Επιλέξτε τη γλώσσα σας

Ἀγαπητά μας παιδιά,

          Ἡ Ἱ­ε­ρά Σύ­νο­δος τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας ἐ­πι­κοι­νω­νεῖ σή­με­ρα μα­ζί σας γιά νά σᾶς ἐκ­φρά­σει τίς πλέ­ον ἐγ­κάρ­δι­ες εὐ­χές Της μέ τήν εὐ­και­ρί­α τῆς ἑ­ορ­τῆς τῶν Τρι­ῶν Ἱ­ε­ραρ­χῶν, οἱ ὁ­ποῖ­οι εἶ­ναι προ­στά­τες τῆς Παι­δεί­ας καί τῶν Γραμ­μά­των.

          Ἱ­ε­ράρ­χης, ὅ­πως γνω­ρί­ζε­τε, ση­μαί­νει Ἐ­πί­σκο­πος. Ἑ­πο­μέ­νως οἱ Τρεῖς Ἱ­ε­ράρ­χες, Βα­σί­λει­ος ὁ Μέ­γας, Γρη­γό­ριος ὁ Θε­ο­λό­γος καί Ἰ­ω­άν­νης ὁ Χρυ­σό­στο­μος, ἦ­ταν Ἐ­πί­σκο­ποι τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, δη­λα­δή Πα­τέ­ρες πνευ­μα­τι­κοί τῶν πι­στῶν καί Δι­δά­σκα­λοι τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, φο­ρεῖς τοῦ χα­ρί­σμα­τος τῆς Ἱ­ε­ρω­σύ­νης τοῦ Χρι­στοῦ καί συ­νε­χι­στές τοῦ ἔρ­γου Του.

          Ἡ Ἱ­ε­ρω­σύ­νη ἔ­χει δο­θεῖ στήν Ἐκ­κλη­σί­α γιά νά τε­λοῦν­ται τά ἅ­για Μυ­στή­ρια, τό Βά­πτι­σμα, τό Χρῖσμα, ἡ Θεί­α Εὐ­χα­ρι­στί­α κ.λπ., ὥ­στε νά ἁ­γι­ά­ζον­ται οἱ πι­στοί καί νά ἑ­νώ­νον­ται μέ τόν Χρι­στό καί με­τα­ξύ τους. Γι’ αὐτό οἱ Τρεῖς Ἱ­ε­ράρ­χες μέ ὅ­λη τήν δύ­να­μη τῆς ψυ­χῆς τους καλ­λι­έρ­γη­σαν τό πνεῦ­μα τῆς ἑ­νό­τη­τας τό­σο στόν χῶ­ρο τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, ὅ­σο καί γε­νι­κό­τε­ρα στό κοι­νω­νι­κό πε­ρι­βάλ­λον ὅ­που ἔ­ζη­σαν. Θε­ω­ροῦ­με ὅ­τι δέν χρει­ά­ζε­ται κἄν νά ἀ­να­φέ­ρου­με ὅ­τι ἡ ἑ­νό­τη­τα εἶ­ναι μί­α κα­τά­στα­ση, ἕ­νας τρό­πος ζω­ῆς, πού χρει­ά­ζε­ται πο­λύ μό­χθο καί κό­πο γιά νά ἐ­πι­τευ­χθεῖ καί νά δι­α­τη­ρη­θεῖ σέ ἕ­να ἱ­κα­νο­ποι­η­τι­κό ἐ­πί­πε­δο. Καί τοῦ­το συμ­βαί­νει για­τί, δυ­στυ­χῶς, δέν ἐ­πι­κρα­τεῖ πάν­το­τε στίς σχέ­σεις μας μέ τούς ἄλ­λους ἀν­θρώ­πους ἡ δύ­να­μη τῆς ἀ­λη­θι­νῆς ἀ­γά­πης, τῆς εἰ­ρή­νης, τῆς συ­ναλ­λη­λί­ας. Ἀν­τι­θέ­τως, ὄ­χι σπά­νια, κυ­ρια­ρχεῖ ἡ ἰ­δι­ο­τέ­λεια, δη­λα­δή ἡ πέ­ρα τοῦ δέ­ον­τος προ­σή­λω­ση τοῦ ἀν­θρώ­που στό ἀ­το­μι­κό του συμ­φέ­ρον, ἡ φι­λαυ­τί­α, ἡ ἀλλοίωση τῆς ἀγά­πης καί ἔ­τσι δι­α­σπᾶ­ται ἡ ἑ­νό­τη­τα καί ἐ­πέρ­χε­ται ὁ δι­χα­σμός, ἡ δι­αί­ρε­ση, ἡ σχά­ση. Γι’ αὐ­τό ἡ Ἐκ­κλη­σί­α δέν παύ­ει νά προ­βάλ­λει μέ κά­θε τρό­πο τίς φω­τει­νές Μορ­φές τῶν Τρι­ῶν Ἱε­ραρ­χῶν· κα­θό­τι, οἱ Πα­τέ­ρες αὐ­τοί ἔ­ζη­σαν ὅ­σο πιό ἔν­το­να γί­νε­ται τήν Ἀ­λή­θεια καί τήν Ζω­ή τοῦ Εὐ­αγ­γε­λί­ου τοῦ Χρι­στοῦ. Τοι­ου­το­τρό­πως, ἀ­να­δει­κνύ­ον­ται πρό­τυ­πα καί γιά τήν δι­κή μας πο­ρεί­α σέ αὐ­τόν τόν κό­σμο· πρό­τυ­πα ζω­ῆς, ἀ­γω­νι­στι­κό­τη­τας, θάρ­ρους, προ­ση­λώ­σε­ως στίς ἀρ­χές, τίς ἀ­ξί­ες, τά ἰ­δα­νι­κά μέ τά ὁ­ποῖ­α εἶ­χαν δι­α­μορ­φώ­σει τήν προ­σω­πι­κό­τη­τά τους καί εἶ­χαν νο­η­μα­το­δο­τή­σει τήν ζω­ή τους.

