Επιλέξτε τη γλώσσα σας

Μακαριώτατε Πάτερ καί Δέσποτα, σεπτέ προκαθήμενε τῆς ἁγιωτάτης Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος,
Σεβασμιώτατε ἅγιε ἐκπρόσωπε τῆς Αὑτοῦ Θειοτάτης Παναγιότητος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου,
Σεβασμιώτατοι ἅγιοι Ἀρχιερεῖς,
Σεβαστοί πατέρες καί ἀγαπητοί ἐν Χριστῷ ἀδελφοί,
Ἀξιότιμοι ἐκπρόσωποι τῶν πολιτικῶν, στρατιωτικῶν, δικαστικῶν, ἐκπαιδευτικῶν καί ὑπολοίπων ἀρχῶν,
Ἀγαπητέ πενθηφόρε λαέ τοῦ Κυρίου τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Ἰωαννίνων,


Μέ αἰσθήματα βαθυτάτης συγκινήσεως καί τιμῆς, ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος προπέμπει σήμερα κατώδυνος πρός τήν ἀγήρω μακαριότητα τόν ἐπιφανῆ καί πολύτιμον Αὐτῆς θεράποντα, ἀοίδιμο Μητροπολίτη Ἰωαννίνων κυρό Θεόκλητο, ἕναν ἀπό τούς σπουδαιότερους Ἱεράρχες τῆς νεώτερης ἐκκλησιαστικῆς ἱστορίας μας. Ὁ κοιμηθείς Γέρων κατέλιπε τήν ἰδιαίτερη προσωπική του σφραγίδα στό πνευματικό πηδάλιο τῆς ἱστορικῆς καί εὐλογημένης αὐτῆς Μητροπόλεως, τήν ὁποία διαποίμανε ἐπί τεσσαράκοντα σχεδόν ἔτη. Καί μόνο τό γεγονός ὅτι εἶχε τήν εὐλογία νά διαδεχθεῖ τόν ἀείμνηστο Ἀρχιεπίσκοπο Σεραφείμ στή Μητρόπολη Ἰωαννίνων καί νά μαθητεύσει στό πλευρό του ὡς στενός συνεργάτης, καταδεικνύει πολλά. Πρωτοστάτησε σέ ποικίλες διαπρεπεῖς πτυχές τῆς ἐκκλησιαστικῆς δράσεως, στήν ὑπηρεσία τριῶν διαδοχικῶν Ἀρχιεπισκόπων. Διεκρίθη γιά τή βαθειά θεολογική παιδεία καί τήν εὐρεῖα γνώση τῶν οἰκονομικῶν. Κατά τήν πολυετῆ ἀρχιερατική του διακονία, ἐκπροσώπησε τήν Ἐκκλησία στό Διοικητικό Συμβούλιο τῆς Ἐθνικῆς Τραπέζης –θέση στήν ὁποία συμμετέχει δικαιωματικά ὁ ἑκάστοτε Μητροπολίτης Ἰωαννίνων, λόγῳ τῶν σπουδαίων κληροδοτημάτων τῆς περιοχῆς δικαιοδοσίας του–, καί χρημάτισε Πρόεδρος τῆς Διοικούσης Ἐπιτροπῆς τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Κεντρικῆς Ὑπηρεσίας Οἰκονομικῶν. Ἡ χαρισματική του προσωπικότητα, ἡ πνευματική δράση του ἐν τῇ Ἐκκλησία, τό πλούσιο συγγραφικό ἔργο, ἡ διακεκριμένη προσφορά ἀπό ἐπιτελικές θέσεις, ἀναδεικνύουν τήν πολύπλευρη δυναμική καί δημιουργική δράση πού ἀνέπτυξε καταδαπανώμενος μέ ὅλες του τίς δυνάμεις στήν ὁδό τῆς διακονίας καί τόν ἀμπελώνα τοῦ Κυρίου.

