Επιλέξτε τη γλώσσα σας

Ἡ Ἱερά Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος χαιρετίζει τήν ἐπέτειο τῶν εἴκοσι ἐτῶν ἀπό τῆς πλήρους ἐντάξεως τῆς Χώρας στήν τότε Εὐρωπαϊκή Οἰκονομική Κοινότητα καί σήμερα Εὐρωπαϊκή Ἕνωση. Πρόκειται γιά ἕνα γεγονός ἱστορικῆς σημασίας γιά τόν Ἑλληνισμό, ὁ ὁποῖος καλεῖται νά ζήσει καί νά ἐργασθεῖ στή μεγάλη σέ μέγεθος ἀλλά καί πλούσια σέ πολιτισμική παράδοση Εὐρωπαϊκή Κοινωνία. Ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος ἀπό τῆς πρώτης ἡμέρας εἶδε μέ τήν ἐν Κυρίῳ ἐλπίδα τήν πορεία τοῦ λαοῦ μας μαζί μέ τούς ἄλλους λαούς τῆς ἠπείρου μας καί εὐλογεῖ καί συγχαίρει κάθε προσπάθεια, ἡ ὁποία κατατείνει στήν καλύτερη μεταξύ τους ἐπικοινωνία. Ταυτόχρονα ἐπιθυμεῖ νά διατηρήσει ὁ λαός μας τήν ἰδιοπροσωπία του, ὅπως καί ὁ κάθε εὐρωπαϊκός λαός ἐπιζητεῖ νά διατηρήσει τήν δική του.

Τήν ὥρα αὐτή ὀφείλουμε νά ἐνθυμηθοῦμε ὅτι οἱ ἐμπνευστές καί οἱ ἀρχιτέκτονες τῆς Εὐρωπαϊκῆς Ἕνωσης εἶχαν τήν πίστη ὅτι δημιουργοῦν μία Κοινότητα Ἐθνῶν, μέ κοινές ἀξίες καί κοινές παραδόσεις. Τό ἴδιο πίστευε καί ὁ Κωνσταντῖνος Καραμανλῆς, πολιτικός στόν ὁποῖο χρεωστοῦμε τήν εἴσοδό μας στή μεγάλη εὐρωπαϊκή οἰκογένεια. Κατά τήν ὁμιλία του μετά τήν ὑπογραφή τῆς Συνθήκης Ἐντάξεως στήν Ε.Ο.Κ. τήν 8η Μαΐου 1979, εἶπε μεταξύ ἄλλων τά ἑξῆς :

«Ἡ ἔνταξη τῆς Ἑλλάδος στήν Εὐρωπαϊκή Κοινότητα, μολονότι ἀποτελεῖ πολυσήμαντο ἱστορικό γεγονός, δέν συνεπάγεται ὡστόσο ἀλλαγή κλίματος γιά τήν χώρα μου. Ἡ Εὐρώπη μέ τό ἑλληνικό της ὄνομα, τῆς εἶναι οἰκεῖος χῶρος, ἀφοῦ ὁ πολιτισμός της εἶναι σύνθεση τοῦ ἑλληνικοῦ, τοῦ ρωμαϊκοῦ καί τοῦ χριστιανικοῦ πνεύματος, Μία σύνθεση στήν ὁποία, ὅπως εἶπα ἄλλοτε, τό Ἑλληνικό Πνεῦμα εἰσέφερε τήν ἰδέα τῆς Ἐλευθερίας, τῆς Ἀλήθειας καί τῆς Ὀμορφιᾶς, τό ρωμαϊκό πνεῦμα, τήν ἰδέα τοῦ Κράτους καί τοῦ Δικαίου καί ὁ Χριστιανισμός, τήν Πίστη καί τήν Ἀγάπη».