          Ἐ­πί πα­ρα­δείγ­μα­τι, ὁ Μέ­γας Βα­σί­λει­ος καί ὁ Γρη­γό­ριος ὁ Θε­ο­λό­γος ἀ­γω­νί­σθη­καν νά δι­α­φυ­λά­ξουν τήν ἑ­νό­τη­τα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, δι­ό­τι κα­τά τόν 4ο αἰ­ῶ­να ὁπότε ἔ­ζη­σαν, κιν­δύ­νευ­σε σέ με­γά­λο βαθ­μό ἡ ἀ­κε­ραι­ό­τη­τα, ἡ αὐ­θεν­τι­κό­τη­τα τῆς πί­στε­ως ἀπό μί­α φο­βε­ρή αἵ­ρε­ση πού ὀ­νο­μά­σθη­κε «Ἀ­ρει­α­νι­σμός» καί ἀρ­νι­ό­ταν τήν θε­ό­τη­τα τοῦ Χρι­στοῦ. Ὅ­μως, οἱ Ἀ­πό­στο­λοι, οἱ Πα­τέ­ρες, οἱ Μάρ­τυ­ρες ἔ­δω­σαν καί τήν ἴ­δια τους τήν ζω­ή, προ­κει­μέ­νου νά δι­α­κη­ρύ­ξουν ὅ­τι ὁ Ἰ­η­σοῦς Χρι­στός εἶ­ναι ὁ Ἀ­λη­θι­νός Θε­ός, μα­ζί μέ τόν Πα­τέ­ρα καί τό Ἅ­γιο Πνεῦ­μα, καί ἔ­τσι κά­θε ἕ­νας πού πι­στεύ­ει ὀρ­θά σέ Αὐ­τόν γί­νε­ται υἱ­ός τοῦ Θε­οῦ, σύμ­φω­να μέ τήν δω­ρε­ά τοῦ Θε­οῦ.

