφιερωμένο γιά τόν Ἱερό Μητροπολιτικό Ναό, καθώς καί Τό Ἱεροδρόμιο, χρονικό της ἱστορικῆς ἐπισκέψεως τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ.κ. Βαρθολομαίου.

Ὁ κοιμηθεῖς Ἱεράρχης ὑπῆρξε ἐκκλησιαστικός ἀνήρ πρώτου μεγέθους, προσφιλέστατος καί οὐσιαστικός. Ἡ διακονία του εἶχε πρωταγωνιστική συμβολή στά ἐκκλησιαστικά δρώμενα. Σεμνός ἀλλά δραστήριος, πολυόμματος καί ἀκούραστος, φιλομόναχος καί φιλάγιος. Ἀνέπνεε μές στήν Ἐκκλησία, κι ὁ πόθος τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ τόν συνεῖχε βαθιά. Ἐξέπεμπε μίαν ἀνεπιτήδευτη, πνευματική ἀρχοντιά. Ἤρεμος, ἱεροπρεπής, μετρημένος, προσηνής στήν ἐπικοινωνία, διαλλακτικός, διακριτικός, διπλωματικός, σαφής καί σταθερός ὅμως στίς ἀρχές τῆς πίστεως. Εἶχε τό χάρισμα νά κατευθύνει πνευματικά μέ τόν λόγο του, νά οἰκοδομεῖ μέ τόν διάλογο καί τή δράση του, χωρίς τύφο, προσποίηση ἤ διάθεση ἐπιδείξεως. Ὑπόδειγμα ταπεινοῦ φρονήματος, πλήρης φόβου Θεοῦ, δόξασε τό ὄνομα Αὐτοῦ καί τίμησε τήν Ὀρθοδοξία.

Ἡ μειλίχια παρουσία του θά παραμείνει ζωντανή καί ἐνεργός στή μνήμη καί τήν καρδιά ὅλων ὅσοι εἴχαμε τήν εὐλογία νά τόν γνωρίσουμε, νά δεχθοῦμε τήν εὐχή του, τή συμβουλή, τόν καλό του λόγο, τίς εὐεργεσίες τῆς ἀγάπης του. Κατέλιπε πολλά ἄξια πνευματικά τέκνα, τά ὁποῖα συνιστοῦν καί τό κληροδότημά του, τήν παρακαταθήκη του πρός τήν Ἐκκλησία. Ἄς ἀποτελέσει παράδειγμα γιά ὅλους μας. Τά ἴχνη τῆς πολιτείας τοῦ ἄς μείνουν γιά μᾶς πηγή ἐμπνεύσεως καί στηριγμοῦ.

Ἡ μακαρία ψυχή του ἀπῆλθε πλέον πρός τάς αἰωνίους μονάς, γιά νά δεχθεῖ, ὅπως ὅλοι πιστεύουμε, παρά τῆς δεξιᾶς του Ὑψίστου τόν ἄρρητον στέφανον γιά ὅσα ἐπί γῆς ἐπιτέλεσε, ὡς καλός οἰκονόμος πολλαπλασιάσας τό ἐμπιστευθέν αὐτῷ τάλαντον. Εἰσῆλθε «εἰς τά ἐνδότερα τοῦ καταπετάσματος, ὅπου πρόδρομος ὑπέρ ἡμῶν εἰσῆλθε Χριστός. Κατέλιπε τό τῆς σαρκός παραπέτασμα. Οὐκέτι ὑποδείγματι καί σκιᾷ τῶν ἐπουρανίων λατρεύει, ἀλλ’ εἰς αὐτήν βλέπει τήν τῶν πραγμάτων εἰκόνα. Οὐκέτι δι' ἐσόπτρου καί δι' αἰνίγματος, ἀλλ' αὐτοπροσώπως ἐντυγχάνει τῷ Θεῷ, ἐντυγχάνει δέ ὑπέρ ἡμῶν καί τῶν τοῦ λαοῦ ἀγνοημάτων» .

Πορεύου νικητής, ἀξιομακάριστε Δέσποτα, μέ τήν συνοδεία τῶν προσευχῶν μας, πρός τόν «κατελθόντα ἐν τοῖς κατωτάτοις τῆς γής καί συντρίψαντα μοχλούς αἰωνίους καί τριήμερον ἐξαναστάντα τοῦ τάφου». Πορεύθητι τήν μακαρίαν ὁδόν καί ἀναπαύου ἐν εἰρήνῃ. Ὁ Κύριος ἄς σέ κατατάξει ἐν χώρᾳ ζώντων καί ἄς σέ ὑποδεχθεῖ ὡς πολίτη τῆς βασιλείας Του. Ἐμεῖς ὅλοι οἱ περιλειπόμενοι πού σέ προσφωνοῦμε ἐξ εὐγνωμοσύνης, τιμῆς καί ἀγάπης, οἱ ἀδελφοί συνεπίσκοποι, ὁ ἱερός κλῆρος, τά πνευματικά σου τέκνα, οἱ μοναχικές ἀδελφότητες, ὁ φιλοχριστός λαός, ἄς ἔχουμε τήν εὐχή σου. Ἄς εἶναι αἰωνία σου ἡ μνήμη, πολυσέβαστε Γέροντά μας.

Χριστός Ἀνέστη!