Αὐτά ἔλεγαν οἱ σκαπανεῖς τῆς Εὐρωπαϊκῆς Ἑνώσεως. Ὅμως σήμερα καί μετά τήν συνάντηση κορυφῆς τῆς Νίκαιας, ζοῦμε ὡς Εὐρωπαῖοι πολίτες μία νέα πραγματικότητα, αὐτῆς τῆς κηρύξεως στήν ἀφάνεια τῆς Χριστιανικῆς Παραδόσεως καί Πνευματικῆς καί πολιτισμικῆς Κληρονομιᾶς τῶν Εὐρωπαίων. Ἐν ὀνόματι ἑνός ἀθέου κράτους, πού δέν ἔχει ἀκόμα προσδιορισθεῖ ἡ δομή καί λειτουργία του καί βεβαίως δέν ἔχουν θεσπισθεῖ οἱ ἀρχές καί οἱ ἀξίες τῆς ὑπάρξεώς του, εἴμαστε μάρτυρες μιᾶς περιθωριοποιήσεως τῆς Ἐκκλησίας καί μιᾶς σέ βάρος της πολεμικῆς. Αὐτά μάλιστα γίνονται σέ ἐπίπεδο οὐσιαστικά ἐν ἀγνοίᾳ τῶν Εὐρωπαϊκῶν Λαῶν ἀπό τούς ἀντιπροσώπους τους. Τήν στιγμή κατά τήν ὁποία διαφαίνεται ἡ ἀνιστόρητη προσπάθεια νά ὑποτιμηθεῖ ἡ ἀναντίρρητη προσφορά τοῦ Χριστιανισμοῦ στό εὐρωπαϊκό γίγνεσθαι, ἐμεῖς ὀφείλουμε νά διακηρύσσουμε τήν οὐσιαστική καί καίρια συμβολή του στήν Ἱστορία καί τόν Πολιτισμό τῆς Εὐρώπης.

Ἡ Ἐκκλησία στήν πορεία τῆς Εὐρώπης στόν 21ο αἰῶνα θέλει νά διδάξει τίς αἰώνιες ἀξίες τῆς Ἀγάπης, τῆς Ἀνεκτικότητας, τῆς Πίστης, τῆς Ἐλπίδας. Θέλει νά διδάξει τούς ἀνθρώπους νά ἐπικοινωνοῦν μεταξύ τους πρόσωπο πρός πρόσωπο, νά μήν εἶναι ἀτομιστές καί ἐγωκεντρικοί, νά μήν ἀντιμετωπίζουν τήν ζωή ὡς κάτι τό τυχαῖο, ἀλλά ὡς μυστήριο τοῦ Θεοῦ, πού δέν ὑπόκειται στήν λογική τῶν ἐπιστημονικῶν ἐργαστηρίων ἤ τῶν φιλοσοφικῶν ἑδράνων. Οἱ ἀξίες τῆς Ἐκκλησίας δέν ἐκσυγχρονίζονται, γιατί τότε θά ἦσαν ἄρθρα κάποιου Συντάγματος, τό ὁποῖο μπορεῖ νά ἀναθεωρηθεῖ. Ἡ Ἐκκλησία προσεύχεται καί ἐργάζεται γιά νά δεῖ τούς ἀνθρώπους εὐτυχισμένους, χαρούμενους, ἰσορροπημένους. Ἀλλά γιά νά γίνει αὐτό χρειάζονται ὁρίζοντες, χρειάζονται κανόνες στήν ζωή. Αὐτούς τούς κανόνες οἱ Εὐρωπαῖοι τείνουμε νά τούς λησμονήσουμε καί δέν ἀντιλαμβανόμαστε ὅτι ἔτσι μετατρεπόμεθα σέ σκεπτόμενους ὑπολογιστές. Ἡ Ἐκκλησία καί στόν 21ο αἰῶνα δέν θά παύσει νά ὑπενθυμίζει τήν Κληρονομιά τῶν Εὐρωπαίων, τίς Ὑποθῆκες τῶν Ἱδρυτῶν τῆς Εὐρωπαϊκῆς Ἑνώσεως καί τόν προορισμό τῶν Χριστιανικῶν κατά βάση κοινωνιῶν τῆς Εὐρώπης.


Ἐκ τῆς Ἱερᾶς Συνόδου