          Ἔ­πει­τα, οἱ Τρεῖς Ἱ­ε­ράρ­χες μό­χθη­σαν μέ ὅ­λες τους τίς δυνά­μεις γιά νά βο­η­θή­σουν τούς ἀν­θρώ­πους νά ἐν­νο­ή­σουν ὅ­τι χω­ρίς τήν ἀ­λη­θι­νή ἀ­γά­πη κα­τα­στρέ­φε­ται εὔ­κο­λα ἡ ἑ­νό­τη­τα με­τα­ξύ τῶν ἀν­θρώ­πων. Γι’ αὐ­τό οἱ ἴ­διοι ἔ­γι­ναν ἔμ­ψυ­χες εἰ­κό­νες ἀγά­πης καί μά­λι­στα ὑ­πέ­στη­σαν πολ­λές θλί­ψεις καί κα­κου­χί­ες ἐ­ξαι­τί­ας τῆς προ­ση­λώ­σε­ώς τους σέ ἔρ­γα ἀ­λη­θι­νῆς ἀ­γά­πης. Λό­γου χά­ριν, ἀ­να­φέ­ρε­ται ὅ­τι ἕ­νας ἀ­πό τούς λό­γους γιά τούς ὁποίους ἐ­ξο­ρί­σθη­κε στά βά­θη τῆς Ἀ­σί­ας ἀ­πό τήν τό­τε πο­λι­τι­κή ἐ­ξου­σί­α ὁ Ἅ­γιος Ἰ­ω­άν­νης ὁ Χρυ­σό­στο­μος, ἦ­ταν ὅ­τι ἵ­δρυ­σε λε­προ­κο­μεῖ­α κον­τά σέ ἐ­κτά­σεις πλου­σί­ων γαι­ο­κτη­μό­νων, οἱ ὁ­ποῖ­οι ζη­μι­ώ­θη­καν οἰ­κο­νο­μι­κά. Βλέ­πε­τε, σέ κά­θε ἐ­πο­χή, ἡ ἑ­νό­τη­τα, ἡ ἀ­γά­πη, ἡ φι­λί­α ἀπει­λοῦν­ται ἀ­πό τά οἰ­κο­νο­μι­κά συμ­φέ­ρον­τα, ἀ­πό τόν ἐ­γω­ι­σμό, ἀ­πό τούς πο­λέ­μους καί τίς δι­α­μά­χες. Ὅμως, οἱ ἄν­θρω­ποι λη­σμο­νοῦν ὅ­τι δι­α­σπῶν­τας τήν ἑ­νό­τη­τα, κα­ταρ­γῶν­τας τήν εἰ­ρή­νη καί τήν ἀ­γά­πη βλά­πτουν ἀ­νε­πα­νόρ­θω­τα τόν ἴ­διο τόν ἑ­αυ­τό τους. Για­τί κα­νείς δέν μπο­ρεῖ νά ὑ­πάρ­ξει μό­νος του. Ὑ­πάρ­χου­με σέ σχέ­ση καί ἀ­να­φο­ρά μέ τόν Θε­ό καί τόν συ­νάν­θρω­πο. Καί γι’ αὐ­τό ἡ ζω­ή μας ἔ­χει μο­να­δι­κή ἀ­ξί­α, νό­η­μα καί πε­ρι­ε­χό­με­νο. Τό δῶ­ρο τῆς ζω­ῆς μᾶς δό­θη­κε γιά νά μά­θου­με ὅ­τι χω­ρίς τόν ἀγῶ­να γιά συ­νύ­παρ­ξη, αὐ­το­κα­ταρ­γεῖ­ται ἡ ὕ­παρ­ξη· χω­ρίς τήν ἑνό­τη­τα ἐ­πέρ­χε­ται ὁ μα­ρα­σμός καί ὁ ξε­πε­σμός τοῦ ἀν­θρώ­που.