Ὁ μακαριστός Μητροπολίτης Ἰωαννίνων κυρός Θεόκλητος Σετάκης γεννήθηκε τό 1930 στή Θεσσαλονίκη. Μεγάλωσε στήν Κρήτη, ὅπου καί ὁλοκλήρωσε τήν ἐγκύκλιο παιδεία. Φοίτησε στή Θεολογική Σχολή τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν καί στήν Ἀνωτάτη Βιομηχανική Σχολή Πειραιῶς. Τό 1958 ἀφοσιώθηκε στόν ἱερό κλῆρο, χειροτονήθηκε Διάκονος καί ὑπηρέτησε στόν Πανεπιστημιακό Ναό μέχρι τήν εἰς Πρεσβύτερον χειροτονία του ἐν ἔτει 1960. Στή συνέχεια διατέλεσε μόνιμος στρατιωτικός ἱερεύς ὥς τό 1968, ὑπηρετώντας στήν Ἀνατολική καί Κεντρική Μακεδονία. Ἔκτοτε ἀνέλαβε Πρωτοσύγκελλος τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Ἰωαννίνων, στό πλευρό τοῦ ἀειμνήστου μετέπειτα Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν καί πάσης Ἑλλάδος κυροῦ Σεραφείμ. Μητροπολίτης τῆς γεραρᾶς καί ἱστορικῆς Μητροπόλεως Ἰωαννίνων ἐξελέγη τό 1975, εἰς διαδοχήν τοῦ μακαριστοῦ Σεραφείμ.

Δημοσίευσε στόν τύπο πλῆθος θεολογικῶν καί φιλοσοφικῶν δοκίμιων καί ἀνέπτυξε εὐρύ συγγραφικό ἔργο. Μεταξύ τῶν μελετῶν του διακρίνουμε τήν Εἰσαγωγή στήν Τραγωδία τοῦ Εὐριπίδη Ἰφιγένεια ἐν Αὐλίδι καί τόν Ἀκάθιστο Ὕμνο. Ἡ λιπαρά του καλλιέργεια, ἡ εὐθύτητα τοῦ χαρακτήρα του, οἱ διοικητικές του ἱκανότητες, ἡ ἀνιδιοτέλεια, ἡ ἰδιαίτερη ἀφοσίωση μέ τήν ὁποίαν ὑπηρέτησε τόν μακαριστό Σεραφείμ καί «τό ἀνεπτυγμένον αἴσθημα τῆς εὐγνωμοσύνης, πράγμα σπάνιον διά τούς πολλούς καί ἴδιον μόνον διά τούς γενναίους», κατά τά λόγια τοῦ πνευματικοῦ πατρός του, τόν κατέστησαν ἄξιο καί ἱκανό συνεχιστή τοῦ ἔργου τοῦ τόσο σημαντικοῦ προκατόχου του σέ μίαν ἐξέχουσα Μητρόπολη μέ πλούσια παράδοση καί ἱστορία.

Ὁ ἀοίδιμος Ἱεράρχης ὑπῆρξε ἄνθρωπος τόν ὁποῖο, θά ἔλεγε κανείς, ἀδικοῦσε κάποτε ἡ ἁδρά του φυσιογνωμία καί ἡ ἀμεσότητα τοῦ ἤθους του, γιατί δέν τόν ἐνδιέφερε νά ὑποκρίνεται, ἀλλά ἡ οὐσία τῆς ἐπισκοπικοῦ λειτουργήματος, πέραν τῆς ἐξυπηρετήσεως κοσμικῶν ἤ προσωπικῶν σκοπιμοτήτων. Ὅπως σημειώνει ἐνδεικτικά καί πάλι ὁ μακαριστός Ἀρχιεπίσκοπος Σεραφείμ, τά ποικίλα πνευματικά του χαρίσματα ἀπευθύνονταν σέ «ἐκείνους πού θέλουν νά βλέπουν τά πράγματα μέ πρίσμα εὐρύτητος, καί ὄχι στενότητος καί ὑποκρισίας».

Ὁ λόγος του ἦταν πάντοτε καίριος, στιβαρός καί κρυστάλλινος. Εὔτολμος ἀλλά καί σώφρων, ἐξέφραζε ἀπόψεις μέ σύνεση, εὐθύτητα καί γνησιότητα, καί οἱ θέσεις του εἶχαν πάντοτε σημαίνουσα διεισδυτικότητα καί βαρύτητα. Ἀξίζει νά παραθέσουμε ἕνα ἀπόσπασμα ἀπό συνέντευξή του στόν τύπο, στό ὁποῖο ἐμβριθῶς διαβλέπει τίς ρίζες τῆς σημερινῆς κρίσεως: «Ἡ πραγματική ταυτότητα τοῦ Ἕλληνα ἦταν συνυφασμένη μέ τήν ἀναζήτηση τῆς ὀντολογίας τῶν πραγμάτων καί ὄχι μέ τήν ἐπιφανειακή περιγραφή τῶν φαινομένων. Ἔτσι, ὁδηγοῦσε τόν ἑαυτό του ἀπέναντι στά πράγματα γνωρίζοντάς τα σέ βάθος καί τά διέκρινε σέ χρηστά καί ἄχρηστα. Σήμερα, μέ τήν περιγραφική αὐτῶν προσπέλαση, τά διακρίνει σέ χρήσιμα καί ὠφέλιμα καί ὁδηγεῖται στόν ρευστό δρόμο ἑνός εἴδους ὠφελιμιστικοῦ καταναλωτικοῦ εὐδαιμονισμοῦ. Ἐάν ἐντάξει τήν ταυτότητά του σ’ αὐτήν τή διαδικασία, σίγουρα θά τήν ἀπολέσει, γιατί τό ὠφέλιμο καί τό χρήσιμο εἶναι ρευστό καί ἑπομένως ἐπιρρεπές εἰς ἀπόρριψιν».

Καλλιέργησε ἰδιαζόντως τόν ἱερό πνευματικό δεσμό μέ τό σεπτό Κέντρο τῆς Ὀρθοδοξίας, τόν Οἰκουμενικό Θρόνο. Κατά τούς λόγους τοῦ ἰδίου, «παραμένει ὁ θεματοφύλαξ τῆς παραδόσεως τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ἐγγύηση τῆς ἑνότητος καί ἡ Μήτηρ ὅλων τῶν ὀνομαζομένων αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν, οἱ ὁποῖες δημιουργήθηκαν ἀπό τήν ἰδικήν Του κένωσιν καί τελοῦν ὑπό ἔγκρισιν τῆς μελλούσης νά συνέλθῃ Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Διαφυλάττει τήν οἰκουμενικότητα τῆς Ἐκκλησίας καί μαρτυρεῖ τήν Καθολικότητα τῆς πίστεώς Της. Δέν ἔχουμε τίποτα σημαντικότερο ἀπό τό Πατριαρχεῖο μας, ὡς Γένος, στήν Οἰκουμένη».

Στή Μητρόπολη Ἰωαννίνων ἐξετιμήθη ἰδιαζόντως, τόσο ἀπό τόν λαό ὅσο καί ἀπό τούς κοινωνικούς καί πολιτικούς φορεῖς, ὡς ὁ μαχητικός καί λόγιος Ἱεράρχης, ὁ ὁποῖος μέ τή χαρισματική παρουσία καί τό ἔργο του ἔφερε τήν Ἐκκλησία πλησιέστερα στήν κοινωνία καί τά προβλήματά της. Εἶναι ἄλλωστε ἀνάγκη ζωτικῆς σημασίας Ἐκκλησία καί Πολιτεία νά πορεύονται ἐν ἀγάπῃ καί ὁμονοίᾳ, ὥστε νά ὑπηρετοῦν ἀπό κοινοῦ τόν λαό καί τή χώρα μας. Ὁ ἐκλιπών Γέρων, ἀνταποκρινόμενος στίς ἀπαιτήσεις τῶν καιρῶν, συνδύασε τήν βαθειά θεολογική γνώση μέ τήν εὐρύτητα σκέψεως στόν χειρισμό φλεγόντων ζητημάτων.