Ἀ­γα­πη­τά μας παι­διά,

          σέ μί­α ἐ­πο­χή σάν τήν δι­κή μας, στήν ὁποία μέ θλί­ψη βλέ­που­με τίς τρα­γι­κές συ­νέ­πει­ες τῆς ἀ­πο­μα­κρύν­σε­ως τοῦ ἀν­θρώ­που ἀ­πό τήν πί­στη, τήν Ἐκ­κλη­σί­α καί τόν Θε­ό· σέ μί­α ἐ­πο­χή στήν ὁποία οἱ ἄν­θρω­ποι θέ­τουν τό Εὐ­αγ­γέ­λιο τῆς εἰ­ρή­νης, τῆς ἑ­νό­τη­τας, τῆς ἀγά­πης στό πε­ρι­θώ­ριο τῆς ζω­ῆς τους, για­τί ἀ­γνο­οῦν τήν εὐερ­γε­τι­κή του ἐ­πί­δρα­ση καί δύ­να­μη στήν δι­α­μόρ­φω­ση τῆς ἀν­θρώ­πι­νης συ­νει­δή­σε­ως, ἐμεῖς ἄς πα­ρα­μεί­νου­με ἑ­νω­μέ­νοι μέ τόν Χρι­στό καί με­τα­ξύ μας, ὅ­πως οἱ Τρεῖς Ἱ­ε­ράρ­χες. Ἄς δι­α­τη­ρή­σου­με ζων­τα­νή τήν φλό­γα τῆς πί­στε­ως καί ἄς τήν με­τα­δί­δου­με καί στούς ἄλ­λους μέ τά ἔρ­γα καί τόν λό­γο μας· μέ τήν ζω­ή καί τό ἦθος μας· μέ τήν ἀ­γά­πη καί τήν ἑ­νό­τη­τά μας. Αὐ­τό δέν ἔ­πρα­ξαν καί οἱ Τρεῖς Ἱ­ε­ράρ­χες; Ὑ­πῆρ­ξαν κά­πο­τε καί αὐ­τοί παι­διά. Ἀν­τι­με­τώ­πι­σαν τίς δυ­σκο­λί­ες κά­θε πε­ρι­ό­δου τῆς ἀν­θρώ­πι­νης ζω­ῆς. Τα­λαι­πω­ρή­θη­καν ἀφάν­τα­στα ἀ­πό αὐ­τό πού ὀ­νο­μά­ζου­με «κα­τε­στη­μέ­νο». Ὅ­μως στά­θη­καν ὄρ­θιοι, ἑ­νω­μέ­νοι, δυ­να­τοί· κα­θό­τι ἡ ζω­ή τους στη­ρι­ζό­ταν στήν Πέ­τρα, στόν Βρά­χο τῆς πί­στε­ως, πού ὀ­νο­μά­ζε­ται Ἰ­η­σοῦς Χρι­στός.

          Σᾶς εὐ­χό­μα­στε στόν Χρι­στό νά θε­με­λι­ώ­νε­ται καί ἡ δι­κή σας ζω­ή. Νά ἔ­χε­τε ἀ­γά­πη, ἐ­πι­θυ­μί­α γιά ἑ­νό­τη­τα καί συ­ναλ­λη­λί­α· γιά νά κυ­ρι­αρ­χή­σει κά­πο­τε στόν κό­σμο μας ἡ πο­λυ­πό­θη­τη εἰ­ρή­νη, ἡ κα­ταλ­λα­γή, ἡ συμ­φι­λί­ω­ση.

          Σᾶς εὐ­χό­μα­στε ἐ­πί­σης, νά προ­ο­δεύ­σε­τε στίς σπου­δές σας καί, ἐν γέ­νει, στήν ζω­ή σας καί νά γί­νε­τε φά­ροι φω­τει­νοί, ἄν­θρω­ποι ἀ­λη­θι­νοί, ὅ­πως ἔ­λε­γε καί ὁ ἀρ­χαῖ­ος ποι­η­τής Μέ­ναν­δρος· «Ὡς χα­ρί­εν ἔ­στ’ ἄν­θρω­πος, ὅ­ταν ἄν­θρω­πος ᾖ!» (Πό­σο χα­ρι­τω­μέ­νος, πό­σο ὄ­μορ­φος εἶ­ναι ὁ ἄν­θρω­πος, ὅ­ταν εἶ­ναι ἄν­θρω­πος!). Καί ἄς μή λη­σμο­νοῦ­με ὅ­τι πραγ­μα­τι­κά ἄ­δει­ος εἶ­ναι ὁ ἄν­θρω­πος ἐ­κεῖ­νος, πού εἶ­ναι γε­μᾶ­τος μό­νον ἀ­πό τόν ἴ­διο τόν ἑ­αυ­τό του.

Μετά πολλῶν πατρικῶν εὐχῶν καί ἀγάπης ἐν Κυρίῳ,

Ο ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΑΘΗΝΩΝ ΚΑΙ ΠΑΣΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ                      

Ι Ε Ρ Ω Ν Υ Μ Ο Σ

ΚΑΙ ΤΑ ΜΕΛΗ ΤΗΣ ΔΙΑΡΚΟΥΣ ΙΕΡΑΣ ΣΥΝΟΔΟΥ