Παρέδωσε πλουσία ποιμαντική καί κοινωνική παρακαταθήκη, στήν ὁποία συγκαταλέγονται, μεταξύ ἄλλων, ἡ προνοιακή μέριμνα μέσῳ τῶν ἀγαθοεργῶν καταστημάτων τῆς Μητροπόλεως καί τῆς παροχῆς ὑποτροφιῶν πρός τούς ἐνδεεῖς, καθώς καί ἡ ἀδιάλειπτος λειτουργία ἐκκλησιαστικῶν κατασκηνώσεων, βρεφονηπιακοῦ σταθμοῦ καί γηροκομείου.

Ἡ Ἐκκλησία, βεβαίως, ὅπως τόνιζε καί ὁ ἴδιος, «δέν εἶναι φιλανθρωπικό ἵδρυμα οὔτε εἶναι αὐτός ὁ ρόλος της». Ὁμοίως, δέν εἶναι οὔτε θρησκευτική παράταξη περιορισμένη στή στενωπό τῶν ἰδεῶν της. Ἡ Ἐκκλησία πορεύεται μέσα στήν ἱστορία, ἀλλά δέν εἶναι ἐκ τοῦ κόσμου τούτου. Ἔργο της εἶναι νά προσλάβει τόν κόσμο καί νά τόν μεταμορφώσει. Καθώς διανύουμε τήν Ἁγία καί Μεγάλη Ἑβδομάδα, ἀξίζει νά μνημονεύσουμε τούς λόγους ἐπιφανοῦς ἐπισκόπου τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου ἀπό ὁμιλία τοῦ ἰδίου τοῦ μακαριστοῦ Ἱεράρχου, στόν Πατριαρχικό Ναό τοῦ Ἁγίου Γεωργίου στό Φανάρι: «Εἰς τό πρόσωπον τοῦ Χριστοῦ, διά τῆς ἐνεργείας τοῦ ἁγίου Πνεύματος, ὑπερβαίνεται ἡ φθορά, ὑπερβαίνεται ὁ θάνατος. ... διότι αὕτη εἶναι ἡ λύτρωσις ἐκ τῶν ὁρίων τοῦ κτιστοῦ. Αὕτη ἡ λύτρωσις, αὕτη ἡ ἀπελευθέρωσις εἶναι ἔργον τοῦ ἁγίου Πνεύματος συντελούμενον πρῶτον εἰς τό πρόσωπον τοῦ Χριστοῦ, καί ἐν συνεχείᾳ εἰς τούς ἀνθρώπους, πάλιν ὡς δωρεά καί ἐνέργεια τοῦ ἁγίου Πνεύματος».

Αὐτή εἶναι ἡ μαρτυρία τῆς Ἐκκλησίας, διατυπωθεῖσα ἐπί τοῦ Σταυροῦ καί ἀπό τοῦ Παναγίου Τάφου. Ὁ Χριστός, κατά τούς λόγους τοῦ Μακαριωτάτου Ἀρχιεπισκόπου μας, «δέν πρότεινε ἰδέες πού διχάζουν τούς ἀνθρώπους, ἀλλά "ἤπλωσε τάς παλάμας" ἐπί τοῦ Σταυροῦ "καί ἥνωσε τά τό πρίν διεστῶτα". Ὁ Χριστός πού μελίζεται ἐπί τοῦ θυσιαστηρίου σέ κάθε Θεία Λειτουργία ἀλλά δέν διαιρεῖται, καί προσφέρει τή δυνατότητα πάντες οἱ ἐξ ἑνός ποτηρίου μεταλαμβάνοντες νά γίνονται ἕνα σῶμα».

Ἔναντι τοῦ «φοβερωτάτου τοῦ θανάτου μυστηρίου» καί τοῦ βιαίου διαχωρισμοῦ τῆς ψυχῆς ἐκ τοῦ σώματος, ἀναγνωρίζουμε καί τήν ἐπιθανάτια ἀγωνία τοῦ Κυρίου γιά τή διάσπαση τῆς ἁρμονίας τῆς κτίσεως καί τόν κατακερματισμό τοῦ γένους τῶν ἀνθρώπων. Αὐτή ἡ ἀγωνία ὀφείλει νά καθορίζει καί τό ἦθος τῆς μαρτυρίας μας ἐν τῷ παρόντι βίῳ. Ἀποστολή τῆς Ἐκκλησίας εἶναι νά ἑνώνει τούς ἀνθρώπους μέ ἕναν βαθύτατο, μυστηριακό δεσμό: «ἵνα ὦσιν ἕν» (Ἰω. 17, 11). «Οὐκ οἴδατε ὅτι τά σώματα ὑμῶν μέλη Χριστοῦ ἐστιν;», σημειώνει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος (Α΄ Κορ. 6, 15). Καί ὡς μέλος τοῦ Σώματος τοῦ Ἀναστάντος Χριστοῦ, τό φθαρτό μας σῶμα κοινωνεῖ καί μετέχει τῆς Χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, πού ἁγιάζει ὅλα τά μέλη τῆς Ἐκκλησίας, φανερώνοντας ὅτι ὁ θάνατος δέν εἶναι τό τέλος, ἀλλά ἡ ἐν Χριστῷ διάβασις πρός τήν «αἰώνιον βιοτήν».

«Εἰ γάρ σύμφυτοι γεγόναμεν τῷ ὁμοιώματι τοῦ θανάτου αὐτοῦ, ἀλλά καί τῆς ἀναστάσεως ἐσόμεθα. Τοῦτο γινώσκοντες, ὅτι ὁ παλαιός ἡμῶν ἄνθρωπος συνεσταυρώθη, ἵνα καταργηθῇ τό σῶμα τῆς ἁμαρτίας, τοῦ μηκέτι δουλεύειν ἡμᾶς τῇ ἁμαρτίᾳ· ὁ γάρ ἀποθανών δεδικαίωται ἀπό τῆς ἁμαρτίας. Εἰ δέ ἀπεθάνομεν σύν Χριστῷ, πιστεύομεν ὅτι καί συζήσομεν αὐτῷ, εἰδότες ὅτι Χριστός ἐγερθείς ἐκ νεκρῶν οὐκέτι ἀποθνῄσκει, θάνατος αὐτοῦ οὐκέτι κυριεύει. Ὅ γάρ ἀπέθανε, τῇ ἁμαρτίᾳ ἀπέθανεν ἐφάπαξ, ὅ δέ ζῇ, ζῇ τῷ Θεῷ» (Ῥωμ. 6, 510).

Ὁ μακαριστός Ποιμενάρχης τῆς Μητροπόλεως Ἰωαννίνων κυρός Θεόκλητος κηρύσσει πρός ἡμᾶς καί μετά θάνατον διά τῆς μεγάλης ἀξίας τῆς προσφορᾶς του ὑπέρ τῆς Ἐκκλησίας. Περιβληθείς τόν σεβασμό καί τήν ἀγάπη λαοῦ καί κλήρου, διήνυσε ἀξίως μακρά ἐκκλησιαστική πορεία στά βήματα τοῦ σπουδαίου προκατόχου του, προσφέροντας δαψιλεῖς ὑπηρεσίες ἀπό νευραλγικές θέσεις. Ἡ ἰσχυρή του προσωπικότητα εἶχε πρωταγωνιστική συμβολή στή νεώτερη ἐκκλησιαστική ἱστορία. Ἡ μαρτυρία του ὑπῆρξε εὐρεῖα, ἀνυπόκριτη, οὐσιώδης καί μεστή εὐλογιῶν. Θερμῶς δεόμεθα πρός τόν Ὕψιστο νά ἀναπαύσει τό σεπτό του σκῆνος καί νά συναριθμήσει τήν μακαρία ψυχή του μεταξύ τῶν δικαίων. Ἄς εἶναι αἰωνία ἡ μνήμη του.